Sunday 3 April 2016

Κάποιο παιδί χλεύασε την κόρη της αποκαλώντας την «καραφλή». Δείτε όμως την αντίδραση της μάνας…

Πριν από μερικές εβδομάδες τόλμησα να βγω με τις τρεις κόρες μου στην τοπική παιδική χαρά. Η Ας και η Ρεν είναι όμοια δίδυμα και η Φοίνιξ έχει σύνδρομο Down και αλωπεκία. Εξαιτίας αυτής της μοναδικής σύνθεσης της οικογένειάς μου δεν περνάμε καθόλου απαρατήρητοι.

Γενικα, έχουμε πολύ θετικές εμπειρίες από τις παιδικές χαρές μια και τ’άλλα παιδιά καλούν τη Φοίνιξ να παίξει μαζί τους. Αυτή τη φορά ήταν το ίδιο. 
Ωστόσο,ακριβώς πριν φύγουμε ένα μεγαλύτερο αγόρι, 8 ή 9 ετών κοίταξε τη Φοίνιξ και μου είπε: «Είναι ανατριχιαστική!»

Επειδή είμαι και δασκάλα στο επάγγελμα, μου βγαίνει αυθόρμητα να διορθώνω τη συμπεριφορά των παιδιών. Έτσι παρ’ότι ήθελα να κλάψω με αυτήν την σκληρότητα, απάντησα στο παιδί κάπως θυμωμένα:
«Αυτό δεν είναι ωραίο! Δεν αποκαλείς τους ανθρώπους ανατριχιαστικούς, επειδή είναι διαφορετικοί. Είναι όμορφη. Είναι κακία αυτό που λες.» Μετά γυρίσαμε με τη Φοίνιξ σπίτι.

Ήμουνα για λίγη ώρα ταραγμένη και μετά αποφάσισα να γράψω μια ανάρτηση για τον τοπικό σύλλογο μητέρων-όχι για να επιτεθώ στο αγόρι, εξάλλου ήταν παιδί-αλλά για να διδάξω τις μητέρες και να τις ενθαρρύνω να αρχίσουν συζητήσεις με τα παιδιά τους για το πως όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί και η διαφορετικότητα είναι όμορφη. Επίσης πρόσθεσα μερικές πληροφορίες για την αλωπεκία, μια αυτοάνοση πάθηση κατά την οποία πέφτουν τα μαλλιά. Η ανάρτηση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Είχαμε εκατοντάδες σχόλια και ενθαρρυντικές κουβέντες.

Μετά από πολλές βδομάδες είχα πάρει μαζί μου τη Φοίνιξ σε τοπικό κατάστημα. Ένα μικρό κορίτσι μας προσπέρασε με τη μαμά της, έδειξε με το δάχτυλο τη Φοίνιξ και είπε: «Είσαι καραφλή! Είσαι καραφλή!»

Η μητέρα της γύρισε αμέσως στην κόρη της και της απάντησε: «Τι είπες; Αυτό το κορίτσι έχει αλωπεκία. Ζήτα της συγγνώμη αμέσως.» Προχώρησε την κόρη της κοντά μας για να ζητήσει συγγνώμη, κάτι που δεχτήκαμε με χαρά.
Όταν σκέφτομαι αυτό το συμβάν, ακόμα θέλω να κλάψω γιατί δείχνει ξεκάθαρα ότι η εκπαίδευση πάνω στις αναπηρίες των άλλων και τις διαφορές τους, φέρνει αποτέλεσμα.
Το ότι αυτή η μητέρα νουθέτησε την κόρη της και της έκανε συζήτηση σε ευρύτερη κλίμακα μέσα στην κοινωνία μας, έκανε τη διαφορά και παρείχε κατανόηση για τη διαφορετικότητα. Τέλος, μ’ έκανε περήφανη που είμαι μέλος μιας κοινωνίας, προφανώς ανοιχτής στην εκμάθηση.

πηγή φωτογραφίας και κειμένου celebratingphoenix
Επιμέλεια : Μ. Σοφία

Η θυσία της δασκάλας για να σωθούν τα παιδιά
από την πείνα της κατοχής

Στην καρδιά της Κατοχής άρχισαν τα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού στα σχολεία, αφού τα παιδιά υπέφεραν από υποσιτισμό και πέθαιναν κατά χιλιάδες. 
Η διανομή του συσσιτίου ήταν και ένα επιπλέον κίνητρο για την παρουσία στο σχολείο, καθώς όποιος έλειπε έχανε τη μερίδα του και συχνά, αυτό σήμαινε ότι την έχανε και η οικογένειά του. Το μενού ήταν φτωχό και τις περισσότερες ημέρες το ίδιο. Όταν υπήρχε κάτι διαφορετικό ή κάτι επιπλέον, η μέρα γινόταν ξεχωριστή. 
Παρά τις κακουχίες η παιδική διάθεση για παιχνίδι δεν έλειπε, όπως μαρτυρά το απόσπασμα από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς, «Ο καιρός της Σοκολάτας». Μια στάλα γλυκόζη ήταν πολυτέλεια για τα κοκκαλιάρικα παιδιά της κατοχής. Όμως, ήταν και αφορμή για σκανδαλιά από το πειραχτήρι της τάξης, που δεν εκτίμησε την αυτοθυσία της δασκάλας να μοιράσει το μερίδιό της στους μαθητές. Ο μικρός δεν τιμωρήθηκε, αλλά πήρε πικρό μάθημα. 

Ακολουθεί το απόσπασμα: «Από το δικό μου, κυρία!»
«….. Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας. Ήταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά. Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή. 
«Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε η μάνα μου. «Αν σου χυνόταν στο δρόμο;» «Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου», δήλωσα ορθά κοφτά. «Το ίδιο κι εγώ», φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου. Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυο μας από το σχολείο. 
Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή. Ώσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. «Γλυκόζη» το είπαν. Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους. 
Ένα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. 
«Τι συμβαίνει παιδί μου;» ανησύχησε η μαμά. Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια. Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα.

Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά. «Σκαρώνουμε κάτι;» άκουσε έναν από τους συμμαθητές του- «πειραχτήρης» ήταν το παρατσούκλι του – να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του. Ο άλλος έγνεψε «ναι». 

Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ' αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη. Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. Ύστερα τ' αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι. 
Όταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα. Το «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι.

«Μα τι κάνει η κυρία εκεί;» ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα.

«Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη», χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, «για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!» Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι. 

Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της… Ύστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα. «Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ” όνομα του Θεού!», είπε ξέπνοα. 
«Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Είναι αμαρτία!» 

Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε… Μαζευτήκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί «από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!» Ούτε ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε… »

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Ο καιρός της σοκολάτας» (2012) της Λότης Πέτροβιτς. Εκδόσεις Πατάκη

Πηγή φωτογραφιών: Βούλα Παπαϊωάνου, μουσείο Μπενάκη…
Πηγή: www.mixanitouxronou.gr
haniotika-nea.gr

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki