Σελίδες

Thursday, 14 February 2008

Το παιδί του Πλούτου και της Φτώχειας

Μια φορά κι έναν καιρό,
κι ένα πρωινό λαμπρό, .
τότε που οι άνθρωποι πίστευαν,
πως πάνω στο Μύτικα,
στου Όλυμπου την ψηλότερη κορφή,
είχε ο Δίας το θεϊκό του ανάκτορο,
πανηγύρι λαμπρό στήθηκε
και τραπέζι πανώριο στρώθηκε
με όλα του κόσμου τα καλά,
επειδή η Αφροδίτη  γεννήθηκε,
επειδή η ίδια η Ομορφιά
στη γη των ανθρώπων κατέβηκε.


Μια βδομάδα πριν
ο πατέρας των θεών
και όλων των θνητών ανθρώπων
έστελνε με τον Ερμή, τον ταχυδρόμο του, προσκλήσεις σε όλους τους θεούς
και στα παιδιά τους,
τους ημίθεους,
και στο γλέντι τους καλούσε,
εκεί επάνω στο Μύτικα,
στο θεϊκό του ανάκτορο.

Όλοι, μα όλοι, με χαρά μεγάλη άρχισαν απ’ το πρωί στο κατάφωτο ανάκτορο να μπαίνουν
και να τρώνε και να πίνουν
και ευχές να δίνουν
για πάντα η Αφροδίτη,
η Ομορφιά η ίδια, να μείνει μαζί τους και στη ζωή όλων άλλο νόημα να δώσει.
Γέλια, τραγούδια και χαρές στο παλάτι μέσα.

Έξω όμως απ’ αυτό, στους μεγάλους κήπους
μια σκιά περιδιαβαίνει.
Άσχημη, βρώμικη
και θλιβερή και θυμωμένη,
που μόνο αυτή δεν κάλεσε
ο Δίας στη γιορτή.
Κατά το συνήθειο της όλο και ψαχουλεύει
κάτι να βρει
πείνα και δίψα να χορτάσει,
κάποιο ρούχο να αρπάξει
τα κουρέλια να σκεπάσει,
κάπως να καταφέρει μέσα να μπει να βολευτεί και να ξαποστάσει. Στάθηκε αδύνατο όμως, αφού το Κράτος και η Βία, οι φρουροί του παλατιού, είχαν πάρει εντολή να μην αφήσουν την Πενία, τη Φτώχεια δηλαδή, να μπει στη γιορτή και με την κακομοιριά της το κέφι, την όρεξη και τη χαρά να διώξει.

Η Πενία, το λοιπόν, έξω τριγυρνώντας, σ΄ έναν θάμνο μεγάλο και ανθισμένο από κάτω βρίσκει τον Πόρο,
τον Πλούτο,
της Μήτιδας το γιο,
όμορφο παλληκάρι που κατά πως φαίνεται παράπιε από το Νέκταρ –το κρασί δεν το ΄ξεραν ακόμη– και γλυκοκοιμόταν. Μαζί του θα πλαγιάσω, σκέφτηκε, που θα ξανάβρω τέτοια τύχη, εγώ η ίδια η Φτώχεια με τον Πλούτο να βρεθώ.
Και πλάγιασε, κα την ίδια τη μέρα που η Ομορφιά γεννήθηκε, η περιφρονεμένη Πενία έπιασε στην κοιλιά της  γιο, 
που πατέρα του τον Πόρο είχε.

Και ο γιος αυτός
ο Έρωτας είναι,
που `χει μάνα του τη Φτώχεια και πατέρα του τον Πλούτο. Και επειδή τη μέρα που ο Αφροδίτη γεννήθηκε, στην κοιλιά της Φτώχειας πιάστηκε, πιστός ακόλουθος και υπηρέτης της Ομορφιάς έγινε και αυτή παντοτινά τον γοητεύει και σα μαγνήτης τον τραβά.
Ο γιος της Φτώχειας, που λέτε, πάντα φτωχός είναι σε όλη τη ζωή του, και ούτε τρυφερός, όπως λένε οι περισσότεροι,
ούτ’ όμορφος ο ίδιος είναι
(ποιος έχασε τρυφεράδα και ομορφιά για να τη βρει αυτός;), αλλά σαν τη μάνα του είναι σκληρός και ξυπόλυτος και ξερακιανός και άστεγος,
χάμω κοιμάται χωρίς στρωσίδια
και με τη μιζέρια σύντροφος.
Στα κατώφλια των σπιτιών
στα σοκάκια που γυρίζει τον ουρανό έχει για στέγη.

Πήρε κι απ’ τον πατέρα του όμως, τον Πόρο, χαρίσματα και είναι παράτολμος αντρειωμένος και φοβερός κυνηγός που το ταίρι του ψάχνει και στήνει μηχανές και παγίδες με τρόπους σοφούς ή πονηρούς.
Και ούτε θνητός ούτε αθάνατος είναι αλλά την ίδια στιγμή που γεννιέται, πεθαίνει.
Στην ίδια μέρα μέσα τη μια στιγμή ανθίζει και είναι όλο ζωή, όταν αυτό που κυνηγάει το αποχτήσει, και την άλλη πεθαίνει αφού ό,τι αποχτά μέσα από τα δάχτυλα του γλιστράει και το χάνει.
Έχει και δεν έχει, ούτε φτωχός μα ούτε και πλούσιος είναι. Κυνηγός είναι της Ομορφιάς, και του Καλού. Και σαν το αποχτήσει έλλειμμα πάντα έχει και δεν του φτάνει.
Ακόρεστος είναι και ανήσυχος πάντα.
Κυνηγός, παγιδευτής του Καλού και του Ωραίου και θέλει παντοτινά να το κατέχει
Και είναι ο Έρωτας  γέννα του Καλού μέσα στην Ομορφιά.
Μια γέννα που ποτέ δεν τελειώνει
.
— Θηρευτής του Καλού
— Γιατί;
— Για να το κάνει δικό του
— Για πόσο;
— Για πάντα
— Και να το γεννάει μέσα στην Ομορφιά;
— Για πάντα
Και μέσα από τις γέννες αυτές τι ζητάει;
Την Αθανασία να κερδίσει, ο Έρωτας ούτε θνητός ούτε αθάνατος μιας και παιδί της ....Φτώχειας είναι με πατέρα τον Πλούτο

Διασκευή από το "Συμπόσιον" του Πλάτωνα
Έρωτος Έπαινος Διοτίμας
Κεφ. 2ο 203b 

Έρωτας είναι πόθος και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό

Έρωτας είναι πόθος και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό
Ο Έρως είναι «ὁ τόκος ἐν τῷ καλῷ».

 Ο Έρως είναι έρως προς το ωραίο.
Σαν γιος λοιπόν του Πόρου και της Πενίας, πρώτα-πρώτα αιώνια φτωχός είναι και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως τον φαντάζεται ο κόσμος. Αντίθετα είναι τραχύς και απεριποίητος και ανυπόδητος και άστεγος.
Τα πράγματα δηλαδή έχουν ως εξής: Θεός κανένας δεν φιλοσοφεί, ούτε ποθεί να γίνει σοφός, αφού είναι. Παρόμοια και οποιοσδήποτε άλλος είναι σοφός, δεν φιλοσοφεί.

Ο λόγος της Διοτίμας, της Δασκάλας του Σωκράτη, για τον Έρωτα 
(από το Συμπόσιο του Πλάτωνα, σε ελεύθερη απόδοση)
---------------------------------
Πάνω στον Όλυμπο οι θεοί είχαν γιορτή μεγάλη, τη μέρα που γεννήθηκε η Αφροδίτη, τη μέρα που η Ομορφιά ήρθε στον κόσμο.
Τραπέζι μεγάλο έστρωσαν και έφαγαν και χόρτασαν από αμβροσία ήπιαν το νέκταρ το θεϊκό και χαίρονταν και γλεντούσαν.
Όλοι ήσαν καλεσμένοι, όλοι, θεοί και νύμφες μικρές και μεγάλες θεότητες, όλοι έξω από την Πενία, τη φτώχεια την κακάσχημη που από τα αποφάγια γύρευε να χορτάσει την ακόρεστη πείνα της.

Περιφρονεμένη απ' όλους γύριζε στους κήπους του ανάκτορου του Δία μπας και βρει κάτι να βάλει στην πάντα για το αύριο.
Και να, κάτω από ένα θάμνο κοιμόταν βαριά απ' το πολύ το νέκταρ, ένα παλληκάρι όμορφο, ο γιος της Μήτιδας, ο Πόρος, του πλούτου ο θεός. Της Φτώχειας τότε της μπήκε η ιδέα, παιδί από τον Πλούτο να αποκτήσει.
Πλάγιασε μαζί του κι απόκτησε τον Έρωτα που συνοδός της Αφροδίτης έγινε, αφού στα δικά της γενέθλια γεννήθηκε και απ' τη φύση του ερωτευμένος με το Ωραίο είναι και με τη θεά του την Αφροδίτη.
Πλαγιάζει πάντοτε χάμω και χωρίς στρώματα, κοιμάται στο ύπαιθρο, στα κατώφλια και τους δρόμους, έχει της μητέρας του το φυσικό, επομένως διαρκή σύντροφο την στέρηση.

Αφ' ετέρου, κατά του πατέρα του το φυσικό, είναι παγιδευτής πανούργος των ωραίων και των εκλεκτών, είναι γενναίος και ριψοκίνδυνος και ενεργητικός, κυνηγός φοβερός, που εξυφαίνει διαρκώς σχέδια, επιθυμεί την σύνεση και είναι επινοητικός, αναζητητής της γνώσης για τη ζωή, τρομερός στο να μαγεύει με γητειές, με βότανα, με λόγια ωραία.

Δεν είναι όμοιος στην φύση του με αθάνατο ούτε με θνητό, αλλά μέσα σε μια και την αυτή ημέρα, πότε ανθεί και ζει, όταν βρει ευπορία, πότε πεθαίνει και πάλι ξαναζωντανεύει, χάρις στην πατρική του φύση, και πάλι ό,τι αποκτά κάθε φορά, του φεύγει διαρκώς μέσ' από τα δάκτυλα.
Έτσι ούτε άπορος ποτέ τελείως είναι ο Έρως ούτε πλούσιος σε μέσα.
Και πάλι, ευρίσκεται στο μέσον μεταξύ σοφίας και ανοησίας.
Ούτε οι ανόητοι φιλοσοφούν, ούτε ποθούν να γίνουν σοφοί, αφού αυτό ακριβώς είναι το κακό της ανοησίας, το ότι, χωρίς να είναι κανείς ωραίος και καλός και φρόνιμος, είναι ικανοποιημένος από τον εαυτό του. Εκείνος επομένως, που δεν φαντάζεται ότι του λείπει τίποτε, δεν έχει τον πόθο εκείνου, το οποίο δεν φαντάζεται πως του χρειάζεται».
«Και ποιοί είναι τότε οι φιλοσοφούντες, Διοτίμα» ρώτησα εγώ «αφού δεν είναι μήτε οι σοφοί μήτε οι ανόητοι;»
«Μα αυτό επιτέλους» είπε «είναι και σ' ένα παιδί φανερό: ακριβώς όσοι ευρίσκονται στο μέσον αυτών των δύο. Μεταξύ αυτών θα πρέπει να είναι και ο Έρωτας. Γιατί η σοφία ανήκει φυσικά στα ωραιότερα πράγματα.
Ο Έρωτας είναι έρως προς το ωραίο.
Κατ' ανάγκην άρα ο Έρωτας είναι φιλόσοφος, και σαν φιλόσοφος που είναι, βρίσκεται μεταξύ της σοφίας και της μωρίας. Οφείλεται δε και τούτο στην καταγωγή του.
Επειδή είναι από πατέρα μεν σοφό και πολυμήχανο, από μητέρα δε αμήχανο και όχι σοφή. Αυτή λοιπόν είναι, αγαπητέ Σωκράτη, η φύση του δαίμονος. Αυτό δε που συ εξέλαβες σαν Έρωτα - δεν είναι διόλου παράξενο αυτό που σου συνέβη. Εξέλαβες, υποθέτω (και το συμπεραίνω απ' όσα λες), το αντικείμενο του έρωτος ως Έρωτα, όχι το υποκείμενο.

Έτσι λοιπόν, νομίζω, αντίκριζες τον Έρωτα σαν κάτι πανέμορφο. 
Γιατί όντως το αντικείμενο του έρωτα είναι ωραίο, τρυφερό, τέλειο, αξιομακάριστο. Το υποκείμενο όμως του έρωτα έχει διαφορετική εμφάνιση, όπως εγώ σου την περιέγραψα».