Με τη συγκάλυψη της οικογένειας από τα 100 παιδιά που κακοποιούνται σεξουαλικά στην Ελλάδα μόλις τα 15 το καταγγέλλουν
Η υπόθεση της Έδεσσας έφερε στο προσκήνιο ένα από τα μεγαλύτερα θέματα-ταμπού, αυτό της παιδεραστίας, σοκάροντας το πανελλήνιο.
Αναστενάξαμε ανακουφισμένοι όταν το δελτίο άλλαξε «σελίδα» και θάψαμε πάλι το θέμα στο συρτάρι μαζί με όλα τα προβλήματα που αφορούν κάποιους άλλους, που συμβαίνουν κάπου αλλού. Θα έπρεπε;
Σύμφωνα με τις τελευταίες επιστημονικές εκτιμήσεις, το 10-20% των παιδιών στην Ευρώπη θα πέσουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας. Σε ποσοστό 75-85%, οι δράστες θα ανήκουν στο στενό οικογενειακό ή φιλικό τους περιβάλλον. Τα τρία τέταρτα των θυμάτων δεν θα μιλήσουν σε κανέναν γι' αυτό που τους συνέβη πριν ενηλικιωθούν.
Το έγκλημα της σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών είναι «δημοκρατικό». Δεν γνωρίζει οικονομικούς, κοινωνικούς, θρησκευτικούς, φυλετικούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς. Συμβαίνει σε κάθε γωνιά του πλανήτη -και βέβαια και στην Ελλάδα. Μπορεί τα στοιχεία που αφορούν τη χώρα μας να είναι φτωχά, οι ειδικοί ωστόσο επισημαίνουν ότι δεν αποκλίνουμε από τον διεθνή μέσο όρο:
Τουλάχιστον το 7% των γυναικών και το 3% των ανδρών έχουν κάποια εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία. (Εκτιμήσεις για σωματική και σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων στην Ελλάδα ανεβάζουν το ποσοστό στο 16% για τα κορίτσια και στο 6% για τα αγόρια). Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, δράστης ήταν ο πατέρας ή ο πατριός.
Η άσκηση σεξουαλικής βίας ωστόσο παραμένει ένα από τα πιο καλά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά. Υπάρχει ένας υψηλός «σκοτεινός» αριθμός θυμάτων που αγγίζει το 85% (από τα 100 παιδιά που κακοποιούνται μόλις τα 15 το δηλώνουν).
Από τις περιπτώσεις που καταγγέλλονται, μόνο ένα 20% φθάνουν τελικά στο δικαστήριο.
Στο πρώτο εξάμηνο του 2006, το Χαμόγελο του Παιδιού δέχθηκε 205 καταγγελίες για σοβαρή κακοποίηση ανηλίκου· Οι 19 αφορούσαν σεξουαλική κακοποίηση.
«Πρόκειται για ένα έγκλημα που δεν καταγγέλλεται», αναφέρει στην «Κ» η δικηγόρος του Σωματείου κ. Μάχη Λαζαρίδου.
«Οι πιο πολλοί παιδεραστές ρίχνουν την ευθύνη στο παιδί για να μη μιλήσει. Το παιδί νιώθει ότι φταίει, ότι το προκάλεσε. Όταν πρόκειται για ενδοοικογενειακή κακοποίηση, το εκφοβίζουν λέγοντας ότι αν το πει θα «με πάνε φυλακή», «θα χαλάσει η οικογένεια». Το παιδί φοβάται ότι αν το πει, σειρά θα έχουν τα αδέρφια του. Κυρίως όμως φοβάται ότι δεν θα γίνει πιστευτό». Έτσι, μέχρι το παιδί τελικά να «μιλήσει», θα έχουν περάσει πολλά χρόνια μέσα στη σεξουαλική κακοποίηση ή -εάν ο δράστης είναι εκτός οικογένειας- θα έχουν υπάρξει και άλλα θύματα.
«Το παιδί βρίσκεται συχνά στην παράδοξη θέση να προστατεύει το δράστη, αλλά και την ίδια τη σχέση -την εκλαμβάνει σαν δείγμα εύνοιας και αγάπης», επισημαίνει στην «Κ» η κλινική ψυχολόγος κ. Ελένη Κουλούτζου. «Δεδομένου ότι οι γονείς εισάγουν το παιδί στον κόσμο, του μαθαίνουν τους νόμους του, αυτό που ζητά ο δράστης από το παιδί τού φαίνεται σχεδόν φυσικό. Άλλωστε, το παιδί έχει την τάση να υποτάσσεται στη θέση του ενήλικα, να επιθυμεί να τον ικανοποιεί».
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η μητέρα γνωρίζει. «Αλλά νιώθει αδύναμη να το εμποδίσει. Συχνά μάλιστα, στο όνομα του οικογενειακού δεσμού, όχι μόνο δεν στηρίζει την αποκάλυψη του εγκλήματος, αλλά παροτρύνει το παιδί να μην αντιδράσει».
Πράγματι, διεθνή στοιχεία αποκαλύπτουν ότι μόνο το ένα στα δύο παιδιά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης γίνονται πιστευτά από τον έναν τουλάχιστον γονέα, ενώ ένα στα τέσσερα δέχονται πιέσεις να αποσύρουν τις κατηγορίες.
Των Λίνας Γιανναρου και Έλενας Καρανατση