Πολύχρωμος και ναζιάρης, προαγγέλλει την άνοιξη και σηματοδοτεί το τέλος της Αποκριάς και την αρχή της Σαρακοστής. Ποιος το φανταζόταν άραγε ότι παλιά οι Κινέζοι κρατούμενοι μπορούσαν χάρη σ’ αυτόν να κερδίσουν την ελευθερία τους;
«Όποιος δεν έπαιξε ποτέ του με χαρταετό, δεν κοίταξε όσο χρειάζεται ψηλά. Όποιος δεν ένιωσε την αντίσταση του μεγάλου σπάγκου, δεν εκατάλαβε τη δύναμη του αέρα. Κι όποιος δεν εφώναξε με την ευθύνη και την πρωτοβουλία του παιδιού που βλέπει να κινδυνεύει στο ψηλό μετεώρισμά του ο αετός, δεν ένιωσε τη χαρά του να τα βγάζεις πέρα μόνος σου με τη Φύση».
Με αυτά τα λόγια ο Κεφαλλονίτης λαογράφος Δημήτριος Λουκάτος δίνει μια άλλη διάσταση στο αγαπημένο, για μικρούς αλλά και μεγάλους, υπαίθριο παιχνίδι που τηρείται κάθε χρόνο ως έθιμο της Καθαρής Δευτέρας.
Η Καθαρή Δευτέρα είναι ταυτισμένη με τα κούλουμα, δηλαδή τη μαζική έξοδο του κόσμου στις εξοχές και τον εορτασμό της στη φύση. Για την ετυμολογία της λέξης «κούλουμα» υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Σύμφωνα με τον πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη, η λέξη προέρχεται από το λατινικό «cuuiulus», που εκτός από σωρός σημαίνει επίσης αφθονία, αλλά και τέλος. Τα κούλουμα εκφράζουν, δηλαδή, τον επίλογο της Αποκριάς.
Μια άλλη εξίσου πιθανή θεωρία θέλει τα κούλουμα να προέρχονται από την, επίσης λατινική, λέξη «columna» –που σημαίνει κίονας, κολώνα– κι αυτό γιατί οι Αθηναίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν την Καθαρή Δευτέρα στις «κολώνες», δηλαδή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, χωρίς φυσικά να ξεχνούν να πάρουν μαζί τους το χάρτινο σύνεργο του υπαίθριου παιχνιδιού, που τελικά επικράτησε ως έθιμο.
Ο χαρταετός έφτασε στην Ελλάδα, πιάνοντας πρώτα τα λιμάνια της Ανατολής (Σμύρνη, Χίο, Κωνσταντινούπολη), τα λιμάνια της Επτανήσου, έπειτα της Σύρας και των Πατρών και σιγά-σιγά όλα τα αστικά κέντρα, όπου μπορούσε να αγοραστεί σπάγκος και χρωματιστό χαρτί.
Τα παιδιά της επαρχίας, με τη σειρά τους, είδαν τα παιδιά των πόλεων να παίζουν με χαρταετούς στην εξοχή και τα μιμήθηκαν, χρησιμοποιώντας πρόχειρα μέσα: ένα κομμάτι χαρτί του μπακάλη (που όμως ήταν βαρύ), ένα φύλλο από τετράδιο του σχολείου, καθώς και νήμα από κουβάρι.
Σήμερα –ευτυχώς ή δυστυχώς– η κατασκευή χαρταετού είναι σχετικά εύκολη υπόθεση. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, δεν χρειάζεται «κατασκευή» και αρκεί η αγορά του. Ακόμα και τότε όμως, αφού δηλαδή έχουμε αγοράσει τον «έτοιμο» αετό, απαιτείται η δική μας δεξιοτεχνία για να φτιάξουμε τα «ζύγια» και η δική μας προσπάθεια για να ανέβει το «χάρτινο πουλί» στον ουρανό. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η μαγεία του χαρταετού: μας κάνει να κοιτάμε πάντα ψηλά και να αγωνιζόμαστε για να φτάσουμε όλο και ψηλότερα.
Η έκπληξη
Όλοι προειδοποιούν –και καλά κάνουν– να κρατάμε τον χαρταετό μας μακριά από τα σύρματα της ΔΕΗ. Πριν αρκετά χρόνια, κάποια… γνωστή μου (πολύ καλό παιδί κατά τ’ άλλα!) είχε μια άτυχη στιγμούλα και κόλλησε τον αετό της στα σύρματα (κι ας είχε δίπλα της τόσα στρέμματα χωράφι!).
Η περιοχή έπαθε ένα μικρό μπλακ άουτ και οι άνθρωποι της ΔΕΗ ήρθαν για να κατεβάσουν τον αετό που δεν είχε προλάβει να… πεθάνει στον αέρα (χωρίς βέβαια να μάθουν ποτέ ποιος ήταν ο κάτοχος του ατυχούς «χάρτινου πτηνού»).
Με αυτά τα λόγια ο Κεφαλλονίτης λαογράφος Δημήτριος Λουκάτος δίνει μια άλλη διάσταση στο αγαπημένο, για μικρούς αλλά και μεγάλους, υπαίθριο παιχνίδι που τηρείται κάθε χρόνο ως έθιμο της Καθαρής Δευτέρας.
Η Καθαρή Δευτέρα είναι ταυτισμένη με τα κούλουμα, δηλαδή τη μαζική έξοδο του κόσμου στις εξοχές και τον εορτασμό της στη φύση. Για την ετυμολογία της λέξης «κούλουμα» υπάρχουν πολλές εκδοχές.
Σύμφωνα με τον πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη, η λέξη προέρχεται από το λατινικό «cuuiulus», που εκτός από σωρός σημαίνει επίσης αφθονία, αλλά και τέλος. Τα κούλουμα εκφράζουν, δηλαδή, τον επίλογο της Αποκριάς.
Μια άλλη εξίσου πιθανή θεωρία θέλει τα κούλουμα να προέρχονται από την, επίσης λατινική, λέξη «columna» –που σημαίνει κίονας, κολώνα– κι αυτό γιατί οι Αθηναίοι συνήθιζαν να γιορτάζουν την Καθαρή Δευτέρα στις «κολώνες», δηλαδή στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, χωρίς φυσικά να ξεχνούν να πάρουν μαζί τους το χάρτινο σύνεργο του υπαίθριου παιχνιδιού, που τελικά επικράτησε ως έθιμο.
Ο χαρταετός έφτασε στην Ελλάδα, πιάνοντας πρώτα τα λιμάνια της Ανατολής (Σμύρνη, Χίο, Κωνσταντινούπολη), τα λιμάνια της Επτανήσου, έπειτα της Σύρας και των Πατρών και σιγά-σιγά όλα τα αστικά κέντρα, όπου μπορούσε να αγοραστεί σπάγκος και χρωματιστό χαρτί.
Τα παιδιά της επαρχίας, με τη σειρά τους, είδαν τα παιδιά των πόλεων να παίζουν με χαρταετούς στην εξοχή και τα μιμήθηκαν, χρησιμοποιώντας πρόχειρα μέσα: ένα κομμάτι χαρτί του μπακάλη (που όμως ήταν βαρύ), ένα φύλλο από τετράδιο του σχολείου, καθώς και νήμα από κουβάρι.
Σήμερα –ευτυχώς ή δυστυχώς– η κατασκευή χαρταετού είναι σχετικά εύκολη υπόθεση. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, δεν χρειάζεται «κατασκευή» και αρκεί η αγορά του. Ακόμα και τότε όμως, αφού δηλαδή έχουμε αγοράσει τον «έτοιμο» αετό, απαιτείται η δική μας δεξιοτεχνία για να φτιάξουμε τα «ζύγια» και η δική μας προσπάθεια για να ανέβει το «χάρτινο πουλί» στον ουρανό. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η μαγεία του χαρταετού: μας κάνει να κοιτάμε πάντα ψηλά και να αγωνιζόμαστε για να φτάσουμε όλο και ψηλότερα.
Η έκπληξη
Όλοι προειδοποιούν –και καλά κάνουν– να κρατάμε τον χαρταετό μας μακριά από τα σύρματα της ΔΕΗ. Πριν αρκετά χρόνια, κάποια… γνωστή μου (πολύ καλό παιδί κατά τ’ άλλα!) είχε μια άτυχη στιγμούλα και κόλλησε τον αετό της στα σύρματα (κι ας είχε δίπλα της τόσα στρέμματα χωράφι!).
Η περιοχή έπαθε ένα μικρό μπλακ άουτ και οι άνθρωποι της ΔΕΗ ήρθαν για να κατεβάσουν τον αετό που δεν είχε προλάβει να… πεθάνει στον αέρα (χωρίς βέβαια να μάθουν ποτέ ποιος ήταν ο κάτοχος του ατυχούς «χάρτινου πτηνού»).
Τα παιδία παίζει
Τα πλουσιόπαιδα της Ευρώπης που διέθεταν χαρτί (είδος μεγάλης πολυτέλειας), ξεκίνησαν τη χρήση του παιχνιδιού αετού, όπως φαίνεται κι από παλιότερες γαλλικές χαλκογραφίες του 1657 και του 1807 που απεικονίζουν παιδιά με χαρταετούς.
Της Χριστίνας Μπονάρου
Τα πλουσιόπαιδα της Ευρώπης που διέθεταν χαρτί (είδος μεγάλης πολυτέλειας), ξεκίνησαν τη χρήση του παιχνιδιού αετού, όπως φαίνεται κι από παλιότερες γαλλικές χαλκογραφίες του 1657 και του 1807 που απεικονίζουν παιδιά με χαρταετούς.
Της Χριστίνας Μπονάρου