Οικονομικοί δείκτες, νέες στρατηγικές, εναλλακτικές συμμαχίες και αιματηρές συγκρούσεις. Η μοίρα των παιδιών της Ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση του "υπαρκτού" δεν προκαλεί το παραμικρό ενδιαφέρον. Με τη συνεργασία της Ελληνικής Επιτροπής της Unicef ανακαλύπτουμε τα κύρια θύματα της "μετάβασης".
Η οικονομία της αγοράς παιδιών
Μέχρι το 1989, η υιοθεσία παιδιών από αλλοδαπούς ήταν ένα μάλλον σπάνιο φαινόμενο στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, η νομοθεσία των οποίων είτε το αγνοούσε ολοσχερώς (ΕΣΣΔ, Αλβανία) είτε πρόβλεπε αρκετά αυστηρές διατυπώσεις (στη Ρουμανία, λχ, κάθε πράξη υιοθεσίας έπρεπε να υπογραφεί από τον ίδιο τον πρόεδρο της χώρας). Παραδόξως, σ' αυτή την τελευταία χώρα θα σημειωνόταν για πρώτη φορά, αμέσως μετά τα αιματηρά γεγονότα των Χριστουγέννων του 1989, η δραματική στροφή προς τη μετατροπή των παιδιών σε εμπόρευμα προς εξαγωγήν. Το έναυσμα δόθηκε με τα δακρύβρεχτα ρεπορτάζ του δυτικού τύπου για την άθλια -όντως- κατάσταση των ρουμάνικων ορφανοτροφείων. Μέσα στις πρώτες εβδομάδες της καινούριας χρονιάς, διαβάζουμε σε μια πρόσφατη έκθεση της UNICEF, "η Ρουμανία πλημμύρισε ζευγάρια που ήθελαν να υιοθετήσουν παιδιά `απ' τα ορφανοτροφεία'. Γρήγορα στο κατόπι τους βρέθηκαν αντιπρόσωποι πρακτορείων υιοθεσίας μαζί με ένα ανθηρό κύκλωμα ταξιτζήδων, διερμηνέων, δικηγόρων, ξενοδοχείων και κάθε λογής μεσαζόντων που τροφοδοτούσαν αυτή την αναπτυσσόμενη οικονομική δραστηριότητα" ("Children at risk", 1997, σ.76).
Η κρατική νομοθεσία γρήγορα προσαρμόστηκε κι αυτή στο πνεύμα των καιρών, επιτρέποντας την εξαγωγή των μικρών ρουμανόπουλων για υιοθεσία στη Δύση. Μέσα σε ένα χρόνο, η χώρα του Ιον Ιλιέσκου είχε σπάσει κάθε ρεκόρ στην πιάτσα, προμηθεύοντας το ένα τρίτο των υιοθετούμενων παιδιών όλης της υδρογείου. Η χαρακτηριστικότερη λεπτομέρεια αφορούσε την προέλευση των 10.000 αυτών παιδιών: ήδη από τα μέσα του 1990, η συντριπτική τους πλειοψηφία δεν προερχόταν πλέον από ιδρύματα (οι ανήλικοι τρόφιμοι των οποίων τις περισσότερες περιπτώσεις ήταν "μη-υιοθετήσιμοι" με βάση τα δυτικά στάνταρντ) αλλά από οικογένειες που εξαναγκάζονταν λόγω ανέχειας στην "πώλησή" τους ή τα "παρήγαγαν" επί τούτου. Τον Ιούλιο του 1991, η κυβέρνηση του Βουκουρεστίου θα επέμβει κατά των κυκλωμάτων, απαγορεύοντας πλήρως κάθε υιοθεσία ρουμανόπουλων στο εξωτερικό για εννέα μήνες. Σχεδόν αμέσως, το όλο πλέγμα των παραπάνω δραστηριοτήτων μεταφέρθηκε σε άλλες χώρες της περιοχής -και, κατά προτίμηση, σ' εκείνες που είχαν μικρότερη σχετική εμπειρία και χαλαρότερη νομοθεσία. Λεπτομέρειες για τις διαστάσεις του φαινομένου σ'αυτές τις χώρες πληροφορούμαστε, ως συνήθως, από τις αντιδράσεις των αρχών που επιχειρούν (;) να περιορίσουν τις παρενέργειες αυτού του ελεύθερου εμπορίου. Πρώτη η Αλβανία θα επιβάλει το Μάρτιο του 1992 αναστολή των υιοθεσιών από αλλοδαπούς μέχρι τη θέσπιση ενός νέου θεσμικού πλαισίου, δυο χρόνια αργότερα. Μολονότι η κλίμακα του φαινομένου ήταν εδώ σαφώς μικρότερη απ' ό,τι στη Ρουμανία (κάπου 200 "εξαγωγές" παιδιών μέσα στο 1991), τα προβλήματα ήταν τα ίδια: πλαστογραφήσεις πιστοποιητικών, εξαπάτηση των φυσικών γονέων με την παροχή ψεύτικων πληροφοριών για την απόσπαση της συγκατάθεσής τους, οικονομικά ανταλλάγματα για την "παραχώρηση" των παιδιών, καθώς και μια σαφής τάση για προμήθευση των παιδιών όχι από ιδρύματα αλλά από τις ίδιες τις οικογένειές τους. Στη Ρωσία, επίσημη κρατική έκθεση τον Οκτώβριο του 1992 επισήμανε την "πρόσφατη σημαντική αύξηση του αριθμού των πρακτορείων που λειτουργούν σε ξένες χώρες με επίσημη άδεια και με σκοπό τη ρύθμιση, με τη βοήθεια των ντόπιων, της υιοθεσίας ρωσόπουλων από αλλοδαπούς πολίτες". Στις 15 Μαρτίου 1995 η Μόσχα επέβαλε κι αυτή μορατόριουμ στις υιοθεσίες από αλλοδαπούς μέχρι τη θέσπιση -έξι μήνες αργότερα- συμπληρωματικών μέτρων ελέγχου. Ανάλογη απαγόρευση επέβαλαν τον Ιούνιο του 1994 και οι ουκρανικές αρχές, μέχρι την έναρξη ισχύος της αυστηρότατης νέας νομοθεσίας περί υιοθεσιών τον Απρίλιο του 1996. Στην Πολωνία αντίθετα, παρά την επισήμανση ανθρωπιστικών οργανώσεων ότι "υπάρχουν περιπτώσεις μετατροπής της υιοθεσίας σε εμπόριο παιδιών", η κυβέρνηση αποφεύγει να προχωρήσει σε ρυθμίσεις ελέγχου της όλης διαδικασίας. Πόσο αποτελεσματική μπορεί να θεωρηθεί αυτή η νομοθεσία για την προστασία των παιδιών από τη μετατροπή τους σε αντικείμενο ενός ανεξέλεγκτου εμπορίου; Οι επίσημοι δείκτες απαντούν καταφατικά: στην Αλβανία, λχ, μέσα στο 1995 η αρμόδια υπηρεσία ασχολήθηκε με δυο μονάχα περιπτώσεις υιοθεσίας από αλλοδαπούς. Με δεδομένες ωστόσο τις κατακλυσμιαίες συνέπειες της μετάβασης αυτών των χωρών από τη διευθυνόμενη στη φιλελεύθερη οικονομία, κάθε απαισιοδοξία είναι θεμιτή. "Από τις αρχές του 1995", σημειώνει η προαναφερθείσα έκθεση της UNICEF, "η Ρουμανική Επιτροπή Υιοθεσιών δέχεται εκατοντάδες τηλεφωνήματα κάθε μήνα από γονείς που ανακοινώνουν τα σχέδιά τους να εγκαταλείψουν το παιδί τους και επιθυμούν να μπει αυτό στις λίστες της Επιτροπής για ενδεχόμενη υιοθεσία στο εξωτερικό -ως `νόμιμη' μέθοδος για ανταπόκριση στη συνεχιζόμενη ζήτηση (...) Χωρίς αμφιβολία, πάντοτε θα υπάρχουν τα μέσα για την παράκαμψη της υφιστάμενης νομοθεσίας, όταν οι επίδοξοι θετοί γονείς είναι έτοιμοι να πληρώσουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια για να αποκτήσουν παιδί σε μια χώρα όπου τα 200 δολάρια είναι ένα καλό μηνιάτικο".
Εμπόριο μικρής σαρκός
Ενα άθλιο "εμπόριο" ανθεί τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αποκαλύπτοντας το φρικτότερο ίσως πρόσωπο των κινδύνων που απειλούν τα παιδιά της περιοχής. Πρόκειται για την παιδική πορνεία, φαινόμενο περίπου άγνωστο κατά την προηγούμενη περίοδο, που μοιάζει να αποκτά όλο και μεγαλύτερη διάδοση, καθώς οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξή του είναι κάτι παραπάνω από ευνοϊκές: εκτεταμένη φτώχεια, ανύπαρκτη ή μη εφαρμοζόμενη νομοθεσία, γειτνίαση με πλούσιες χώρες, ανοιχτά σύνορα και ένα πλήθος "μεσαζόντων" πρόθυμων να ασχοληθούν με παράνομες δραστηριότητες ικανές να αποφέρουν υψηλά κέρδη.Περισσότερο και από τα πενιχρά στατιστικά στοιχεία, για τη διάδοση της παιδικής πορνείας στην περιοχή μαρτυρούν τα πορνογραφικά περιοδικά της Δύσης: σε επανειλημμένες αναφορές τους, τα έντυπα αυτά παρουσιάζουν την Ανατολική Ευρώπη ως επίγειο "σεξουαλικό παράδεισο", όπου μπορεί κανείς με τη μεγαλύτερη ευκολία να "προμηθευτεί" ανήλικη ερωτική συντροφιά. Την εικόνα έρχονται να συμπληρώσουν οι αριθμοί, οι οποίοι, πέρα από τις ανησυχητικές διαστάσεις, αποκαλύπτουν και την αυξητική τάση του φαινομένου.Στη Λιθουανία, η παιδική πορνεία κυμαίνεται μεταξύ του 20% και 50% του συνολικού αριθμού εκπορνευομένων ατόμων, ενώ είναι γνωστό ότι πολλά παιδιά 10- 12 ετών εκπορνεύονται σε ξενοδοχεία ή χρησιμοποιούνται σε πορνογραφικές ταινίες. Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στην Εσθονία. Στη Ρίγα, η παιδική πορνεία πολλαπλασιάστηκε μεταξύ 1993 και 1995. Σύμφωνα με ένα δείγμα παιδιών που εκπορνεύονται, το ένα τρίτο ισχυρίζεται ότι κατέληξε στην πορνεία επειδή δεν είχε δυνατότητα να βρει άλλη δουλειά, ενώ το 38% δηλώνει ότι ακολούθησε τις οδηγίες κάποιας μικρής αγγελίας που διάβασε στον Τύπο.Χειρότερα είναι μάλλον τα πράγματα στη Ρουμανία, όπου δυτικοευρωπαίοι παιδεραστές παριστάνουν τα μέλη φιλανθρωπικών οργανώσεων με στόχο να προσεγγίσουν μικρά αγόρια που βρίσκονται στα ορφανοτροφεία της χώρας. Στη Ρωσία, οι παραβιάσεις της νομοθεσίας που απαγορεύει την παραγωγή πορνογραφικού υλικού με ανηλίκους έφθασαν το 1994 τις 450, επτά φορές περισσότερες από ό,τι το 1991. Την ίδια ώρα, η αστυνομία της Βουδαπέστης υπολογίζει σε 200-500 τις ανήλικες πόρνες, ενώ πολλαπλάσια είναι τα κοριτσάκια που εκπορνεύονται στο δρόμο. Εξαιρετικά σοβαρή είναι όμως και η "εξαγωγή" παιδιών στη Δυτική Ευρώπη, όπου οι ανήλικες πόρνες από την Ανατολική Ευρώπη έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα κορίτσια από την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Σε ό,τι αφορά τα αγόρια, η Ρουμανία θεωρείται η χώρα που "προμηθεύει" τα περισσότερα αγόρια. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, εγκληματικά κυκλώματα υπόσχονται στα παιδιά μια "κανονική" δουλειά στο εξωτερικό και εξασφαλίζουν έτσι εύκολα τη συναίνεσή τους.
(Ελευθεροτυπία, 14/9/1997)