Σελίδες

Tuesday, 28 August 2007

Ερμή, πέτα και φύγε...

Κλείσε τα μάτια σου Ερμή και γύρω σου μη βλέπεις.
Άδραξε το κηρύκειο, δέσε τα σάνταλά σου και φτερωτός
πέτα μακριά…

και πήγαινε στον Όλυμπο,
στη μάνα σου,
στον άξιο σμιλευτή σου,
ανάγγειλε, Τρισμέγιστε, τα φοβερά
μαντάτα, πες τους πως δεν προλάβαμε τη γης σας
να γνοιαστούμε και κάηκε, ρημάχτηκε, της χάθηκε η ικμάδα,
και μαύρισε, ρημάχτηκε η ιερή Ολυμπία,
κατέφαγε ο λάμπαδος το λόφο σου τον Κρόνιο,
μαυρίσανε τα μάρμαρα,


την έκαψε τη γη σου η άθλιά μας η γενιά,
που η αιδώς της λείπει.

Έχεις δουλειά ψυχοπομπέ, γι αυτό ανασκουμπώσου.
Στον ελαιώνα αφήσαμε ψυχούλες λαβωμένες,
για μέρες άταφες, εκεί,
πέρνα και μάζεψέ τες….

Μην περιμένεις από μας το δρόμο σου να μάθεις.
Μια μάσκα βάλε, οι καπνοί να μη σ’ αναστομώσουν,
και παραφύλα για να βρεις μέσα στα σταχτοκάπνια
ένα ουράνιο ξέφωτο, μια πόρτα, μια σχισμάδα,
και πέτα… φύγε μακριά…

Δέσε γερά τον πέτασο στ΄ ωραίο σου κεφάλι,
και πέτα… φύγε μακριά…

Πάρε το Διόνυσο μαζί, το γιόκα της Σεμέλης
που σταφυλάκια ζουμερά γυρεύει ν΄ απολαύσει.
Πάρ’ τον, εσώθει ο τρύγος μας, στερέψαν τα βαγένια…

Κλείσε τ΄ αυτιά να μην ακούς αυτά που δε σου πρέπουν.
Δεν είναι οι ζητωκραυγές στις νίκες του Ευαγόρα,
μήτ΄ ο Ηρακλής στον Μύρωνα τον κότινο προσφέρει.
Είναι θρηνώδικες κραυγές, εκκλήσεις για βοήθεια,
που μονοπάτι τ’ ουρανού δε βρήκε για να φτάσει.
Φωνές ταλαίπωρων θνητών, βασανοχτυπημένων,
που για το βιός, το βίο τους σπαραχτικά θρηνούνε.

Πέτα το συντομότερο, και, άκουσέ με, φύγε….

Και, αν σε χρόνους εκατό, υπάρχουν τα παιδιά μας,
και, αν με τιμή περήφανη το χώμα σου πατούνε,
τότ’ έλα πάλι, γύρνα εδώ, στη γη σου αναπάψου.