Tuesday 18 February 2014

Εγκυκλο-παιδικά: Όταν τα αρχαία πήγαν στο καταφύγιο
κατά τη γερμανική κατοχή

Για να μην ξεχνάμε με ποιους έχουμε να κάνουμε
--------------------------------
ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Της Γιωτας Συκκα            
--------------------------------
Μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας φέρνει στην επιφάνεια η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου.
Κλοπές, βανδαλισμοί, λεηλασίες σημειώθηκαν σε μουσεία και μνημεία της χώρας με την Ακρόπολη να κατέχει στον κατάλογο των καταστροφών την κυρίαρχη θέση.


Τις ζημιές τις κατήγγειλε καθημερινά ο Ιωάννης Μηλιάδης, από τους διαπρεπείς αρχαιολόγους της εποχής και διευθυντής της Ακροπόλεως από το 1940 ώς το 1960.
Οπως φαίνεται κανείς δεν μπορούσε να περιορίσει τους Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς και στρατιώτες.
Τα περιγράφει τόσο εύστοχα ο αρχαιολόγος, γ.γ. της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος. Η πρόσφατη ανατύπωση της έκδοσης «Αρχαία της Ελλάδας κατά τον πόλεμο 1940 - 1944» είναι χρυσωρυχείο. Ενας απίστευτος πλούτος πληροφοριών και στοιχείων για όσα έπραξαν οι κατακτητές, αλλά και η αδιάλλακτη στάση των Ελλήνων αρχαιολόγων που ήταν ακλόνητοι στις αρχές τους.
Ηταν τότε που η Αρχαιολογική Υπηρεσία βρέθηκε «στην παράλογη θέση να καταστρέφει το έργο που γενιές Ελλήνων αρχαιολόγων είχαν δημιουργήσει». Να διαλύουν μουσεία και συλλογές και να θάβουν τα αρχαία σε κρύπτες, θησαυροφυλάκια και σπηλιές. Η Ακρόπολη ήταν το κατ' εξοχήν μνημείο της αρχαίας Ελλάδας που όλοι οι ξένοι στρατιωτικοί ήθελαν να φωτογραφηθούν.

Ιδανικός τόπος μαζί με τον Λυκαβηττό και για τα αντιαεροπορικά πυροβόλα και τους προβολείς. Οι ελληνικές Αρχές κατάφεραν την απομάκρυνσή τους τον Ιούλιο του 1941, όμως ενάμιση μήνα αργότερα, οι Ιταλοί πια, κουβάλησαν στην Ακρόπολη πυροβόλα και πυρομαχικά ενώ τον Οκτώβριο κατασκεύαζαν και τσιμεντένιες βάσεις.
Είχε γίνει στρατώνας
Η παραμονή των στρατιωτικών στην Ακρόπολη και το μουσείο είχε γενικά δυσάρεστες συνέπειες για τα μνημεία του Ιερού Βράχου. «Στις αίθουσες των αρχαϊκών αετωμάτων εγκατέστησαν το πλυντήριό τους και το μαγειρείο και το υπόλοιπο μουσείο μεταβλήθηκε σε στρατώνα.
Ο Βράχος έγινε στρατιωτική περιοχή, όπου οι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν τα πολεμικά μηχανήματα χωρίς φροντίδα για τον τόπο. Αναβαν φωτιές για το πρόχειρο φαγητό τους, βρώμιζαν τα μνημεία με βενζίνες, πετρέλαια και μηχανέλαια και, όπως ήταν φυσικό, μεταχειρίζονταν τα απόμερα σημεία της Ακροπόλεως για αποχωρητήρια.
Μαρτυρείται μάλιστα πως ούτε ο Παρθενώνας ούτε τα Προπύλαια γλίτωσαν από τη χρήση αυτή. Στους Ελληνες αρχαιολόγους φοβερή εντύπωση έκαμε η φωτογράφιση Ιταλών στρατιωτών αγκαλιά με τις Κόρες του Ερεχθείου, ακόμη φοβερότερη, ότι στην Ακρόπολη σύχναζαν και οι ερωτικοί σύντροφοι των Ιταλών. Δεν παρέλειψαν ακόμη οι ίδιοι να θραύουν αρχιτεκτονικά μέλη για απόσπαση αναμνηστικών κομματιών ή να χαράζουν τα ονόματά τους στα μάρμαρα των μνημείων».
Το υπουργείο Παιδείας στις 11 Νοεμβρίου του 1940 έδωσε στους εφόρους οδηγίες για τον τρόπο προστασίας. Λίγοι άνθρωποι, ελάχιστα μέσα, κι όμως η απόκρυψη των αρχαίων -με συντονιστή τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο-αποδείχθηκε ευεργετική. Τα χάλκινα μεγάλα αγάλματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου συσκευάστηκαν το καθένα ειδικά με περιτυλίγματα, πισσόχαρτα και τοποθετήθηκαν σε κιβώτια όπως η κεραμική και τα αντικείμενα μικροτεχνίας τα οποία φυλάχτηκαν στα υπόγεια της νέας πτέρυγας, ενώ τα πολύτιμα χρυσά, στο θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος. Εκεί παραδόθηκαν και τα ευρήματα της ανασκαφής των Δελφών του 1939, ελεφάντινα και χρυσά κ.ά.
Τα γλυπτά ασφαλίστηκαν στα υπόγεια της νέας πτέρυγας του μουσείου. «Τριάντα πέντε κιβώτια φυλάχτηκαν στο σπήλαιο της Εννεακρούνου και άλλα είκοσι δύο στις φυλακές του Σωκράτους. Τα πολύ μεγάλα αγάλματα και ανάγλυφα τάφηκαν σε τάφρους, που ανοίχτηκαν στις ίδιες αίθουσες στις οποίες ήσαν εκτεθειμένα, όπως η Θέμις του Χαιρεστράτου, το ανάγλυφο της Ελευσίνος, ο κούρος των Μεγάρων, ο Ερμής της Ανδρου, η ιέρεια Αριστονόη του Ραμνούντος, οι κούροι του Σουνίου».
Η συσκευασία των νομισμάτων του Νομισματικού Μουσείου άρχισε με προφορική εντολή στις 28 Οκτωβρίου και ώς τις 4 Νοεμβρίου είχε ολοκληρωθεί ο εγκιβωτισμός όλων των πολύτιμων αρχαίων του μουσείου σε 61 κιβώτια. Τα γλυπτά του Μουσείου Ακροπόλεως σκορπίστηκαν σε πολλές κρύπτες. Στο ίδιο το μουσείο ανοίχτηκε «μέγας λάκκος εντός της αιθούσης του Παρθενώνος». Οσα δεν χωρούσαν εκεί φυλάχτηκαν εις την κρύπτην Εννεακρούνου», στις «φυλακές του Σωκράτους», στην πύλην του μουσείου αλλά και στην αυλή. Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα απόκρυψης χρησιμοποιήθηκαν «επί του Βράχου της Ακροπόλεως, κατά μήκος της βορείας πλευράς του Παρθενώνος, λαξευτά τέσσαρα φρέατα», όπου τάφηκαν σε στρώσεις αρχαία κ.ά.
Τα σημαντικότερα αντικείμενα του Βυζαντινού Μουσείου κι όσα δεν μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος προστατεύθηκαν σε ορύγματα στην αυλή του μουσείου κι άλλα στα υπόγεια του μεγάρου της Δούκισσας της Πλακεντίας. Τα γλυπτά του Μουσείου Κεραμεικού σε δύο λάκκους που ανοίχτηκαν πίσω από τα μνημεία του Δεξίλεω και της Δημητρίας και Παμφίλης, ενώ του Μουσείου Πειραιά καταχώθηκαν «σε βαθύ ημικυκλικό αγωγό της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου, που βρίσκεται έξω από το μουσείο». Ο ηνίοχος του Μουσείου Δελφών χωρίστηκε σε δύο τμήματα και φυλάχτηκε σε κιβώτια με άχυρο και μπαμπάκι και μαζί με άλλα πολύτιμα αρχαία «εξασφαλίστηκαν στους δύο λαξευτούς τάφους που είναι και σήμερα θεατοί στον κήπο του μουσείου».
Την περίοδο 1940 - 44 η Αρχαιολογική Υπηρεσία διέθετε άξιους επιστήμονες, οι οποίοι συχνά απογοητεύονταν από τους πρώην ξένους φίλους που εργάζονταν στην Ελλάδα και είχαν πια διαφορετικό πρόσωπο.
Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι
«Οι Γερμανοί, κυρίως, αρχαιολόγοι άλλαξαν με ευχαρίστηση ρόλους. Ως στρατιωτικοί αρχαιολόγοι τήρησαν τα προσχήματα και τους ελληνικούς νόμους με την τραχύτητα του κατακτητή και όχι με τη διακριτικότητα του επιστήμονα, πρώην φίλου και πρώην συμφοιτητή των Ελλήνων». Οπως σημειώνει ο κ. Πετράκος ξέχασαν ότι η κατάκτηση της Ελλάδας από τον στρατό τους δεν τους έδωσε κανένα δικαίωμα επάνω στη χώρα και τα μνημεία της, πέρα από αυτό που δίνει η βία». Τι ακολούθησε; Παράνομες ανασκαφές, προσβλητική συμπεριφορά, απειλητικά έγγραφα και πιέσεις προς τους πρώην φίλους και συναδέλφους. Στην Κρήτη κατέστρεψαν τον μινωικό βασιλικό τάφο των Ισοπάτων, στη Δήλο στις 6/9/1941 ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής Κυκλάδων Τζοβάνι Δούκα ήταν προσβλητικός: «οι αξιωματικοί ελεηλάτουν τας προθήκας (του μουσείου), οι στρατιώται ανοίξαντες το συρτάριον της τραπέζης, ένθα επωλούντο τα εισιτήρια, αφήρεσαν περί τας χιλίας πεντακοσίας δραχμάς». Λίγους μήνες αργότερα στο Μουσείο Κεραμεικού κατά τη διάρκεια ξενάγησης Γερμανών κλάπηκε πήλινος μελανόμορφος πίνακας που εικόνιζε πρόθεση νεκρού. Ο Kurt Gebauer που ξεναγούσε «δεν έκρινε σκόπιμον και συναδελφικόν ουδέ τον διευθυντήν του Μουσείου να ειδοποιήση δι' έν τόσον σοβαρόν συμβάν».
 

Το παραμύθι της Μέρας και της Νύχτας

Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε ένας μυλωνάς με τη γυναίκα του στην άκρη του κόσμου.
Ο καλός ο μυλωνάς έμενε σ’ ένα σπιτάκι δίπλα στο ποτάμι, αλλά τον πιο πολύ καιρό τον περνούσε στο μύλο του, έναν μεγάλο πέτρινο ανεμόμυλο που άπλωνε τα χέρια του μέχρι ψηλά στον ουρανό.
Εκείνα τα χρόνια, ο βασιλιάς Ήλιος έκανε δύσκολη τη ζωή των ανθρώπων.
Για βδομάδες μπορεί να θύμωνε και να κρυβόταν και τότε ο κόσμος σταματούσε τις δουλειές του, άφηνε τα ζώα καταμεσής στα χωράφια κι έτρεχε στο σπίτι του. Μέσα στο σκοτάδι πολλοί έχαναν το δρόμο τους, τα παιδιά παρατούσαν τα παιχνίδια τους και γκρίνιαζαν όλη μέρα κλεισμένα μέσα στους τέσσερις τοίχους.
Άλλοτε πάλι ο βασιλιάς Ήλιος καρφωνόταν στον ουρανό και δεν το κουνούσε ρούπι για μήνες.

Οι αγρότες δούλευαν για τόσες πολλές ώρες και δεν καταλάβαιναν ότι έπρεπε να σταματήσουν για να ξεκουραστούν, ώστε πολλοί κοιμόντουσαν όρθιοι δίπλα στα ζώα τους. Οι βοσκοί κυνηγούσαν τα μαντρώσουν τα κατσίκια τους, αλλά εκείνα δεν σταματούσαν τα παιχνίδια στις πλαγιές κάτω από τον φωτεινό Ήλιο. Οι γυναίκες φώναζαν που έκαναν ολημερίς δουλειές, σκούπισμα, μαγείρεμα σφουγγάρισμα και δεν είχαν χρόνο και διάθεση να καθίσουν δίπλα στη φωτιά και με το λιγοστό φως να κεντήσουν την προίκα τους ή να φτιάξουν πλεξούδες τα μαλλιά τους για να γίνουν όμορφες.
Ο καλός ο μυλωνάς, όμως, ποτέ δεν βαρυγκωμούσε, ποτέ δεν γκρίνιαζε. Όταν είχε συνέχεια φως, καθόταν στο μύλο του κι άλεθε τα ξανθά σιτάρια κι απ’ την καρδιά τους έβγαινε το ψωμί του κοσμάκη. Όταν έπεφτε σκοτάδι, κλεινόταν στο σπιτάκι του με την κυρά του και μπροστά στο τσουκάλι που άχνιζε, λέγανε ιστορίες.
Ο βασιλιάς Ήλιος έβλεπε το αγαπημένο ζευγάρι μα πιο πολύ άκουγε την αγαθή μυλωνού που είχε πάντα ένα γλυκό λόγο στο στόμα. Ένα πράγμα μόνο την πίκραινε: ότι δεν είχαν παιδιά για να τα στολίζει, να τους λέει παραμύθια, να τα μαθαίνει τραγουδάκια και να τα νανουρίζει όταν θα έπεφταν κουρασμένα από τα παιχνίδια στα κρεβατάκια τους.
Ένα πρωινό που ο Ήλιος είχε βγει για σεργιάνι πάνω από τον κόσμο, ξανάκουσε τα μοιρολόγια της μυλωνούς. Ράγισε η καρδιά του κι έτσι της έστειλε ένα περιστέρι μ’ ανθρώπινη λαλιά για να την παρηγορήσει:

-Σώπα κυρά μου, της είπε δασκαλεμένο το περιστεράκι. Σώπα κι άλλοι που έχουν παιδιά έχουν μεγάλα βάσανα.
- Πουλί μου, είναι μεγάλος ο καημός μου. Όχι ότι έχω παράπονο από τη ζωή μας. Αλλά αυτό με τρώει.
- Αχ κυρά μου, φαντάσου ο έρημος ο Ήλιος κοτζάμ βασιλιάς κι έχει χάσει το μπούσουλα από τις δυο κόρες του, τη Μέρα και τη Νύχτα. Τον έχουν τρελάνει τόσο που άλλοτε ξεχνάει ν’ ανατείλει κι άλλοτε να δύσει. Δύσκολα κορίτσια και κακότροπα.
- Περιστέρι μου, να τα 'χα εγώ τα κορίτσια του κι ας μου κάνανε τη ζωή μου μαρτύριο! είπε τότε η μυλωνού στο πουλί χωρίς να ξέρει ότι ήταν βαλτό από τον Ήλιο.
Όταν το άκουσε ο Ήλιος πήρε τη γρήγορη απόφαση να ευεργετήσει την μυλωνού για την καλή κι υπομονετική καρδιά της, αλλά και να βάλει μια τάξη στο βασίλειό του που κόντευαν οι δυο του κόρες να το γκρεμίσουν συθέμελα, παίρνοντας στο λαιμό τους όλα τα ζωντανά και τα άψυχα του κόσμου.
Έτσι, μια και δυο, έδωσε ανθρώπινη μορφή στις πριγκίπισσες του και τις έστειλε μέσα σε δυο καλαθάκια μπροστά στο κατώφλι της μυλωνούς.
Μέσα στον ύπνο του το ζευγάρι άκουσε στην εξώπορτά του φωνές μωρών κι άνοιξε τρομαγμένο το σιδερένιο μάνταλο. Όταν είδαν τα δύο κοριτσάκια, ένα ξανθό και κάτασπρο κι ένα με μαύρα μαλλιά και σκοτεινά μάτια, δεν πίστευαν ότι μια τέτοια τύχη είχε χτυπήσει τη δική τους πόρτα. Τότε, φάνηκε ξανά το περιστέρι και τους είπε με την ίδια λαλιά:

-Είναι το δώρο του βασιλιά σε σας που είσαστε οι πιο πιστοί και καλόκαρδοι από το βασίλειό του. Σας δίνει τις κόρες του για όσο θα ζείτε και σας ζητά να τις κάνετε να μάθουν να σέβονται τους γονείς, να υπακούνε και να νιώθουν ευγνωμοσύνη για όσα τους έχουν δοθεί. Όταν θα μεγαλώσουν, θα γυρίσουν ξανά πριγκιποπούλες στο βασίλειό του, αλλά, όπως ελπίζει ο πατέρας τους, με περισσότερο μυαλό.
Όσο μεγάλωναν τα δυο κορίτσια λες και η χαρά είχε μπει μέσα στο σπίτι του μυλωνά και της γυναίκας του. Αλλά αν κι η μυλωνού έδειχνε γλύκα και υπομονή με τα καπρίτσια τους, η Μέρα και η Νύχτα συνέχεια μαλώνανε, ποια είναι η πιο όμορφη, η πιο άξια, η πιο ικανή, κάνανε ζημιές και βάζανε σε βάσανα και το βασιλιά πατέρα τους και τους ανθρώπινους γονείς τους.
Ο Ήλιος συνέχιζε να ζαλίζεται με τις φωνές και τους καυγάδες τους, σκόρπιζε το σκοτάδι και πάγωνε ο κόσμος από το κρύο ή καιγόταν το πελεκούδι από τις καυτερές αχτίνες του.

Η μυλωνού δεν είχε μετανιώσει ούτε στιγμή για τις κόρες που της είχαν δοθεί, αλλά ο μυλωνάς έσπαγε το κεφάλι του για να δει πώς θα έκανε τα κορίτσια του να μονοιάσουν και να είναι αγαπημένα.
Μια μέρα, ο μυλωνάς αποφάσισε να πάρει μαζί του στο μύλο τη Μέρα. Πήραν μαζί τους φαγητό και νερό και κάθισαν με τις ώρες αλέθοντας το αλεύρι του κοσμάκη.

-Είσαι μια άξια κόρη, προκομμένη και αγαπάς τη δουλειά και τη δημιουργία, την παίνεψε ο μυλωνάς. Εσύ, όταν θα γίνεις βασιλοπούλα, θα πρέπει να φροντίζεις τους ανθρώπους με το φως σου, να καρπίζεις τα χωράφια, να βοηθάς τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο και να μαθαίνουν γράμματα. Όλα είναι στο δικό σου χέρι και πρέπει να χαίρεσαι που θα έχεις τόση δύναμη και θα κάνεις καλό στον κόσμο.
Τότε, για πρώτη φορά, η Μέρα μαλάκωσε και έδωσε το χεράκι της στο μυλωνά, όταν γύρισαν κουρασμένοι πίσω στο σπίτι τους.
Όταν επέστρεψαν στο σπίτι, βρήκαν τη μυλωνού να κάνει πλεξίδες τα μαύρα μαλλιά της Νύχτας και να της τραγουδάει ένα όμορφο νανούρισμα. Κουρασμένη η Μέρα έφαγε κι έπεσε να κοιμηθεί. Τότε ήρθε η σειρά της Νύχτας. Ο μυλωνάς την πήρε από το χέρι και βγήκαν μέσα στο δάσος. Η Νύχτα άκουγε τους ψίθυρους των ξωτικών, το μουρμούρισμα του ρυακιού κι όλο και περισσότερο μαγευόταν.

- Αυτό είναι το δικό σου βασίλειο, της είπε τότε ο μυλωνάς. Εσύ, όταν θα γίνεις βασιλοπούλα, θα καρφώνεις στα μαλλιά σου τα φωτεινά άστρα, θα χαρίζεις την ξεκούραση στον εργάτη, τα όνειρα στα παιδιά, τον έρωτα στους αγαπημένους. Θα σε τραγουδήσουν πολλοί και θα σε αγαπήσουν περισσότεροι. Χωρίς εσένα ο κόσμος θα είναι μισός. Η μοίρα το έφερε να είσαστε με την αδερφή σου δεμένες. Δεν μπορεί η μια να κάνει χωρίς την άλλη. Μόνο έτσι θα ζήσει καλύτερα κι ο κόσμος.
Η Νύχτα, αν και κοριτσάκι, με τη σοφία των αιώνων της, κατάλαβε πόσο δίκιο είχε ο μυλωνάς. Όταν γύρισαν πια στο σπίτι, χαμογέλασε στη Μέρα που είχε μόλις ξυπνήσει κι έπεσε να κοιμηθεί στην αγκαλιά της μυλωνούς.
Η Μέρα και η Νύχτα ζήσανε μαζί με το μυλωνά και τη γυναίκα του μέχρι τα βαθιά γεράματα των ανθρώπινων γονιών τους, έμαθαν να αγαπούν τους ανθρώπους και τα ζώα, να φροντίζουν τη φύση και να υπακούνε στον ουράνιο πατέρα τους. Ο Ήλιος τις έβλεπε από ψηλά και καμάρωνε για τις μυαλωμένες κόρες του, καταλαβαίνοντας ότι είχαν μάθει το μάθημά τους και ήξεραν πια τον προορισμό τους.
Κι έτσι, μετά από πολλά χρόνια, η Νύχτα και η Μέρα ξαναγίνανε βασιλοπούλες στο βασίλειο του Ήλιου και μονοιασμένες κυβερνούσαν από κει και μετά τις ζωές των ανθρώπων.

e-children

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki