Saturday 23 April 2016

Μουστοκούλουρα μαλακά με πετιμέζι και τέλεια κουλουράκια με χουρμάδες και ταχίνι!!

Υλικά
½ κούπα ελαιόλαδο
¼ κούπας χυμό πορτοκαλιού
¾ κούπας πετιμέζι
¼ κούπας ζάχαρη
½ κ. γ. σόδα
1 κ. γ. μπέικιν πάουντερ
1 κ. γ. κανέλλα
¼ κ. γ. γαρίφαλο
½ κιλό αλεύρι που φουσκώνει μόνο του

για την εκτέλεση της συνταγής, κλικ στη
μητερούλα

Τέλεια κουλουράκια με χουρμάδες και ταχίνι!!
Μια πολύ νόστιμη συνταγή για κουλουράκια που περιέχει δύο εξαιρετικά συστατικά: χουρμάδες και ταχίνι!!

Μερίδες: 18-20 κουλουράκια
Χρόνος: 30 λεπτά

Γέμιση
½ φλιτζάνι χουρμάδες χωρίς τα κουκούτσια
1/3 φλιτζανιού νερό
2 κ.σ σιρόπι σφενδάμου*

Ζύμη
½ φλιτζάνι ταχίνι
2 κ.σ λάδι
¼ φλιτζανιού σιρόπι σφενδάμου
1 κ.γ βανίλια
1 φλιτζάνι αλεύρι ολικής άλεσης για γλυκίσματα
....................... 
για την εκτέλεση της συνταγής, κλικ στη μητερούλα
 
* στο Βασιλόπουλο υπάρχει σιρόπι σφενδάμου

Ναι, από μάνα στάθηκα τυχερή. - Μια αγάπη για πάντα!

Έχω διαβάσει πολλά άρθρα για υπέροχες μάνες που δεν βρίσκονται πια στη ζωή, άρθρα γραμμένα από κόρες που μετάνιωσαν γιατί δεν πρόλαβαν να πουν ευχαριστώ όσο είχαν καιρό.

Υποθέτω πως εγώ είμαι τυχερή γιατί πρόλαβα. Προτείνω τώρα να πάτε να κάνετε κι εσείς το ίδιο.



Δεν ξέρω τι έχω κάνει για να αξίζω τέτοια μάνα.

Αλλά θυμάμαι σίγουρα τι έχω κάνει για να μην την αξίζω: 
άνοιξα τρύπες με το ψαλιδάκι των νυχιών στον ολοκαίνουργιο εμπριμέ καναπέ μας, πέταξα νευριασμένη στο πάτωμα το χριστουγεννιάτικο δώρο που μου πήρε (ήταν επιτραπέζιο κι εγώ περίμενα Bibi-Bo) και μια φορά είπα ένα μυστικό της, που μάλλον δεν έπρεπε, στην πεθερά της. 
Η μοναδική -φτηνή- δικαιολογία μου είναι ότι όλα τα παραπάνω συνέβησαν πριν κλείσω τα 11.

Αλλά θυμάμαι σίγουρα τι έχω κάνει για να μην την αξίζω: άνοιξα τρύπες με το ψαλιδάκι των νυχιών στον ολοκαίνουργιο εμπριμέ καναπέ μας, πέταξα νευριασμένη στο πάτωμα το χριστουγεννιάτικο δώρο που μου πήρε (ήταν επιτραπέζιο κι εγώ περίμενα Bibi-Bo) και μια φορά είπα ένα μυστικό της, που μάλλον δεν έπρεπε, στην πεθερά της. Η μοναδική -φτηνή- δικαιολογία μου είναι ότι όλα τα παραπάνω συνέβησαν πριν κλείσω τα 11.

Δεν ξέρω τι έχω κάνει για να αξίζω τέτοια μάνα και αυτήν τη σκέψη την έκανα δυστυχώς για πρώτη φορά πολύ αργά, μόλις πρόσφατα, ένα βράδυ που γύρισα στο σπίτι μετά τη δουλειά και υπήρχε ζεστό φαγητό στην κατσαρόλα, σπιτικό κέικ στο τραπέζι και λουλούδια στο βάζο, ανεμώνες και κρινάκια που αγοράζει καμιά φορά από τα φανάρια. Είχε φύγει από το σπίτι μου λίγο πριν, δεν την πρόλαβα, σκέφτηκα να την πάρω τηλέφωνο επιτόπου και να της πω ευχαριστώ για όλα αυτά αλλά μετά κάτι μου απέσπασε την προσοχή και δεν το έκανα, γιατί τέτοιος τύπος είμαι, και τελικά της τηλεφώνησα με ενοχές ώρες μετά, μπορεί και την επομένη, θα σας γελάσω. 
Το ζήτημα πάντως είναι ότι ακόμα και τώρα, που είμαι μια παντρεμένη γυναίκα με ένα μικρό παιδί, η μάνα μου εξακολουθεί να είναι ο άνθρωπος που κάνει περισσότερα για μένα απ’ ό,τι εγώ για εκείνη. Βασικά είναι ο άνθρωπος που σήμερα κάνει περισσότερα για μένα από κάθε άλλον. 
Εγώ, ο 37 ετών ενήλικας είμαι για εκείνη ακόμα «το κοριτσάκι» της, το «καημένο» που δουλεύει τόσο σκληρά, το «όμορφο», ακόμα και τις μέρες που, αν με πετύχεις έξω από το σούπερ μάρκετ, μπορεί κατά λάθος να μου δώσεις ψιλά για ελεημοσύνη. 
Είναι πάντα πρόθυμη να μπει στο αυτοκίνητό της και να οδηγήσει μισή ώρα από το σπίτι της ως το δικό μου, να με βοηθήσει πριν ακόμα της το ζητήσω, στην πρώτη δική μου υπόνοια ότι δεν προλαβαίνω να κάνω κάτι, χωρίς καμία απολύτως γκρίνια και χωρίς να περιμένει κανένα αντάλλαγμα. 
Σιγά την είδηση, θα μου πείτε, για όλες τις μάνες ισχύει αυτό, σωστά; 
Μπα, δεν θα το ‘λεγα.

YES, MOMMΙΕ DEAREST

Όταν είπα ότι θα γράψω ένα κομμάτι για τη μάνα μου οι περισσότεροι κούνησαν το κεφάλι με συγκατάβαση εννοώντας περίπου «άσε, είναι όλες τρελές» και «πέσ’ τα αλλά πρόσεξε μη δεν σου ξανακρατήσει ποτέ το παιδί». 
Και τότε κατάλαβα. Η τύχη μου είναι ότι πραγματικά όλα αυτά τα χρόνια δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι ακριβώς εννοούν τα άρθρα για «μητέρες ανταγωνιστικές και πώς να τις αντιμετωπίσεις», ότι ευτυχώς αδυνατούσα να χωνέψω την ύπαρξη τόσων και τόσων κινηματογραφικών και λογοτεχνικών γκραν γκινιόλ μαμάδων που δέρνουν τα παιδιά τους με συρμάτινες κρεμάστρες, όπως η Τζόαν Κρόφορντ τη μικρή κόρη της στοΜommie Dearest, την αμφιλεγόμενη βιογραφία-μπεστ-σέλερ που η υιοθετημένη Κριστίνα έγραψε για να ξεμπροστιάσει τη σταρ και μεταφέρθηκε στο σινεμά με τη Φέι Νταναγουέι, οπότε η σκηνή με την κρεμάστρα έγινε κλασική, βρίσκεις πια δεκάδες βερσιόν της στο youtube.
Η σχέση μαμάς-κόρης έχει αναλυθεί όσο δεν πάει άλλο, άνισα και σχεδόν πάντα από αυτήν τη σκοτεινή πλευρά. Η οποία όπως φαίνεται δεν είναι μύθος. Δουλεύοντας με γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια έχω γίνει μάρτυρας πολλών τηλεφωνημάτων μεταξύ μαμάδων και εργαζόμενων θυγατέρων που τερματίζονται συνήθως με φωνές που ακούει όλος ο όροφος, βουρκωμένα μάτια και νεύρα που ξεσπούν σε ένα ταλαίπωρο κινητό. 
Mάνες της διπλανής πόρτας με αδυναμίες, όχι απαραίτητα τόσο διπολικές όπως η Τζόαν Κρόφορντ αλλά, όσο να πεις, με μια εύκολη υστερία για το παραμικρό, ένα μικρό απωθημένο εδώ κι εκεί για όσα δεν έκαναν οι ίδιες που τις δηλητηριάζει για πάντα, μάνες νάρκισσους, μάνες που κριτικάρουν τον άνδρα σου ή τον τρόπο που μεγαλώνεις το παιδί σου, μάνες στην «κοσμάρα» τους τύπου Πασταφλόρα, μάνες σαν μικρά παιδιά. Νομίζω δεν χρειάζονται άλλες εξηγήσεις, όλοι έχουμε και από μία φίλη που σήμερα πλέον έχει γίνει η ίδια γονιός για τη μαμά της.

Ναι, από μάνα στάθηκα τυχερή. Διότι κοιτάζοντας μέχρι στιγμής πίσω, όχι μόνο είναι ο άνθρωπος που δεν με έχει απογοητεύσει ποτέ, όχι μόνο με έχει καλύψει και ξελασπώσει κάθε, μα κάθε φορά που τη χρειάστηκα (είτε αυτό ήταν χρήματα τη στιγμή που τα καίγομαι, δανεικά και αγύριστα, είτε ένα σπίτι να μείνω για όσο θέλω όταν χωρίζω είτε ένα σωρό γραφειοκρατικά θελήματα και αγγαρείες) αλλά γιατί υπήρξε αυτό που στα μάτια των παιδιών οφείλει να είναι μια μάνα: πιο ώριμη από σένα. 
Μόνο πριν από δύο χρόνια, και για πρώτη φορά στην ιστορία, έγινα για μερικές ημέρες μαμά για τη μαμά μου. Την κράτησα στην αγκαλιά μου και την άφησα να κλάψει ενώ είχα παγώσει από ένα μείγμα φόβου και θλίψης για δύο λόγους ταυτόχρονα: ο πρώτος ήταν ο αβάσταχτος για όλους μας χαμός του συζύγου της. Ο δεύτερος ήταν ότι η μαμά μου έκλαιγε και αυτό το γεγονός από μόνο του με είχε παγώσει. 
Διότι μέχρι εκείνη τη στιγμή εκπλήρωνε στο έπακρο αυτό που κάθε πλάσμα του πλανήτη περιμένει από τον άνθρωπο που το γέννησε: να το προστατεύσει. Κι εκείνη το έκανε, σ’ εμένα και στον αδελφό μου, σε όλη τη ζωή της με έμφυτο ταλέντο. Το έκανε όταν έπαιρναν διαζύγιο με τον πατέρα μας, το έκανε όταν είχε προβλήματα, το έκανε χαμογελώντας ακόμα και τις εκατοντάδες ώρες που πέρασε στο προσκέφαλο του δεύτερου άνδρα της που πάλευε τον καρκίνο σε νοσοκομεία στην Ελλάδα και στην Αμερική. 
Με προστάτευε από τις κακές ειδήσεις αντί να μου λέει τη σκληρή αλήθεια, ποτέ δεν παραπονέθηκε ότι δεν τους επισκεπτόμουν συχνά (ξέρουμε και οι δύο πως δεν το έκανα όσο θα έπρεπε), ποτέ δεν έγινε μία από αυτές τις δυσάρεστες γυναίκες που μιλούν για αρρώστιες -ενώ έζησε τόσο πολύ μέσα σε αυτές. Έχασε νέα τη μητέρα της, πολύ πριν εγώ γεννηθώ, έχασε πρόωρα τη μοναδική αδελφή της. 
Και πάντα ρωτούσε τι κάνουμε εμείς. Πρώτα, πάντα, ήμαστε εμείς. Οι ρόλοι ήταν ξεκάθαροι. Εκείνη ήταν η δυνατή, η ψύχραιμη, η βεβαιότητα ότι όλα θα πάνε καλά. Εμείς μπορούσαμε να κάνουμε λάθη.

ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΜΑΝΟΛΙΕΣ

Απ’ όλα τα προσόντα μιας μαμάς νομίζω ότι εκτιμώ περισσότερο αυτό, τώρα που κι εγώ έγινα μάνα. Γι’ αυτό δεν θα σταθώ στα τόσα άλλα, στα άπειρα γλυκά πράγματα που εκείνη κάνει τόσο τέλεια: τον τρόπο με τον οποίο κόβει μια ίσια, σωστού πάχους φλούδα από φρέσκο βούτυρο για να την τοποθετήσει -παρά αλείψει- πάνω σε ένα κομματάκι ψωμιού όπου μετά προσθέτει την ακριβή ποσότητα μελιού χωρίς να τα ανακατέψει καθόλου. 
Ούτε ότι κατέχει την τέχνη του σωστού στρωσίματος των κρεβατιών καλύτερα και από καμαριέρα του Four Seasons ή το savoir-vivre ενός δείπνου τριών πιάτων. Δεν θα περιγράψω όλες εκείνες τις άγραφες, εκατοντάδες λεπτομέρειες που σου μεταδίδει σιωπηλά η μάνα σου και που χρόνια αργότερα μεταμορφώνονται σε δικές σου πια ικανότητες. Δεν θα πω καν για την απέραντη φροντίδα, την καθημερινή τηλεφωνική επαφή, την παραδοχή μου πια ότι δεν θα καταφέρω να αγγίξω ποτέ το δικό της επίπεδο αγιοσύνης να μη λέω ποτέ κακίες για άλλους.
Φαντάζομαι βέβαια ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Η μαμά μου με έκανε στα 25 και αν τη ρωτήσεις θα σου πει ότι το μυαλό της τότε ήταν μάλλον στις βόλτες παρά στα μωρά. Ήταν μια νέα, μοντέρνα κοπέλα με κοτλέ παντελόνια και ζιβάγκο και όμορφα σπαστά, καστανά μαλλιά. Μια εικόνα που όταν απέκτησα άποψη για τον κόσμο, εκεί γύρω στα 10, αποφάσισα ότι δεν ...

© Το χαμομηλάκι | To hamomilaki