Wednesday 16 December 2015

Η Γαλοπούλα: Το πουλί που ήρθε «απ’ αλλού»

...................
Η γαλοπούλα βέβαια, όπως ξέρουμε, ήρθε όχι γενικώς απ’ αλλού, αλλά ειδικώς από τη Βόρεια Αμερική, αλλά την αποκαλώ έτσι επειδή στις διάφορες γλώσσες έχει πάρει ονόματα που δείχνουν ότι ήρθε από κάποιο ξένο μέρος, συνήθως αλλά όχι πάντα μακρινό κι εξωτικό, ότι αυτό το πουλί δηλαδή είναι ξένο. Στο ιστολόγιο έχουμε ήδη συναντήσει ένα παρόμοιο φαινόμενο ονομασίας, με το φραγκόσυκο, που κι αυτό στις διάφορες γλώσσες ή διαλέκτους έχει ονόματα που υπονοούν πως έχει έρθει από μακριά, όπως μπορείτε να δείτε στο σχετικό άρθρο, που υπάρχει επίσης στο πρόσφατο βιβλίο μου «Οπωροφόρες λέξεις».

Λέμε γαλοπούλα, ή γάλος για τα σερνικά, ή γαλιά/γαλόπουλα, λέμε όμως και «διάνος» ή «ινδιάνος», λέμε και «κούρκος». Σπανιότερες διαλεκτικές ονομασίες είναι η βόρεια «μισίρκα» και ο κρητικός «κούβος», ενώ στη Μυτιλήνη (ίσως και τη Χίο) λένε «κάκνος» ή «κακνί». Σε κάποιο παλιό Λεξικογραφικό Δελτίο της Ακαδημίας υπάρχει άρθρο (ίσως του Κοντοσόπουλου) για τις διάφορες διαλεκτικές ονομασίες του πουλιού και την εξάπλωσή του, αλλά δυστυχώς τώρα δεν το έχω πρόχειρο -και αυτή άλλωστε θα ήταν η δικαιολογία μου αν ήθελα να αναβάλω και πάλι το άρθρο. Οπότε, θα αρκεστούμε σ’ αυτά.

Το επιστημονικό όνομα της γαλοπούλας είναι Meleagris gallopavo, και μελεαγρίς λεγόταν στα αρχαία (στον Αριστοτέλη) όχι βέβαια η γαλοπούλα, που δεν την ήξεραν, αλλά η φραγκόκοτα, που είναι πουλί του Παλαιού Κόσμου, αφρικάνικο. 

Ξέρουμε βέβαια ότι δεν είναι σπάνιο να δίνονται αρχαιοελληνικά ονόματα σε ζώα και φυτά του Νέου Κόσμου, αλλά εδώ το μπλέξιμο είναι γενικότερο. Όταν είδαν οι Άγγλοι τη γαλοπούλα, τους θύμισε τη φραγκόκοτα, που την ήξεραν, θεώρησαν δηλαδή ότι έχουν μπροστά τους μια πιο μεγαλόσωμη ποικιλία φραγκόκοτας. 
Οι φραγκόκοτες ήταν γνωστές στην Ευρώπη σαν turkey hen, επειδή φτάνανε στα τραπέζια των Ευρωπαίων μέσω Τουρκίας (ο όρος έπιανε και τη Βόρεια Αφρική) ή μέσω Τούρκων εμπόρων. Οπότε, ονομάστηκε turkey hen (ή -cock για τα αρσενικά) και το καινούργιο, αμερικανοφερμένο πουλί και, όταν κατάλαβαν ότι πρόκειται για δυο διαφορετικά είδη, το νεοφερμένο «σφετερίστηκε» στα αγγλικά το όνομα του παλιού και ονομάστηκε αυτό turkey, ενώ η φραγκόκοτα πήρε το όνομα guinea fowl, επειδή την έφερναν από τη Γουινέα της Αφρικής έμποροι Πορτογάλοι. Μέσα στο όλο μπέρδεμα, ο Λινναίος έδωσε το όνομα μελεαγρίς στη φραγκόκοτα σαν όνομα είδους (Numida meleagris) αλλά στην γαλοπούλα, όπως είπαμε, σαν όνομα γένους (Meleagris gallopavo, στα παραπάνω έχω δανειστεί στοιχεία από παλαιότερο άρθρο του Νίκου Λίγγρη στη Λεξιλογία). 
Και βέβαια από το turkey hen ήταν εύκολο να μεταπέσουμε στο σκέτο turkey, κι έτσι έχουμε το παράδοξο φαινόμενο στα αγγλικά το όνομα της γαλοπούλας να είναι ίδιο με το όνομα της Τουρκίας (αυτό βέβαια γράφεται με κεφαλαία, Turkey), πράγμα που έχει δώσει αφορμή για πολλά λογοπαίγνια και μεταφραστικά λάθη (θα πούμε παρακάτω).
Κάτι ανάλογο έγινε και στα γαλλικά, όπου η φραγκόκοτα αρχικά ονομαζόταν poule d’Inde, κότα της Ινδίας (όπου όμως Inde εννοούσαν την Αβησσυνία). Όταν γνώρισαν τη γαλοπούλα, χρησιμοποίησαν το ίδιο όνομα για το νεοφερμένο πουλί, εννοώντας ότι είχε έρθει από τις (Δυτικές) Ινδίες -να θυμηθούμε ότι την εποχή εκείνη πίστευαν ότι η Αμερική είναι Ανατολική Ασία. 

Και πάλι το ουσιαστικό έπεσε και το επίθετο έγινε ουσιαστικό (θα γράψουμε κάποτε γι΄ αυτό το φαινόμενο) κι έτσι σήμερα στα γαλλικά η γαλοπούλα λέγεται dinde. Η ονομασία αυτή πέρασε και στα ελληνικά, τόσο στη λόγια γλώσσα, όπου ειπώθηκε «ινδόρνις», ινδική όρνιθα, όσο και στην πιο κοινή, όπου είχαμε την ονομασία «ινδιάνος», που ακόμα διατηρείται, αλλά συχνότερο είναι το απλοποιημένο «διάνος». Ονομασία που να υποδηλώνει ινδική προέλευση έχουν και τα τούρκικα (χίντι), αλλά και στα πολωνικά (indyk) και στα ρώσικα (indeyka), ενώ στα ολλανδικά έχουμε kalkoen που προέρχεται από την Καλκούτα της Ινδίας, ενώ παρόμοια είναι η ονομασία και σε σκανδιναβικές γλώσσες.
Συνεχίζοντας το ταξίδι ανά τον κόσμο μέσα από τα ονόματα της γαλοπούλας φτάνουμε στα πορτογαλικά, όπου το πουλί το λένε perú, από το Περού δηλαδή, προέλευση που βρίσκουμε και στην κροατική ονομασία του πουλιού, puran (από το ιταλικό peruano). Η πορτογαλική ονομασία έχει περάσει και στα ινδικά. 
Τελειώσαμε; 
Όχι. Καταρχάς, στα βουλγάρικα, μια από τις ονομασίες της γαλοπούλας είναι «μισίρκα», από το Μισίρι, την Αίγυπτο. Η ίδια ονομασία έχει περάσει και σε βόρειες ελληνικές διαλέκτους -θα πούμε πιο κάτω ένα σχετικό ανέκδοτο. Έπειτα, στα αραβικά η γαλοπούλα λέγεται «ντικ ρουμί», που σημαίνει, θα λέγαμε, «ρωμιός πετεινός» !
Θα προσέξατε ίσως κάτι περίεργο, ότι όλοι «αποποιούνται» ότι είναι από τα μέρη τους η γαλοπούλα. Για τους Άγγλους ήρθε από την Τουρκία, αλλά οι Τούρκοι (και πολλοί άλλοι) τη στέλνουν στην Ινδία. Για τους Ινδούς όμως ήρθε από το Περού. Για τους Βούλγαρους και τους Σερραίους, η γαλοπούλα ήρθε απ’ την Αίγυπτο, αλλά για τους Αιγύπτιους είναι Ρωμιά! Οπότε, δεν είναι άστοχο που είπαμε πως το πουλί αυτό είναι «απ’ αλλού».
Μήπως είναι κι από τη Γαλλία; 
Δηλαδή, ποια είναι η ετυμολογία της λέξης «γάλος»; Μήπως ο γάλος είναι και Γάλλος; Καταρχήν η απάντηση είναι όχι, αφού η λέξη γάλος προέρχεται από το βενετικό galo (ιταλ. gallo), δηλαδή από το λατινικό gallus, που θα πει απλώς ‘πετεινός’. Βέβαια, η λατινική λέξη έχει αμφισβητούμενη ετυμολογία, και μεταξύ άλλων έχει προταθεί η σύνδεση με το τοπωνύμιο Gallia (Γαλατία), οπότε μπορούμε να προσθέσουμε και τη Γαλλία στον χάρτη των πατρίδων που (δεν) ερίζουν για την καταγωγή της γαλοπούλας. 
Σήμερα στα ιταλικά ο γάλος λέγεται tacchino (λέξη χωρίς γεωγραφική αναφορά), αλλά παλιότερα λεγόταν pollo d’India, όρνιθα από την Ινδία, περίπου σαν το γαλλικό, και φαίνεται ότι αυτό το dindia πέρασε και στα Εφτάνησα, τουλάχιστον στους Παξούς, αρχικά σαν παρατσούκλι (ντέντιας) και μετά σαν επώνυμο, ενώ και σε τοπωνύμια διασώζεται. Είναι πολύ πιθανό το επώνυμο του υπουργού κ. Δένδια να ανάγεται, ακριβώς, στη γαλοπούλα!
Να μην αφήσουμε παραπονεμένες και τις άλλες ελληνικές ονομασίες της γαλοπούλας. Είπαμε ότι ο ινδιάνος/διάνος είναι από την Ινδία, είπαμε για τον γάλο και τη μισίρκα, ο κούρκος είναι σλάβικο δάνειο, ενώ ο κρητικός «κούβος» θεωρείται δυσετυμολόγητη λέξη αλλά θα μπορούσε να προέρχεται από το ιταλικό cova (που σημαίνει μεταξύ άλλων φωλιά πουλιού ή κλώσσημα). Έχει πάντως προταθεί και η Κούβα ως προέλευση, εκδοχή όχι πολύ πιθανή, παρά τα όσα έχουμε πει πιο πάνω. Το μυτιληνιό «κακνί» δεν ξέρω πούθε ετυμολογείται, ίσως είναι ονοματοποιία.
Να πω εδωπέρα ότι στον Λιθοξόου αλλά και στον Στουγιαννίδη βρίσκω μιαν ακόμα ονομασία του γάλου: τούρκος. Αυτό δεν μπορεί να είναι αγγλικό δάνειο, οπότε μάλλον για παραλλαγή του «κούρκος» θα το θεωρήσουμε. Θα βοηθούσε να ξέραμε και πού ακούγεται ή έχει καταγραφεί. Δεν αμφισβητώ την ύπαρξη του τύπου, από την άλλη όμως θεωρώ εντελώς αστήριχτη την εικασία του Στουγιαννίδη ότι η πασίγνωστη και πανελλήνια έκφραση «έγινε τούρκος» (= θύμωσε πολύ) προέρχεται, τάχα, από την «έγινε κούρκος» (που δεν έχει πουθενά καταγραφεί και ούτε έχει λογική βάση.
Στη φρασεολογία μας λέμε «φουσκωμένος σαν διάνος» για κάποιον που περηφανεύεται, που περπατάει κορδωμένος, ελαφρώς κωμικά. Η φράση λέγεται ιδίως για αξιωματούχους, το πιο πολύ ένστολους. «Κάθε πρωί στην αναφορά το απαίσιο αυτό μούτρο περνούσε σαν φουσκωμένος διάνος από μπροστά τους, σκορπώντας ποινές για το τίποτα», λέει σε ένα διήγημά του ο Γιώργος Ιωάννου για κάποιον στρατιωτικό. 

Τις προάλλες που είχα πάει σε μια δημόσια εκδήλωση, βλέποντας τον αρμόδιο αναπλ. υπουργό (αλλά δεν θα σας πω ποιος είναι) να πηγαίνει για ν’ απονείμει βραβεία, σκέφτηκα αυτήν ακριβώς την έκφραση. Λέμε πάντως και φουσκώνει ή καμαρώνει σαν κούρκος. Άλλη παροιμιακή φράση με γαλοπούλα, γάλο, διάνο ή κούρκο δεν ξέρω. Μόνο σε μια συλλογή παροιμιών και φράσεων από τη Μυτιλήνη βρίσκω «έφαγε τον κάκνο = απέτυχε».
Η γαλοπούλα είναι μάλλον δύσμορφο πουλί και δεν θεωρείται και πολύ έξυπνο, όπως άλλωστε όλα τα ορνιθοειδή (π.χ. κοκορόμυαλος). Μόνο τα αρπαχτικά πουλιά έχουν φήμη έξυπνων. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, αλλά το πιθανότερο επειδή τα γαλόπουλα πηγαίνουν κοπαδιαστά, παλιότερα, ας πούμε προδικτατορικά, τους νέους φαντάρους τους έλεγαν όχι «ψάρια» όπως στον καιρό μου (και υποθέτω σήμερα), αλλά «γαλόπουλα», με πολλές παραλλαγές. 
Ο νέος ήταν γάλος, γαλί, γαλόπουλο και (σε διασταύρωση με το διαχρονικό «στραβάδι») στραβόγαλο ή στραβογαλάς. Κάποιος που υπηρέτησε στα ’60 μου έχει πει ότι όταν έμπαιναν στο κέντρο οι παλιοί τούς φώναζαν «γλου γλου» και τους πετούσαν καλαμπόκι. Ωστόσο, σήμερα δεν χρησιμοποιείται πια καθόλου αυτός ο χαρακτηρισμός (αν κάνω λάθος, παρακαλώ να με διαψεύσετε!). Φυσικά, η στρατιωτική αργκό έχει πάμπολλες άλλες λέξεις για τους νέους (μερικές τις βλέπουμε εδώ).
Τα Χριστούγεννα τρώμε γαλοπούλα, ένα έθιμο πάντως που δεν είναι και πάρα πολύ παλιό, ούτε συνηθιζόταν σε όλα τα ελληνικά μέρη. Θα άξιζε να ψάξει κανείς περισσότερο την ιστορία του εθίμου -αλλά μπορούμε επίσης να πούμε ότι δεν είναι και εντελώς καινούργιο, αν σκεφτούμε ότι γάλο έκλεψε ο καημένος ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος στα παπαδιαμαντικά «Χριστούγεννα του τεμπέλη», στα πρώτα χρόνια του 200ύ αιώνα, ενώ λίγο νωρίτερα, περί το 1886, στην Κεφαλονιά, ο Λασκαράτος μας παρουσιάζει την «Ιστορία ενός γαλόπουλου διηγημένη από το ίδιο» (ή κάπως έτσι, δεν έχω το βιβλίο πρόχειρο) όπου βλέπουμε ότι το έθιμο της χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας ήδη υπήρχε. Ίσως μέχρι τα Χριστούγεννα να έχουμε μάθει περισσότερα, οπότε θα γράψω άλλο άρθρο.
Κλείνω μ΄ εκείνο που είχα υποσχεθεί, τα λογοπαίγνια και τα λάθη που έχουν την αιτία τους στο ότι turkey είναι και η γαλοπούλα και η Τουρκία. Σε αγγλικές γελοιογραφίες του 19ου αιώνα μπορεί κανείς να δει τον γελοιογράφο να παριστάνει την Τουρκία σαν γαλοπούλα, ενώ συχνά λογοπαίζει και με το όνομα της Ελλάδας και με το λίπος (Greece και grease). Δεν βρήκα τη γελοιογραφία που είχα στο νου μου, με τη γαλοπούλα που τσιμπολογάει ένα κομμάτι μαγειρικό λίπος (η Τουρκία είχε βλέψεις κατά του νεαρού ελληνικού κράτους), οπότε θα αρκεστείτε σε αυτήν που ακολουθεί, όπου 
η ρωσική αρκούδα έχει αρπάξει έναν ογκόλιθο, την Ελλάδα, που πάνω του είναι ένας τσολιάς, και πατάει πάνω στο λαιμό μιας γαλοπούλας, που είναι η Τουρκία, αποκεφαλίζοντάς την, ενώ Γαλλία και Αγγλία διαμαρτύρονται ανήμπορες. Όλα αυτά περί τα μέσα του 19ου αιώνα.
Όσο για....
η συνέχεια εδώ

«Ένα δέντρο μια φορά - The Boy And The Tree»
Ένα άστεγο αγόρι και ένα δέντρο

Μια animation ταινία που βασίζεται στη σχέση ανάμεσα σε ένα άστεγο αγόρι και ένα δέντρο. Η ταινία αγγίζει με ανθρώπινο τρόπο θέματα όπως η εγκατάλειψη, η μοναξιά, η κοινωνική απομόνωση, καθώς και τη φύση και πώς την αγνοεί ο άνθρωπος.

Είναι εμπνευσμένη από την ομώνυμη ιστορία του Ευγένιου Τριβιζά και προσαρμόστηκε για την οθόνη από τον ίδιο και τον Παναγιώτη Ραππά. 
Τη μουσική υπογράφει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου.

Ευγένιου Τριβιζά, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία 
Ένα δέντρο, μια φορά»

Το δέντρο
Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.

Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.

Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;

Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...

Το παιδί
Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.

Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.

Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα 'χε πού να μείνει.

Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ' τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα 'θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του...

Πώς το 'φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...

H συνάντηση
Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.

Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ' έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του 'βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.

Το αλητάκι σηκώθηκε, το 'βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.

— Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
— Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.
— Στόλισέ με! —ψιθύρισε το δέντρο— Στόλισέ με και εμένα έτσι!
— Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
— Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να 'ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
— Γιατί το λες αυτό;
— Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.

Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα 'χε ούτε 'κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;

— Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.
— Με τι; Απόρησε.
— Ό,τι να 'ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
— Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...

Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.

Τα στολίδια
Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου.

Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.

— Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ' τη χαρά του.
— Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.

Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ' το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.

— Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
— Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο...
— Κοίτα! Έρχονται!

Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.

— Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.

Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.

Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.

Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.

— M' έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδί - Σ' ευχαριστώ πολύ. Σ' ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο...
— Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...
— Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
— Και να δεις... Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.

Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Το ταξίδι
Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά —τι παράξενο— άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.

Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...

Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!

H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.

— Τι όμορφο δέντρο! —Χαμογέλασε— Ποιος να το στόλισε άραγε;
— Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
— Αλήθεια;
— Ναι.
— Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
— Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.

H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.

Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.

Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!

Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.

Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..

Λένε οι παλιοί...
Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.

Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ' ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.

Έτσι λένε...
Ποιος ξέρει;

πηγή: Ευγένιος Τριβιζάς, εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki