Σελίδες

Tuesday, 25 March 2008

Βίκτωρος Ουγκώ: Το Ελληνόπουλο - L'enfant

Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τ' ολόμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ' αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μες στα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μες στην αφάνταστη φθορά.

Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τι ΄θελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν' αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ' το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ' το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, δε σώνει
μεσ' απ' τον ίσκιο του να βγει;

Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ΄ όλα τούτα τ' αγαθά;
Πες. Τ' άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να!!

Απόδοση στα ελληνικά: Κωστής Παλαμάς


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΛΕΥΤΕΡΑ!!

Ωραίοι Έλληνες: Πανώρια Αϊβαλιώτη, η Ψωροκώσταινα

Aφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος, βοηθώντας τα ορφανά που άφησαν πίσω τους οι επιδρομές του Ιμπραήμ.

Η Πανώρια Αϊβαλιώτη έζησε στο Ναύπλιο στις αρχές του 19ου αιώνα. Αγαπήθηκε πολύ από τον απλό κόσμο, αλλά 170 χρόνια αργότερα την ξέρουμε μόνο ως Ψωροκώσταινα
Ναύπλιο, 1824. 
Μόνη, άγνωστη και άνεργη, η Πανώρια Αϊβαλιώτη βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας τον αχθοφόρο και πότε τη ζητιάνα. Παρά τα προβλήματά της, ζητά και παίρνει υπό την προστασία της δεκάδες ορφανά παιδιά που άφηνε στο πέρασμά του ο Ιμπραήμ. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και τη φώναζαν Ψωροκώσταινα

Πέθανε σχετικά νέα. Και όμως σχεδόν 170 χρόνια μετά εξακολουθεί να συμβολίζει τη φτώχεια και την αθλιότητα και ποτέ τον ηρωισμό και τον αλτρουισμό που την διέκρινε. Χλευάστηκε όσο κανένας η Πανώρια Αϊβαλιώτη, η οποία έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα ως Ψωροκώσταινα. 
Οι Βαυαροί του Όθωνα όταν δεν είχαν χρήματα έλεγαν «τι περιμένεις από την Ψωροκώσταινα». Οι δε αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 όταν ήθελαν να μειώσουν τη μισητή αντιβασιλεία την αποκαλούσαν με τη σειρά τους Ψωροκώσταινα.
Οι σύγχρονοι Έλληνες πολιτικοί πολλές φορές παρομοίαζαν την Ελλάδα με την Ψωροκώσταινα, άλλοτε για να απορρίψουν οικονομικά αιτήματα ή να δικαιολογήσουν υποχωρήσεις έναντι των ξένων και άλλοτε για να δείξουν ότι η εποχή της ζητιανιάς και της σφαλιάρας έχει περάσει οριστικά. 
Και η μία και η άλλη άποψη αδικεί την Πανώρια, η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος, βοηθώντας τα ορφανά που άφησαν πίσω τους οι επιδρομές του Ιμπραήμ. Και ενώ μέχρι τον θάνατό της ήταν γνωστή ως Ψωροκώσταινα στους «μοσχόμαγκες του λιμανιού», πέρασε στην ιστορία με αυτό το παρατσούκλι κατά την επιλογή του Όθωνα ως βασιλέα της Ελλάδος.

Ήταν το 1832. Η Ελλάδα περίμενε τον Όθωνα και τους Βαυαρούς αντιβασιλείς.
Πριν από την άφιξη η κατάσταση για το νέο κράτος ήταν τραγική. Τα ταμεία άδεια. Οι πληγές πολλές. Πείνα και δυστυχία παντού. Η δολοφονία του Καποδίστρια είχε βυθίσει τη χώρα στο χάος. Πολλοί αγωνιστές Ρουμελιώτες είχαν εγκλωβιστεί στο Ναύπλιο περιμένοντας τους μισθούς τους. 
Μη έχοντας τι άλλο να κάνουν για να πληρωθούν, όρμησαν στην παράγκα που είχε στηθεί για Βουλευτήριο, για τις εργασίες της Δ ΄Εθνοσυνέλευσης η οποία θα επικύρωνε την εκλογή (επιλογή) του Όθωνα για βασιλιά. Με φωνές και απειλές συνέλαβαν τους προύχοντες και τους οδήγησαν στην Άρια ως ομήρους ζητώντας «για λύτρα» τους μισθούς τους. Η κυβέρνηση δεν είχε τη δυνατότητα να τους εξοφλήσει και τότε οι προύχοντες (έπειτα από 20 ημέρες ομηρείας) αποφάσισαν να πληρώσουν από την στέπη τους 100.000 γρόσια και έτσι αφέθηκαν ελεύθεροι. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν στη δημόσια βιβλιοθήκη του Ναυπλίου και τα οποία είχε συγκεντρώσει ο Γιάννης Μακρής, τότε αγωνιστές και προύχοντες ονόμασαν την κυβέρνηση Ψωροκώσταινα.

Λίγο αργότερα όταν ανέλαβαν την εξουσία οι Βαυαροί και διέλυσαν τα άτακτα στρατιωτικά τμήματα των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821 η φράση «Τι να περιμένει κανείς από την Ψωροκώσταινα» πέρασε στην ιστορία. 
Οι αγωνιστές αποκαλούσαν την αντιβασιλεία ειρωνικά Ψωροκώσταινα και οι Βαυαροί από την πλευρά τους όταν ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να συντηρηθούν έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να ζήσουν». Το «παρατσούκλι» το οποίο απέδιδε με μοναδική ευστοχία την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας από τότε και έως τις ημέρες μας αναφέρεται συχνά.

Ηρωική μορφή της Επανάστασης:
Μπορεί σήμερα η λέξη Ψωροκώσταινα να χρησιμοποιείται ειρωνικά και να έχει καταγραφεί στην ιστορία ως συνώνυμο της ζητιανιάς και της ανέχειας, ωστόσο η ίδια η γυναίκα που ονομάστηκε περιπαικτικά έτσι, ήταν μια ηρωική μορφή του Ναυπλίου τα χρόνια της Επανάστασης. 
Η γυναίκα-σύμβολο ήταν η Πανώρια, σύζυγος του Κώστα Αϊβαλιώτη, η οποία καταγόταν από τις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας. Μετά την καταστροφή των Κυδωνιών από τους Τούρκους η Πανώρια αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο γέννησής της και να εγκατασταθεί στο Ναύπλιο. Στην αρχή όλα πάνε καλά, αφού ζει από τις υπηρεσίες τις οποίες προσφέρει στον δάσκαλο και φιλόσοφο Βενιαμίν Λέσβιο.
Ο Λέσβιος πέθανε από τύφο τον Αύγουστο του 1824. Από τότε για την Πανώρια άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Μόνη και άγνωστη, βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας τον αχθοφόρο και πότε τη ζητιάνα.
Την περίοδο εκείνη η Επανάσταση δοκιμαζόταν από την επέλαση του Ιμπραήμ, ο οποίος εκτός από τις άλλες καταστροφές άφηνε στο πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνονταν στο Ναύπλιο. Παρά τα προβλήματά της, η Πανώρια ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Είχε παραμελήσει σε τέτοιο βαθμό τον εαυτό της, που τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.

Όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε στο Ναύπλιο το πρώτο ορφανοτροφείο, η Πανώρια ζήτησε και προσελήφθη στο ίδρυμα για να πλένει τα ρούχα των παιδιών, χωρίς καμία αμοιβή. Και εκεί που άρχισε να χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μήνες μετά τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανώρια πέθανε. Οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά του ορφανοτροφείου, τα οποία μέσα σε λυγμούς την συνόδευσαν ώς την τελευταία της κατοικία.

Από τότε δεν σταμάτησαν ποτέ οι αναφορές στην Πανώρια, την Ψωροκώσταινα. Μάλιστα το 1942, κατά τη συνεδρίαση της πρώτης Βουλής κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε την Ελλάδα Ψωροκώσταινα. Όλοι είχαν αποδεχθεί τον χαρακτηρισμό. Έναν χαρακτηρισμό τον οποίο έχουν αποδεχθεί και οι σημερινοί πολιτικοί, υιοθετώντας μια φράση την οποία χρησιμοποιούσαν περιφρονητικά για την Ελλάδα οι Βαυαροί και περιφρονητικά για τον Όθωνα και την αντιβασιλεία οι βετεράνοι αγωνιστές του 1821.

Όταν συνάντησε τον Καποδίστρια
Για το πώς η Ψωροκώσταινα έγινε «σύμβολο» υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η οποία μάλλον οφείλεται στην αγάπη που έτρεφε ο απλός κόσμος για την Πανώρια. Σύμφωνα με αυτήν, η Ψωροκώσταινα, όπως την έλεγαν λόγω της φτώχειας της, ήταν σύζυγος αγωνιστή. 
Δεν είχε καμία βοήθεια από πουθενά και ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου. Κάποια στιγμή την είδε ο Καποδίστριας και της έδωσε κάτι. Τότε εκείνη, κατανοώντας το οικονομικό αδιέξοδο της χώρας, έδωσε στον κυβερνήτη όσα χρήματα είχε συγκεντρώσει. 
Ο Καποδίστριας συγκινήθηκε από τη χειρονομία και έδωσε εντολή να συνταξιοδοτηθεί.

ΠΑΝΟΣ ΜΠΑΙΛΗΣ (ΤΑ ΝΕΑ , 10-08-2002)

ΘΕΟΦΙΛΟΣ — Ο Ζωγράφος Της ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ 
(Βαρειά Λέσβου, 1870; – Βαρειά Λέσβου, 22 Μαρτίου; 1934), γνωστός απλά και ως Θεόφιλος, ήταν μείζων λαϊκός ζωγράφος της νεοελληνικής τέχνης. Κυρίαρχο στοιχείο του έργου του είναι η ελληνικότητά του και η εικονογράφηση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και ιστορίας.
Η Ελλάς υποβασταζόμενη από τον Ρήγα και τον Κοραή

Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε κατά το διάστημα 1867–1870 στην Βαρειά της Λέσβου. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς, ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, πάνω στην οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του.

Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας («καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί στην πόλη του Βόλου, περίπου το 1897, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής ενώ σήμερα σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί.
 
Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο. Προστάτης του εκείνη την περίοδο, στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα Μουσείο Θεόφιλου. Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστού­μια που έφτιαχνε ο ίδιος.

Το 1927 επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορ­μή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επει­σόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος — για να διασκε­δάσει τους παρευρισκόμενους — έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.

Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους.

Στην Μυτιλήνη, τον συνάντησε ο καταξιωμένος τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Tériade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι. Στον Ελευθεριάδη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση της αξίας του έργου του Θεόφιλου αλλά και η διεθνής προβολή του, που ωστόσο σημειώθηκε μετά το θάνατό του. Με έξοδα του Ελευθεριάδη ανεγέρθηκε επίσης το 1964 το Μουσείο Θεοφίλου στην Βαρειά.

Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση. Ένα χρόνο αργότερα, έργα του εκτέθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου ως δείγματα της δουλειάς ενός γνησίου λαϊκού (ναΐφ) ζωγράφου της Ελλάδας.

Wikipedia
Ομιλία Γιάννη Χατζηβασιλείου