Sunday 28 October 2012

Δεν έχω πόδια να σταθώ, τα έδωσα στην Πατρίδα ...

Μια συγκλονιστική ιστορία  
Ήμουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόμουνα στη Πλατεία Κλαυθμώνος, όχι όπως είναι σήμερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν οπόταν ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε.
Εκείνη τη στιγμή έπεφτε ο ήλιος και θα.... γνωρίζετε ότι με τη δύση του, γίνεται υποστολή της σημαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικού ήταν εκεί και η σημαία κυμάτιζε ακόμα στο κτήριο. Σήμερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού. Τότε πάντα κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα... πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου γινόταν υποστολή. Ήταν στιγμές ωραίες, απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι.

Το άγημα αποδόσεως τιμών στο χώρο του, και ακούμε το σαλπιγκτή να δίνει το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και παίζεται ο Θούριος. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ σταθήκαμε σε στάση προσοχής.

Αποδίδεις με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία. Εκείνη τη στιγμή που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά και βλέπει κάτι παράξενο, και η ψυχή του ταράζεται, για αυτό που θα σας πω παρακάτω.

Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν το δρόμο τους, ενώ εγώ από παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. 
Τότε βλέπω το νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος προς ένα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές (λούστροι) και καστανάδες που μας λείπουν τώρα.

Και του είπε: «γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας. Δεν έχεις φιλότιμο κλπ».

Ο άνθρωπος έμεινε βουβός, εγώ παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος το τι έγινε. Μετά βλέπω τον καστανά ότι έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει.
Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω με έκπληξη ότι συγκρατείται, σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

Όμως συνέρχεται γρήγορα σκουπίζει τα δάκρυα του και με πολλή δύναμη των χεριών του (αυτά ήταν γερά ) στυλώνει το σώμα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο του με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη τη ψυχή του, στο νεαρό αξιωματικό δυνατά «πώς να σηκωθώ κύριε Της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δύο» και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού οπού φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από το γόνατα.

Και ξαναρχίζει να κλαίει. Ο κόσμος όπως και εγώ γύρω του κλαίει και χειροκροτεί, όμως περισσότερο απο όλους κλαίει ο νεαρός αξιωματικός.

Έχουν περάσει περίπου 60 χρόνια. Ποιος ξέρει τι γίνεται. Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι το αλησμόνητο, φοβερή σκηνή για Όσκαρ.
Ο αξιωματικός σκύβει και αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά, και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλίκίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά.

Του απονέμει "τας κεκανονισμένας τιμάς" που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά μας για να μπορεί να κυμματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία σε λεύτερη πατρίδα.

Και οι άλλοι, οι πολλοί να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές απασχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή, όποιο επάγγελμα και να χει. Άλλοι δεν μιλούν, άλλοι όμως ειρωνεύονται.

Γι αυτό οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν, να διδαχθούν από την οικογένεια και το Σχολείο για το Επος του 1940.
Για το καλό της Πατρίδας μας.

*ΔΗΜΗΤΡHΣ ΝΤΟΥΛΙΑΣ
ΠΛΩΤΑΡΧΗΣ Π.Ν. εα

Πηγή: pentapostagma.gr
Αναρτήθηκε από: teleytaiothranio

Συνελήφθη ο πρώην σταρ της ποπ Γκάρι Γκλίτερ
για «σεξουαλικά εγκλήματα» στο πλαίσιο της έρευνας «Σάβιλ και άλλοι»

Η αστυνομία συνέλαβε τον πρώην σταρ της ποπ Γκλίτερ στο πλαίσιο της έρευνας για τη σεξουαλική κακοποίηση ανήλικων κοριτσιών από τον πρώην παρουσιαστή του BBC Σάβιλ.

Former pop star Gary Glitter arrested at his London home

Τα καθάρματα

Gary Glitter

Jimmy Savile
Η βρετανική αστυνομία συνέλαβε σήμερα στο Λονδίνο τον πρώην σταρ της ποπ Γκάρι Γκλίτερ στο πλαίσιο των ερευνών που πραγματοποιεί γύρω από την υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικων κοριτσιών που φέρεται ότι διέπραξε ο πρώην παρουσιαστής του BBC Τζίμι Σάβιλ, μετέδωσαν τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης.
Η Σκότλαντ Γιαρντ ανακοίνωσε ότι ένας άνδρας, ο οποίος είναι γύρω στα εξήντα κρατείται σε αστυνομικό τμήμα του Λονδίνου μετά τη σύλληψή του σήμερα το πρωί στη βρετανική πρωτεύουσα για «σεξουαλικά εγκλήματα» στο πλαίσιο της έρευνάς της «Σάβιλ και άλλοι».
Η βρετανική αστυνομία δεν έδωσε στη δημοσιότητα το όνομα του συλληφθέντος.
Ωστόσο τα βρετανικά μέσα ενημέρωσης, μεταξύ των οποίων το BBC και το Sky News, μετέδωσαν ότι πρόκειται για τον 68χρονο Γκλίτερ, ο οποίος ήταν δημοφιλής τη δεκαετία του '70.
Ο Γκλίτερ, το πραγματικό όνομα του οποίου είναι Πολ Γκαντ, έχει εκτίσει ποινή φυλάκισης περίπου τριών ετών στο Βιετνάμ για σεξουαλική κακοποίηση κοριτσιών.  
Τώρα ζει στο Λονδίνο.
Ο Γκλίτερ συνελήφθη σε σχέση με το σκάνδαλο που ξέσπασε για τον Τζίμι Σάβιλ, τον παρουσιαστή του BBC που έχει πεθάνει, ο οποίος φέρεται ότι κακοποίησε σεξουαλικά περισσότερα από 300 ανήλικα κορίτσια σε περίοδο τεσσάρων δεκαετιών. Αυτός πέθανε στα τέλη του 2011 σε ηλικία 84 ετών.
Το σκάνδαλο για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων, το οποίο ξέσπασε στις αρχές αυτού του μήνα, κατέστρεψε την εικόνα του Σάβιλ και βύθισε το βρετανικό δημόσιο δίκτυο BBC σε βαθειά κρίση, καθώς κατηγορήθηκε ότι συγκάλυψε την υπόθεση.

kathimerini

Ελεάνα Φρανγκέδη:
Η πιο όμορφη έφηβη των ΗΠΑ... τρέχει για την Ελλάδα

Έχει ανακηρυχθεί η ωραιότερη έφηβη της Αμερικής, όμως δεν ξεχνάει την ελληνική της καταγωγή.


Η Ελεάνα Φρανγκέδη χρίστηκε πρέσβειρα του 30ού Κλασικού Μαραθωνίου της Αθήνας, και προπονείται για να τρέξει τα 5.000 χλμ.

«Όταν επικοινώνησαν μαζί μου από την UNESCO και μου πρότειναν να συμμετάσχω στον φετινό μαραθώνιο δέχτηκα αμέσως. Ως Ελληνίδα της Διασποράς με συγκινεί οτιδήποτε έχει να κάνει με τον τόπο μου. Από την επόμενη κιόλας ημέρα ξεκίνησα τις εντατικές προπονήσεις. Εβαλα πείσμα όχι μόνο να τρέξω, αλλά και να τα πάω καλά», δήλωσε στο «Πρώτο Θέμα».

Μάλιστα, η ίδια δίνει συνεντεύξεις στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης με σκοπό να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερες συμμετοχές από το εξωτερικό. Αμερικανοί δρομείς έχουν ήδη εκδηλώσει ενδιαφέρον, όπως και κάποιοι πρωταγωνιστές της σόουμπιζ.

Η Ελεάνα, η οποία είναι μαθήτρια της τελευταίας τάξης του Λυκείου, τον περασμένο Απρίλιο κέρδισε τον τίτλο της Miss Teen των Ηνωμένων Πολιτειών.

πηγή: tvkosmos.gr, www.athensmagazine.gr

Ο γίγαντας και ο νάνος

Μια φορά κι ένα καιρό σ’ ένα καταπράσινο και πυκνό δάσος ζούσαν ένας γίγαντας κι ένας νάνος. 
Θα μαζεύουμε μόνο όση τροφή χρειαζόμαστε,
είπαν και οι δυο με μια φωνή.
Ο γίγαντας ήταν όπως όλοι οι γίγαντες του κόσμου ψηλός, ψηλός πολύ ψηλός, τεράστιος, με μεγάλη δύναμη, με κάτι πόδια νααα, ως εκεί πάνω. Με χέρια μεγάλα σαν φτυάρια.
Ο νάνος ήταν κι αυτός όπως όλοι οι νάνοι του κόσμου. Κοντός, κοντούλης ανθρωπάκος με τόσα δα χέρια και πόδια. Ούτε ως το γόνατο του γίγαντα δεν έφτανε. Ήταν όμως έξυπνος, πονηρός και πεισματάρης. Αν έβαζε στο νου του να κάνει κάτι, το έκανε οπωσδήποτε με κάθε τρόπο, καλό ή κακό.
Ο γίγαντας ζούσε σε μια πελώρια σπηλιά στη μέση του δάσους και ο νάνος σε μια μικρή-μικρή σπηλιά.

Το δάσος είχε ό τι ήθελαν για να ζουν ευτυχισμένοι. Κυνήγι, καρπούς, νερά τρεχούμενα, μέλι, χόρτα, το τραγούδι των πουλιών . . . , όμως οι δυο τους δεν ήταν ευτυχισμένοι.
Ο γίγαντας χρειαζόταν πολλή τροφή για να χορτάσει, ήταν μεγάλος φαγάς, έτσι μάζευε τα περισσότερα και ο νάνος θύμωνε. Πίστευε πως έπρεπε να τα μοιράζονται. Τα μισά ο γίγαντας, τα μισά εκείνος κι ας μην τα χρειαζόταν, αφού αυτός για να χορτάσει ήθελε πολύ λίγη τροφή.


Μάλωναν λοιπόν και πότε ο ένας μάζευε όλα τα καρύδια, πότε ο άλλος όλα τα κάστανα, όποιος προλάβαινε και ό τι προλάβαινε.
Έτσι έγινε και το φετινό φθινόπωρο. Ο γίγαντας πρωί-πρωί, πριν ξημερώσει, βγήκε από τη σπηλιά του και ξεκίνησε να μαζέψει καρύδια. Στα χέρια του είχε δέκα τεράστια καλάθια και σκεφτόταν να τα γεμίσει.
Δεν πρόλαβε όμως να προχωρήσει πολύ και άκουσε ένα γαλάζιο πουλί να τραγουδά:
Τώρα καρύδια γίγαντα!
Τα μάζεψε ο νάνος!
— Μα πότε; ρώτησε ο γίγαντας θυμωμένος.
— Άρχισε χτες το πρωί, πριν βγει ο ήλιος. Μάζευε όλη μέρα κι όλη νύχτα χωρίς να σταματήσει στιγμή. Πριν λίγο τέλειωσε, απάντησε το πουλί.
— Αχ, και να πέσει στα χέρια μου, είπε ο γίγαντας. Εξαιτίας του θα μείνω χωρίς καρύδια το χειμώνα. Ευτυχώς που υπάρχουν τα φουντούκια κι έτσι θα γεμίσω μ’ αυτά τα καλάθια μου.
Μα το πουλί μόλις άκουσε τα τελευταία λόγια του γίγαντα είπε:

Τώρα φουντούκια γίγαντα!
Τα μάζεψε ο νάνος!
Ο γίγαντας έγινε κατακόκκινος από το θυμό του. Δε χάνει καιρό και πάει στη σπηλιά του νάνου. Αυτή ήταν τόσο μικρή και είχε ένα τόσο μικρό άνοιγμα που ούτε το δαχτυλάκι του γίγαντα δε χωρούσε.
— Ε, νάνε! φώναξε βγες έξω. Έχουμε κάτι να κουβεντιάσουμε.
Ο νάνος έβγαλε έξω από το άνοιγμα μόνο το κεφάλι του χαμογελώντας.
— Δεν μπορώ, γίγαντα, έχω δουλειά, έλα εσύ μέσα, είπε κοροϊδεύοντας.
Τι να κάνει ο γίγαντας, έφυγε.
Όλη την υπόλοιπη μέρα σκεφτότανε πως να τιμωρήσει το νάνο. Έπλεξε λοιπόν, ένα γερό δίχτυ και μόλις βράδιασε πήγε στη σπηλιά του νάνου και το στερέωσε γερά.
Έτσι δε θα μπορεί πια να βγει έξω και θα μαζέψω εγώ όλα τα κάστανα και το μέλι, σκέφτηκε. Πράγματι όταν βράδιασε καλά και ο νάνος ετοιμάστηκε να βγει για να μαζέψει το μέλι από τις μέλισσες, είδε το δίχτυ, προσπάθησε να το βγάλει μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.
- Ωχ τι έπαθα! τώρα ο γίγαντας θα μαζέψει όλο το μέλι, είπε και άρχισε να κλαίει.
Έκλαιγε δυνατά πολλή ώρα και ένα ποντίκι που περνούσε τον άκουσε και τον ρώτησε τι συμβαίνει.
- Να, κλαίω γιατί με έκλεισε εδώ μέσα ο γίγαντας και δε θα προφτάσω να μαζέψω ούτε μια στάλα μέλι, θα το πάρει όλο αυτός.
Το ποντίκι που δεν ήξερε τι συνέβαινε μεταξύ τους θεώρησε ότι είναι μεγάλη αδικία αυτό που έκανε ο γίγαντας στο νάνο και άρχισε να ροκανίζει το δίχτυ για να ελευθερώσει το νάνο.
Πράγματι σε λίγο το δίχτυ είχε μια μεγάλη τρύπα και έτσι ο νάνος ήταν ελεύθερος. Ούτε που ευχαρίστησε το ποντίκι για το καλό που του έκανε, παρά πήρε τα κανάτια του και έτρεξε να μαζέψει μέλι. Όταν έφτασε στις μέλισσες όμως κατάλαβε πως δεν υπήρχε μέλι. Ο γίγαντας το είχε μαζέψει όλο.
Άρχισε να φωνάζει και να πηδά γεμάτος θυμό γι αυτό που είχε γίνει. Κάποτε γύρισε στη σπηλιά του και προσπαθούσε να βρει τρόπο να πάρει το μέλι από το γίγαντα ή τέλος πάντων να τον εκδικηθεί. Κατάλαβε πως δεν ήταν εύκολο να μπει στη σπηλιά του γίγαντα και αποφάσισε να κάνει κάτι πονηρό για να τα καταφέρει. Άνοιξε το ντουλάπι του και έβγαλε από μέσα τη γούνα ενός γέρου ασβού που είχε βρει πριν πολλά χρόνια στο δάσος.
Τη φόρεσε, έκρυψε από κάτω τα κανάτια του και κίνησε για τη σπηλιά του γίγαντα.
Περίμενε να τον δει να φεύγει, μπήκε μέσα από μια τρύπα που ήταν δίπλα στην πόρτα.
Γέμισε γρήγορα-γρήγορα τα κανάτια του και σκέφτηκα να χύσει το υπόλοιπο μέλι για να εκδικηθεί το γίγαντα.
Γέλασε πονηρά και ετοιμάστηκε να σπρώξει το δοχείο που είχε το μέλι, μα το μετάνιωσε.
Κρίμα είναι, σκέφτηκε, πήρε τα κανάτια του, τα ‘χωσε κάτω από τη γούνα του ασβού και βγήκε με προσοχή από τη σπηλιά.
Όσο μπορούσε πιο γρήγορα έφτασε στη δική του, έβγαλε τη γούνα και άφησε τα κανάτια επάνω στο τραπέζι.
Γέλασε ικανοποιημένος και έτριψε τα χέρια του.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι άκουσε τις φωνές του γίγαντα. Έβγαλε τη μουρίτσα του έξω και ρώτησε τάχα με περιέργεια.
- Τι έχεις γείτονα και φωνάζεις;
- Να, ο ασβός έκλεψε το μέλι μου. Τον είδε ο κυρ-σκίουρος και μου το είπε. Δε θα τον πιάσω; Θα του δείξω εγώ.
Ο νάνος έβαλε τη μούρη του μέσα για μεγαλύτερη ασφάλεια και είπε στο γίγαντα όλη την αλήθεια και όταν τελείωσε του ζήτησε να τον συγχωρέσει που πάντα μάζευε ό τι τροφή έβρισκε στο δάσος χωρίς να σκέφτεται τους άλλους και είπε πως δε θα το ξανακάνει.
Ο γίγαντας είχε σταματήσει να φωνάζει. Περπατούσε πάνω-κάτω σκεφτικός. Πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να πει λέξη. Έξυνε το κεφάλι του και στο τέλος είπε.
- Έχεις δίκιο γείτονα! Πότε εγώ, πότε εσύ μαζεύουμε ό τι τροφή υπάρχει στο δάσος και δε σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλο, μα δε σκεφτόμαστε και τα ζώα του δάσους. Ντροπή μας!
- Δε θα το ξανακάνουμε, είπε ο γίγαντας.
- Δε θα το ξανακάνουμε, είπε και ο νάνος.
- Θα μαζεύουμε μόνο όση τροφή χρειαζόμαστε, είπαν και οι δυο με μια φωνή.
Ακούστηκαν χειροκροτήματα στο δάσος.
Τα ζώα χαίρονταν για τη σωστή απόφαση του γίγαντα και του νάνου.
Χαίρονταν που θα ήταν πια καλοί φίλοι.
Φίλοι αγαπημένοι,
Ζωή ευτυχισμένη
.

Στη μνήμη του παππού του Γιώργου που ήταν ο καλύτερος παραμυθάς
Άρια

«Από το δικό μου, κυρία!»

Υπέρ αναμνήσεως μιας υπέροχης δασκάλας!
(της Λότης Πέτροβιτς)

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjEgezyHvl4tsHG75rM4aev6T9HhdSqbMsz9ZrZF0hxKXxZCX8HRtjwtaYAQeeZQYT9U-Bb1i2OG5qETM0Wly34-9iEH7xb6DKTjp0e2nI4N8jXlgOXuwBmEYR-IItFxWP5sJAsSzGmzE4R/s400/%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87%CE%AE
«από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!»
Ούτ’ ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα.
Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε…
Το παρακάτω κείμενο αφιερώνεται στους δασκάλους εκείνους που δεν σταματούν να αναλώνονται, να πεθαίνουν συναισθηματικά, να αδειάζουν κυριολεκτικά όλο το μέσα τους για χάρη των μαθητών τους. Σ΄ αυτούς που δεν υπολογίζουν κόπους ούτε και λογαριάζουν αν ο μισθός είναι λίγος και δε φτάνει, που δεν δειλιάζουν ούτε φοβούνται να εκτεθούν. Μην τους ψάχνετε σε μουσεία, βρίσκονται ανάμεσά σας …

“….. Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. Ήταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά. Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή. «Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε η μάνα μου. «Αν σου χυνόταν στο δρόμο;» «Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου», δήλωσα ορθά κοφτά. «Το ίδιο κι εγώ», φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου. Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυο μας από το σχολείο. Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή.

Ώσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. “Γλυκόζη” το είπαν. Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους. ΄Ενα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Τι συμβαίνει παιδί μου;» ανησύχησε η μαμά. Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια. Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα.

Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά. «Σκαρώνουμε κάτι;» άκουσε έναν από τους συμμαθητές του– “πειραχτήρης” ήταν το παρατσούκλι του – να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του. Ο άλλος έγνεψε “ναι”. Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ’ αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη. Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. ‘Υστερα τ’ αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι. Όταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα. 

Το «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι. «Μα τι κάνει η κυρία εκεί;» ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα. «Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη», χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, «για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!» Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι… Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της… Ύστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. 

Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. «Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ’ όνομα του Θεού!», είπε ξέπνοα. «Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Είν’ αμαρτία!» Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε…
Μαζευτήκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί «από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!» Ούτ’ ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε… “

(Απόσπασμα από το βιβλίο “Ο καιρός της σοκολάτας”)
Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com
Αναρτήθηκε από ΓΙΑΝ. ΠΑΝ. 

55 χρόνια πέρασαν κι ακόμα μου μιλάς

«Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;»


Αντέχω ρε Νικόλα. Αντέχω. Καλή αντάμωση.
Που πας;
Πάω βόλτα στον Νικόλα, 55 χρόνια σήμερα.
Πρωί πρωί;
Θα πιούμε μαζί καφεδάκι να του πω και τα νέα μας. Σκασμένος θα είναι αν τα βλέπει.


Παίρνω και μια ζακέτα φεύγοντας γιατί είναι νωρίς και κάνει ψύχρα. Εκεί πάνω θα φυσάει κιόλας, άσε μη πιάσω καμιά πούντα και με ξαπλώσουν δίπλα του.
Αφήνω το αμάξι μέσα από τα τείχη και ανεβαίνω την ανηφόρα. «Τσάμπα έβαλα την ζακέτα», σκέφτομαι «ζέστη σήμερα».
Φτάνω κάθομαι πάνω στις πλάκες δίπλα στην επιγραφή «Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος». Πριν λίγο πρέπει να ποτίστηκε και το γκαζόν. Λάμπουν οι δροσοσταλίδες.

Ανοίγω τον καφέ.
Μόνο φραπέ έχει το κατάστημα Νικόλα. Ξέρω δεν σου κάνει κέφι.
Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα.

Και καφές Νικόλα. Μη ξεχνάς τον καφέ.
Ακουμπώ το χέρι στις πλάκες. Είναι παγωμένες απ’ το αγιάζι τα ξημερώματα.
Α ρε Νικόλα ή εσύ έφυγες νωρίς, ή εγώ άργησα. Ευτυχώς που την κοπάνησες. Ήθελα να ήξερα αν τώρα, σε αυτήν την εποχή θα είχες καμιά ιδέα να μας πεις;
Δεν υπάρχουν ιδέες - υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες - κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους κουβαλάει.

Καλά καλά, αυτά περνούσανε στην εποχή σου. Στην εποχή μου οι νάνοι καμώνονται για γίγαντες. Μας ξεπουλάνε Νικόλα, δεν τα ‘μαθες;
Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.

Όπως το λες. Θαύμα είναι που στεκόμαστε ακόμα. Έχουν πέσει όλοι πάνω μας σαν τα κοράκια.
Ό,τι εμείς οι άνθρωποι λέμε πόλεμο για την πίστη και την πατρίδα, τα κοράκια το λένε φαγοπότι - και ό,τι εμείς λέμε ήρωα, τα κοράκια το λένε νόστιμο κρέας.

Και τι θα γίνει ρε Νικόλα; Δηλαδή πάντα εμείς οι «μικροί» θα είμαστε οι αδικημένοι;
Καλή 'ναι η δικαιοσύνη, μα για τους αγγέλους - ο άνθρωπος ο κακομοίρης δεν αντέχει, θέλει έλεος... Μπας και βρίσκεται στον πάτο της Κόλασης, Κύριε, η πόρτα της Παράδεισος;

Θα βάλουμε και τον Θεό τώρα στην κουβέντα; Άστον, καλά είναι εκεί που είναι. Αυτός καλά τα έχει καμωμένα. Εμείς τα κάναμε μαντάρα. Σαν τα ζώα τους ψηφίζαμε τόσα χρόνια. Εσύ ρε Νικόλα, για πες, ποια πολιτική θα υποστήριζες;
Δεν έχω πολιτικό σύστημα. Δε μισώ κανένα, αυτή είναι η ιδεολογία μου.

Σε είχα για πιο έξυπνο. Στο ξαναλέω, πάλι καλά που την έκανες. Δεν θα άντεχες.
Η πέτρα, το σίδερο, το ατσάλι δεν αντέχουν. Ο άνθρωπος αντέχει.

Μέχρι πότε ρε Νικόλα; Γονατίσαμε πια κι αυτοί ακόμα φορτώνουν. Φορτώνουν εμάς, κλέβουν αυτοί. Ως πότε;
Aπό τα καλά κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά - από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη.

Μωρέ άμα τον έπαιρνε θα υπήρχε και ένα αίσθημα δικαίου στον κόσμο. Ότι αξίζουν όλες αυτές οι θυσίες. Ότι κάτι καλό θα βγει στο τέλος.
Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος - αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος - σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.

Κι αν δεν νικηθεί Νικόλα; Τι θα χεις να μου πεις τότε; Ε;
Ήταν μια ωραία καταστροφή.

Με υποχρέωσες. Άντε, πάω στη δουλειά. Θα τα πούμε σύντομα. Θέλεις τίποτα πριν φύγω;
Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;

Αντέχω ρε Νικόλα. Αντέχω. Καλή αντάμωση.

Πηγή: greekstars.co 
Σημείωση: Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883 - 26 Οκτωβρίου 1957)

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki