Σελίδες

Monday, 11 December 2006

Κάρτα με ευχές



Οι καμπάνες
των Χριστουγέννων
ας ξυπνήσουν
τις συνειδήσεις,
και την ευαισθησία όλων μας
και ας ανοίξουν
διάπλατες τις καρδιές μας,
ας τις στρογγυλέψουν
για να χωρέσουν
τα κακοποιημένα παιδιά...

«Ύμνος στη χαμένη αθωότητα» (και όμως πάντα υπήρχαν βιαστές παιδιών)

Τα τραγικά γεγονότα στη Βέροια, με την εξαφάνιση του μικρού Αλεξ, μας έκαναν να δούμε την κοινωνία μας κατάφατσα, όπως πραγματικά είναι. Μια κοινωνία σκληρή, ανελέητη που χωρίς ενδοιασμούς και τύψεις, αφαίρεσε απ' τα παιδιά της ότι πολυτιμότερο είχαν: την αθωότητα της παιδικής τους ηλικίας. Δεν ξέρω αν η κοινωνία μας συνειδητοποιήσει την κόλαση στην οποία εμείς με τις επιλογές μας οδηγούμε τα παιδιά μα και προσπαθήσει να αντιδράσει. Δεν το ξέρω, το εύχομαι ολόψυχα.
Αυτό που ξέρω με απόλυτη σιγουριά είναι ότι εμείς, οι γεννημένοι, μερικές δεκαετίες πριν, είμαστε οι ευλογημένοι εκπρόσωποι μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Όλοι εμείς που περάσαμε τα πρώτα και τα δεύτερα «αύτα» ζήσαμε μια απόλυτα φυσιολογική παιδική ηλικία, περιστοιχισμένοι από αθωότητα κι απέραντη αγάπη, που μας θωράκισε απέναντι σε κάθε κακό.
Όλοι εμείς που μάθαμε να κάνουμε το σταυρό μας, πριν κάτσουμε στο τραπέζι να φάμε, και που δεν στρωνότανε ποτέ τραπέζι αν δεν ήταν παρούσα όλη η οικογένεια.
Όλοι εμείς που λέγαμε «χαίρεται» γυρνώντας απ' το σχολείο και που τα γράμματα που μαθαίναμε, τότε ήταν ακόμα 24. Που οι λέξεις φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, υπολογιστές, ήταν έννοιες άγνωστες σε μας. (πραγματικά είναι ν' απορεί κανείς, πως επιβιώσαμε χωρίς κανένα απ' τα σύγχρονα «εφόδια»).
Όλοι εμείς που δεν είχαμε την Μπάρμπι, τα Nitendo, τα video games, αλλά τα παιχνίδια μας ήταν το τζαμί, το μαντηλάκι, τα σκλαβάκια, και κείνο το περίεργο παιχνίδι με τα κονσερβοκούτια και την ανεξήγητη ονομασία γόν'τσα.


Τότε ο πετροπόλεμος και το σπάσιμο των κεφαλιών μας, ήταν προέκταση του καθημερινού παιχνιδιού και τα φαγωμένα και ματωμένα γόνατα, γιατρεύονταν μόνα τους, χωρίς αντισηπτικά.
Όλοι εμείς, που η μεγαλύτερη πράξη βίας στην οποία προβαίναμε ήταν όταν φωνάζαμε τους συμμαθητές μας «κουμπούρες» και «μπουμπουνοκέφαλους» όταν στο τέλος της σχολικής χρονιάς το έπαιρναν με το 5, ή έμεναν στην ίδια τάξη.
 

Για όλους εμάς που το καλοκαίρι ήταν ένα ατέλειωτο παιχνίδι, μέχρι αργά το βράδυ, χωρίς να φοβόμαστε, γιατί τότε δεν υπήρχαν απαγωγείς και βιαστές παιδιών.
Για όλους εμάς που το πρωινό ξύπνημα, αχάραγα για να βοηθήσουμε στα χωράφια και η μεταφορά των δεματιών με το σανό με τα' άλογα στ' αλώνια, αποτελεί σενάριο για κινηματογραφική ταινία.
 

Όλοι εμείς που δεν είχαμε νεροτσουλήθρες να παίξουμε, αλλά οι φωνές μας ακόμα διώχνουν τα βατράχια στη στέρνα που πότιζε τα περιβόλια. Κι ας μας έλεγαν οι μεγάλοι ότι είχε μέσα νεροφίδες και θα μας τρώγανε.
 

Δε βρήκαμε ποτέ καμία, όσο κι αν ψάξαμε.
Όλοι εμείς που γυρνάγαμε καταμεσήμερο ξυπόλυτοι, και χωρίς καπέλο και που ο ήλιος δεν μας έβλαψε ποτέ.
Όλοι εμείς που η μυρωδιά του φρεσκοζυμωμένου ψωμιού ακόμα πλανιέται στα ρουθούνια μας, που το τρίψιμο του καλαμποκιού ακόμα πληγώνει τα δάχτυλά μας, όλοι εμείς που περάσαμε στην ενηλικίωση αργά και αβίαστα-έστω και με χιλιάδες απορίες- ας αναλογιστούμε πόσο τυχεροί που κλείνοντας τα μάτια, μπορούμε να τρέξουμε ξυπόλυτοι στη μέση του χωριού κι αφού μετρήσουμε 1, 2, 3, 4, 5, 10, 15, 20 να ψιθυρίσουμε «φτου και βγαίνω...

Ιούνιος 2006

Κυριακή Στέφου