Μια φορά κι έναν καιρό γέννησε η πάπια μερικά παπάκια.
Όταν βγήκαν απ’ τα αυγά τους, ήταν όλα πολύ όμορφα εκτός από ένα. Όταν το είδε η μαμά πάπια τρόμαξε. «Πώς βγήκε αυτό τόσο άσχημο»; αναρωτήθηκε κι αμέσως δαγκώθηκε.
Δεν ήθελε να λέει άσχημο, αφού ως γνωστόν όλες οι μανάδες όμορφα τα βλέπουν τα παιδιά τους. «Δεν είναι άσχημο» είπε κι επανέλαβε τη φράση μέσα της πολλές φορές για να την πιστέψει. «Είναι απλώς διαφορετικό».
«Διαφορετικό», ξανάπε κι αποφάσισε από κεινη τη στιγμή να έχει τα μάτια της στραμμένα πάνω του περισσότερο απ’ ότι στα άλλα της παιδιά.
Αυτό με έχει ανάγκη. Θα καταλάβει σύντομα ότι είναι διαφορετικό και θα τρομάξει.
Πρέπει να το προστατεύω.
Το ασχημόπαπο καθρεφτίστηκε για πρώτη φορά στη λίμνη μετά από λίγο καιρό. Είδε αμέσως ότι δεν έμοιαζε καθόλου με τα αδέρφια του και τα άλλα παπιά, αλλά δεν έδωσε και τόση σημασία.
Αφηνόταν να πλατσούριζει μαζί τους, τρώγανε παρέα και γενικά κάνανε όλα μαζί τις ίδιες χαζομάρες. Είχαν τις παπίσιες συνενοχές τους και τα μυστικά τους. Και τα άλλα ζώα το κοίταζαν σαν να ήταν αξιοπερίεργο όν.
Το ασχημόπαπο δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές όπως τα αδερφάκια του κι έπρεπε να παλεύει διπλά για να καταφέρνει κάτι. Όχι πως ήταν χαζό ή αργό. Κάθε άλλο. Απλώς είχε έναν δικό του τρόπο να θεωρεί τα πράγματα και τον κόσμο. Ήταν ευαίσθητο και καλόψυχο.
Πάντα έτρεχε να βοηθήσει όποιο παπί ή άλλο ζωάκι είχε πρόβλημα και καμιά φορά στενοχωριόταν όταν κανείς δεν συνέτρεχε εκείνο στις δυσκολίες του. Στενοχωριόταν κι έκλαιγε, αλλά στα κρυφά. Δεν ήθελε να το βλέπουν οι άλλοι για να μην φανερώνει τις αδυναμίες του και να μην το λυπούνται.
Έτσι, με τα χρόνια έγινε δυνατό κι έφτιαξε μια ατσάλινη φορεσιά για να κυκλοφορεί.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε…
Κάποτε η μαμά πάπια το φώναξε κοντά της και του μίλησε για τη μοναξιά και την αγάπη.
«Άκουσε καλό μου, του είπε, χαϊδεύοντας το με περισσή στοργή. Μια μέρα τα αδέρφια σου θα φύγουν από δω και θα κάνουν τις δικές τους οικογένειες αλλού. Δεν φοβάμαι για κεινα. Είναι πολύ κοινωνικά κι αξιοποιούν όλες τις ευκαιρίες που τους δίνονται. Για σένα ανησυχώ».
«Γιατί μαμά; Επειδή είμαι άσχημο»;
«Ποιος λέει τέτοιες σαχλαμάρες»; φώναξε αγριεμένη η πάπια και συνέχισε. «Άσχημος δεν είναι κανείς. Η εικόνα είναι πολύ υποκειμενικό πράγμα».
«Μα καθρεφτίστηκα τις προάλλες στη λίμνη και είδα αυτό που έβλεπα χρόνια τώρα. Είμαι αλλιώτικος απ’ τους άλλους».
«Αλλιώτικος δεν θα πει άσχημος. Είσαι διαφορετικός. Αυτό είπα εγώ τη μέρα που γεννήθηκες. Και είναι πολύ σημαντικό πράγμα να ξεχωρίζεις».
«Μα πώς ξεχωρίζω; Δεν με προσέχει κανείς. Δεν είμαι η ψυχή της παρέας. Δεν μου δίνει κανείς σημασία. Όλο τα αδέρφια μου κοιτάνε. Ποτέ εμένα»!
«Γιατί καταλαβαίνουν ότι δεν τους χρειάζεσαι και νιώθουν αδύναμοι μπροστά σου. Νιώθουν ότι δεν μπορούν να σου προσφέρουν τίποτα. Μοιάζεις αυτάρκης και σίγουρος. Κανείς δεν υποπτεύεται πόσο τρυφερή είναι η ψυχούλα σου και κανείς δεν τολμάει να την αγγίξει. Εύχομαι να γνωρίσεις το μεγαλείο της αγάπης και να αφεθείς».
«Αγάπη; Τι είναι αυτό»;
«Είναι αυτό που θα σε κάνει να νιώθεις δυνατός και αδύναμος συγχρόνως. Θα βρεθεί μια μέρα μια άλλη ψυχή που θα μοιάζει με τη δική σου και θα την αναγνωρίσεις. Θα θελήσεις να κινήσεις γη και ουρανό για να την προστατεύεις απ’ τις επιθέσεις των ξένων. Θα είσαι τότε ο πιο δυνατός του κόσμου. Σαν ατρόμητο λιοντάρι. Όλοι θα πρέπει να παλέψουν μαζί σου αν τολμήσουν να τα βάλουν με την άλλη ψυχούλα. Και την ίδια στιγμή, θα γίνεσαι αδύναμος, όλο και πιο πολύ. Σαν πεινασμένο σπουργιτάκι. Θα μαλακώσεις γιατί θα θελήσεις αυτή η άλλη ψυχή να σε πάρει κάτω απ’ τα φτερά της και να σε αγκαλιάζει συνέχεια. Θα της φανερώσεις όλα τα μυστικά κι όλες τις αδυναμίες σου. Θα της εξομολογηθείς όλους τους φόβους κι όλες τις επιθυμίες σου. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν άγνωστα μονοπάτια ανάμεσα σας. Και δεν θα ντραπείς να κλάψεις μπροστά της. Γιατί τότε, αυτή η άλλη ψυχή που ήταν πριν αδύναμη, θα γίνει για σένα δυνατή και θα μεταμορφωθεί σε μια τεράστια φτερούγα που θα σε κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά της. Και δεν θα σε ξαναπειράξει ποτέ κανείς».
«Αλήθεα μπορούν να συμβούν όλα αυτά»; ρώτησε έκπληκτο εκείνο
«Μα και βέβαια μπορούν», απάντησε η μαμά πάπια. «Και τότε, να μην ξεχάσεις να καθρεφτιστείς ξανά στη λίμνη».
«Και πώς θα το καταλάβω ότι ήρθε η ώρα»; ρώτησε πάλι με αφέλεια το παπάκι
Η μαμά πάπια χαμογέλασε με τον τρόπο που χαμογελούν οι μεγάλοι για τις αλήθειες της ζωής που οι μικροί ακόμα δεν καταλαβαίνουν.
«Θα το καταλάβεις. Αυτά τα πράγματα τα νιώθει κανείς μέσα του. Απλώς πρέπει να είσαι έτοιμος να τα δεχτείς. Και να μην φοβάσαι. Η αγάπη είναι ωραία αλλά είναι και μπελάς. Και για να γίνει ωραία, θα πρέπει να παλέψεις κάποτε και με τον μπελά».
Πέρασαν μήνες πολλοί και χρόνια. Το ασχημόπαπο θυμόταν πάντα τις κουβέντες της μάνας του. Τα αδέρφια του φύγαν απ’ τη φωλιά.Το ίδιο και οι φίλοι τους. Άλλα παπιά γεννήθηκαν και πέταξαν κι εκείνα μακριά. Και οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη. Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη. Κι αυτό γύρναγε εδώ κι εκεί σε μια περιπλάνηση που φαινόταν χωρίς τέλος.
Και μια μέρα ένιωσε. Κι ύστερα ένιωσε πιο πολύ αυτό που πρώτα του φάνηκε σαν μικρό φτερούγισμα. Κι όταν κατάλαβε πως δεν κάνει λάθος, αφού πρώτα πόνεσε κι έκλαψε και πέρασε μπελάδες και φουρτούνες, καθρεφτίστηκε στη λίμνη και δεν είδε πια τη μορφή που είχε συνηθίσει.
Το ασχημόπαπο είχε γίνει κύκνος!
The Ugly Duckling
by Hans Christian Andersen (1844)
Όταν βγήκαν απ’ τα αυγά τους, ήταν όλα πολύ όμορφα εκτός από ένα. Όταν το είδε η μαμά πάπια τρόμαξε. «Πώς βγήκε αυτό τόσο άσχημο»; αναρωτήθηκε κι αμέσως δαγκώθηκε.
Δεν ήθελε να λέει άσχημο, αφού ως γνωστόν όλες οι μανάδες όμορφα τα βλέπουν τα παιδιά τους. «Δεν είναι άσχημο» είπε κι επανέλαβε τη φράση μέσα της πολλές φορές για να την πιστέψει. «Είναι απλώς διαφορετικό».
«Διαφορετικό», ξανάπε κι αποφάσισε από κεινη τη στιγμή να έχει τα μάτια της στραμμένα πάνω του περισσότερο απ’ ότι στα άλλα της παιδιά.
Αυτό με έχει ανάγκη. Θα καταλάβει σύντομα ότι είναι διαφορετικό και θα τρομάξει.
Πρέπει να το προστατεύω.
Το ασχημόπαπο καθρεφτίστηκε για πρώτη φορά στη λίμνη μετά από λίγο καιρό. Είδε αμέσως ότι δεν έμοιαζε καθόλου με τα αδέρφια του και τα άλλα παπιά, αλλά δεν έδωσε και τόση σημασία.
Αφηνόταν να πλατσούριζει μαζί τους, τρώγανε παρέα και γενικά κάνανε όλα μαζί τις ίδιες χαζομάρες. Είχαν τις παπίσιες συνενοχές τους και τα μυστικά τους. Και τα άλλα ζώα το κοίταζαν σαν να ήταν αξιοπερίεργο όν.
Το ασχημόπαπο δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές όπως τα αδερφάκια του κι έπρεπε να παλεύει διπλά για να καταφέρνει κάτι. Όχι πως ήταν χαζό ή αργό. Κάθε άλλο. Απλώς είχε έναν δικό του τρόπο να θεωρεί τα πράγματα και τον κόσμο. Ήταν ευαίσθητο και καλόψυχο.
Πάντα έτρεχε να βοηθήσει όποιο παπί ή άλλο ζωάκι είχε πρόβλημα και καμιά φορά στενοχωριόταν όταν κανείς δεν συνέτρεχε εκείνο στις δυσκολίες του. Στενοχωριόταν κι έκλαιγε, αλλά στα κρυφά. Δεν ήθελε να το βλέπουν οι άλλοι για να μην φανερώνει τις αδυναμίες του και να μην το λυπούνται.
Έτσι, με τα χρόνια έγινε δυνατό κι έφτιαξε μια ατσάλινη φορεσιά για να κυκλοφορεί.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε…
Κάποτε η μαμά πάπια το φώναξε κοντά της και του μίλησε για τη μοναξιά και την αγάπη.
«Άκουσε καλό μου, του είπε, χαϊδεύοντας το με περισσή στοργή. Μια μέρα τα αδέρφια σου θα φύγουν από δω και θα κάνουν τις δικές τους οικογένειες αλλού. Δεν φοβάμαι για κεινα. Είναι πολύ κοινωνικά κι αξιοποιούν όλες τις ευκαιρίες που τους δίνονται. Για σένα ανησυχώ».
«Γιατί μαμά; Επειδή είμαι άσχημο»;
«Ποιος λέει τέτοιες σαχλαμάρες»; φώναξε αγριεμένη η πάπια και συνέχισε. «Άσχημος δεν είναι κανείς. Η εικόνα είναι πολύ υποκειμενικό πράγμα».
«Μα καθρεφτίστηκα τις προάλλες στη λίμνη και είδα αυτό που έβλεπα χρόνια τώρα. Είμαι αλλιώτικος απ’ τους άλλους».
«Αλλιώτικος δεν θα πει άσχημος. Είσαι διαφορετικός. Αυτό είπα εγώ τη μέρα που γεννήθηκες. Και είναι πολύ σημαντικό πράγμα να ξεχωρίζεις».
«Μα πώς ξεχωρίζω; Δεν με προσέχει κανείς. Δεν είμαι η ψυχή της παρέας. Δεν μου δίνει κανείς σημασία. Όλο τα αδέρφια μου κοιτάνε. Ποτέ εμένα»!
«Γιατί καταλαβαίνουν ότι δεν τους χρειάζεσαι και νιώθουν αδύναμοι μπροστά σου. Νιώθουν ότι δεν μπορούν να σου προσφέρουν τίποτα. Μοιάζεις αυτάρκης και σίγουρος. Κανείς δεν υποπτεύεται πόσο τρυφερή είναι η ψυχούλα σου και κανείς δεν τολμάει να την αγγίξει. Εύχομαι να γνωρίσεις το μεγαλείο της αγάπης και να αφεθείς».
«Αγάπη; Τι είναι αυτό»;
«Είναι αυτό που θα σε κάνει να νιώθεις δυνατός και αδύναμος συγχρόνως. Θα βρεθεί μια μέρα μια άλλη ψυχή που θα μοιάζει με τη δική σου και θα την αναγνωρίσεις. Θα θελήσεις να κινήσεις γη και ουρανό για να την προστατεύεις απ’ τις επιθέσεις των ξένων. Θα είσαι τότε ο πιο δυνατός του κόσμου. Σαν ατρόμητο λιοντάρι. Όλοι θα πρέπει να παλέψουν μαζί σου αν τολμήσουν να τα βάλουν με την άλλη ψυχούλα. Και την ίδια στιγμή, θα γίνεσαι αδύναμος, όλο και πιο πολύ. Σαν πεινασμένο σπουργιτάκι. Θα μαλακώσεις γιατί θα θελήσεις αυτή η άλλη ψυχή να σε πάρει κάτω απ’ τα φτερά της και να σε αγκαλιάζει συνέχεια. Θα της φανερώσεις όλα τα μυστικά κι όλες τις αδυναμίες σου. Θα της εξομολογηθείς όλους τους φόβους κι όλες τις επιθυμίες σου. Δεν θα πρέπει να υπάρχουν άγνωστα μονοπάτια ανάμεσα σας. Και δεν θα ντραπείς να κλάψεις μπροστά της. Γιατί τότε, αυτή η άλλη ψυχή που ήταν πριν αδύναμη, θα γίνει για σένα δυνατή και θα μεταμορφωθεί σε μια τεράστια φτερούγα που θα σε κλείσει προστατευτικά στην αγκαλιά της. Και δεν θα σε ξαναπειράξει ποτέ κανείς».
«Αλήθεα μπορούν να συμβούν όλα αυτά»; ρώτησε έκπληκτο εκείνο
«Μα και βέβαια μπορούν», απάντησε η μαμά πάπια. «Και τότε, να μην ξεχάσεις να καθρεφτιστείς ξανά στη λίμνη».
«Και πώς θα το καταλάβω ότι ήρθε η ώρα»; ρώτησε πάλι με αφέλεια το παπάκι
Η μαμά πάπια χαμογέλασε με τον τρόπο που χαμογελούν οι μεγάλοι για τις αλήθειες της ζωής που οι μικροί ακόμα δεν καταλαβαίνουν.
«Θα το καταλάβεις. Αυτά τα πράγματα τα νιώθει κανείς μέσα του. Απλώς πρέπει να είσαι έτοιμος να τα δεχτείς. Και να μην φοβάσαι. Η αγάπη είναι ωραία αλλά είναι και μπελάς. Και για να γίνει ωραία, θα πρέπει να παλέψεις κάποτε και με τον μπελά».
Πέρασαν μήνες πολλοί και χρόνια. Το ασχημόπαπο θυμόταν πάντα τις κουβέντες της μάνας του. Τα αδέρφια του φύγαν απ’ τη φωλιά.Το ίδιο και οι φίλοι τους. Άλλα παπιά γεννήθηκαν και πέταξαν κι εκείνα μακριά. Και οι εποχές διαδέχονταν η μία την άλλη. Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας, Άνοιξη. Κι αυτό γύρναγε εδώ κι εκεί σε μια περιπλάνηση που φαινόταν χωρίς τέλος.
Και μια μέρα ένιωσε. Κι ύστερα ένιωσε πιο πολύ αυτό που πρώτα του φάνηκε σαν μικρό φτερούγισμα. Κι όταν κατάλαβε πως δεν κάνει λάθος, αφού πρώτα πόνεσε κι έκλαψε και πέρασε μπελάδες και φουρτούνες, καθρεφτίστηκε στη λίμνη και δεν είδε πια τη μορφή που είχε συνηθίσει.
Το ασχημόπαπο είχε γίνει κύκνος!
The Ugly Duckling
by Hans Christian Andersen (1844)
IT was lovely summer weather in the country, and the golden
corn, the green oats, and the haystacks piled up in the meadows looked
beautiful. The stork walking about on his long red legs chattered in the
Egyptian language, which he had learnt from his mother. The corn-fields
and meadows were surrounded by large forests, in the midst of which were
deep pools. It was, indeed, delightful to walk about in the
country.
In a sunny spot stood a pleasant old farm-house close by a deep river, and from the house down to the water side grew great burdock leaves, so high, that under the tallest of them a little child could stand upright.
The spot was as wild as the centre of a thick wood. In this snug retreat sat a duck on her nest, watching for her young brood to hatch; she was beginning to get tired of her task, for the little ones were a long time coming out of their shells, and she seldom had any visitors. The other ducks liked much better to swim about in the river than to climb the slippery banks, and sit under a burdock leaf, to have a gossip with her.
At length one shell cracked, and then another, and from each egg came a living creature that lifted its head and cried, “Peep, peep.” “Quack, quack,” said the mother, and then they all quacked as well as they could, and looked about them on every side at the large green leaves.
In a sunny spot stood a pleasant old farm-house close by a deep river, and from the house down to the water side grew great burdock leaves, so high, that under the tallest of them a little child could stand upright.
The spot was as wild as the centre of a thick wood. In this snug retreat sat a duck on her nest, watching for her young brood to hatch; she was beginning to get tired of her task, for the little ones were a long time coming out of their shells, and she seldom had any visitors. The other ducks liked much better to swim about in the river than to climb the slippery banks, and sit under a burdock leaf, to have a gossip with her.
At length one shell cracked, and then another, and from each egg came a living creature that lifted its head and cried, “Peep, peep.” “Quack, quack,” said the mother, and then they all quacked as well as they could, and looked about them on every side at the large green leaves.