Η Μαρία ακουμπάει το μπλε τετράδιο, με το όνομά της στην ετικέτα, στο θρανίο. Σήμερα θα γεμίσει τις σελίδες του με τέσσερα καινούργια γράμματα της αλφαβήτου. Και θα μάθει να μετράει μέχρι το πέντε. Ανυπομονεί να έρθει η ώρα για το μάθημα της μελέτης περιβάλλοντος. «Θα μπω στην τάξη με τα άλλα παιδιά», εξηγεί. Είναι η πρώτη που σηκώνει το χέρι για να απαντήσει στην ερώτηση της δασκάλας:
«Με ποιο μέσον θα θέλατε αλλά δεν έχετε ακόμα ταξιδέψει;»
«Με αεροπλάνο, κυρία!», αποκρίνεται.
Το κουδούνι χτυπάει και η Μαρία φορτώνεται την ασήκωτη τσάντα της. Τα κουβαλάει όλα «μήπως τα ζητήσει η κυρία».
«Θέλεις να δεις και τα άλλα βιβλία μου;» ρωτάει. «Τα έχω στην παράγκα».
Η Μαρία ζει στον καταυλισμό Ρομά του Χαλανδρίου. Αν και 11 χρονών, φοιτά στην Α’ Δημοτικού, όπως και η πλειοψηφία των Τσιγγανόπαιδων, που γράφτηκε φέτος σε τέσσερα σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης της περιοχής (έχοντας χάσει το όριο ηλικίας). Το πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την ένταξη παιδιών με ρομική καταγωγή στο σχολείο - τέθηκε την περασμένη άνοιξη σε εφαρμογή - έδωσε κάποια ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση.
«Θυμάμαι πάντα τη μαμά μου να λέει ότι αν μου δώσουν ένα χαρτί πρέπει να ξέρω να το διαβάσω. Κι εγώ δεν θέλω να ντρέπομαι όταν μου δίνουν ένα χαρτί», λέει η Μαρία με μια έκφραση μυστικής λαχτάρας.
Η προσαρμογή της 11χρονης Τσιγγανοπούλας στις σχολικές νόρμες ήταν, όπως και για κάθε μικρό ομόφυλό της, εξαιρετικά δύσκολη. «Το σχολείο ως θεσμός δεν έχει παράδοση στην τσιγγάνικη κοινωνία. Η μετάδοση του πολιτισμού και η εκπαίδευση των νέων είναι στα χέρια της οικογένειας. Η τσιγγάνικη γλώσσα είναι προφορική και ως εκ τούτου η γραφή και η ανάγνωση είναι ξένες στους Τσιγγάνους» (Απόσπασμα από το βιβλίο «Η εκπαίδευση των Τσιγγάνων στην Ελλάδα» των Μ. Βασιλειάδου - Μαρίας Παυλή – Κορρέ).
Τα παιδιά σπανίως φοιτούν στο νηπιαγωγείο και τουλάχιστον για τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής τους ζουν με τους κανόνες που επιβάλλει η απέραντη αλάνα.
«Ένα επτάχρονο αγοράκι δεν μπορούσε να κρατήσει το μολύβι. Δεν είχε ποτέ στη ζωή του ζωγραφίσει έναν ήλιο, ένα δέντρο», επισημαίνει η κ. Κατερίνα Βουτσαδάκη, εκπαιδευτικός ειδικής αγωγής στο 4ο Δημοτικό Χαλανδρίου. «Τα Τσιγγανόπουλα είναι πολιτιστικά στερημένα», καταλήγει. O ημι-νομαδικός τρόπος ζωής, η εμπλοκή στις επαγγελματικές δραστηριότητες της οικογένειας και –πρωτίστως– οι άθλιες συνθήκες στέγασης συνεπικουρούν στην προβληματική σχέση των Τσιγγανόπαιδων με την εκπαίδευση.
«Θα ήθελα ένα σπίτι αληθινό, με τοίχους κανονικούς. Που να μη στάζει όταν βρέχει, να μην τρέμει όταν φυσάει. Και να μη διαβάζω με κερί όταν χαλάει η γεννήτρια», ομολογεί η μικρή, στρέφοντας το βλέμμα στο συννεφιασμένο ουρανό που φέρνει την πνοή του φθινοπώρου. Σε κάθε περίπτωση, το σχολείο αποτελεί το χώρο όπου τα Τσιγγανόπουλα καλούνται να επαναδιαπραγματευτούν την ταυτότητά τους προκειμένου να επιβιώσουν. Όπως αναφέρουν οι Μ. Βασιλειάδου και Μ. Παυλή – Κορρέ, «στην πρώτη του επαφή με το σχολείο το Τσιγγανόπαιδο έχει να αντιμετωπίσει ένα νέο κόσμο, εντελώς διαφορετικό από αυτόν που μέχρι σήμερα ήξερε. Γι’ αυτό πολύ συχνά διακόπτει την παρακολούθησή του».
Η εμπειρία της 10χρονης Χριστίνας είναι ενδεικτική. «Έκλαιγα συνέχεια. Φοβόμουν τα κάγκελα. Το σπίτι μου δεν έχει κάγκελα», αναφέρει για τις πρώτες τραυματικές ημέρες στο νέο περιβάλλον, που σηματοδοτούσε το τέλος της τσιγγάνικης ελευθερίας. Η κριτική στάση των Τσιγγάνων απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα συνδέεται άμεσα με τις περιορισμένες ευκαιρίες που τους παρέχει η Πολιτεία.
Μοιραία τα παιδιά Ρομά φτάνουν στην πόρτα του Δημοτικού με χαμηλές προσδοκίες. Στα μάτια τους το σχολείο «αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα ενός κόσμου που για αιώνες ήταν απειλή».
Ίσως όχι άδικα. Τόσο η καθηγήτρια στο παιδαγωγικό τμήμα δημοτικής εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, κ. Βασιλική Παπαδημητρίου, όσο και η κ. Βουτσαδάκη περιγράφουν περιστατικά ρατσιστικής έξαρσης από κάποιους γονείς που αρνούνται να δεχθούν ότι τα παιδιά τους θα έχουν συμμαθητές Τσιγγανόπουλα. Η φράση «δεν θέλουμε η σχολική τάξη να γίνει γκέτο για Τσιγγάνους» έχει ακουστεί από μερίδα γονιών σε συνεδριάσεις συλλόγων.
Αποδέκτες των ίδιων προκαταλήψεων είναι πολλά Τσιγγανόπουλα, σαν τη Μαρία και τη Χριστίνα. «Είμαι καθαρή, αλήθεια σου λέω», απολογείται η πρώτη, όταν ανάμεσα στα τετράδια που αραδιάζει πάνω στο κρεβάτι βρίσκεται και το ιατρικό της βιβλιάριο.
Ένα μήνα πριν, δέκα Τσιγγανόπαιδα και ενήλικες βρέθηκαν θετικοί στο μικρόβιο της φυματίωσης. Ανάστατη η σχολική κοινότητα του δήμου, απαγόρευσε στους μαθητές του καταυλισμού να επιστρέψουν στο σχολείο χωρίς τη βεβαίωση ότι έχουν κάνει τα απαραίτητα εμβόλια.
«Πριν γίνει η αρρώστια έπαιζα με τα παιδάκια που είναι σαν κι εσάς, ρακλάκια (τα μη τσιγγανόπουλα)», διηγείται η Μαρία. «Μου μιλούσαν, τα αγαπούσα και με αγαπούσαν. Τώρα δεν θέλουν να τα πλησιάζω ούτε να τα ακουμπάω. Αλλά γιατί; Παιδιά δεν είμαστε όλα;».