«Πισάχ» λεγόταν η αρχαία αιγυπτιακή γιορτή της εαρινής ισημερίας.
Είναι η ίδια γιορτή που πέρασε στους Εβραίους και από εκεί στους Χριστιανούς.
Το Πάσχα δεν είναι ταυτισμένο μόνο με τα πάθη του Χριστού, αλλά «κουβαλάει» και αρχαίες δοξασίες ταυτισμένες με τη βλάστηση και την καρποφορία της γης, οι οποίες λειτούργησαν και λειτουργούν παράλληλα με τις χριστιανικές αντιλήψεις.
Δεν είναι, εξάλλου, τυχαία η στιγμή μέσα στο χρόνο που γιορτάζεται το Πάσχα, καθώς αυτό συμβαίνει μέσα σε ένα περιβάλλον ανθοφορίας και ανανέωσης της φύσης.
Όλα ανθίζουν.
Τάσος (Αλεβίζος),
«Κορίτσια με περιστέρια»
|
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι όλος ο παραδοσιακός τελετουργικός χαρακτήρας των εθίμων του Πάσχα διεξάγεται από γυναίκες. Δεν είναι μόνο η υπόσχεση της γονιμότητας, είναι ένας ολόκληρος κύκλος: φροντίδα των νεκρών, θρήνος, αναγέννηση της ζωής.
Αν στο λατρευτικό κύκλο, που κορυφώνεται τις Απόκριες, πρωταγωνιστούν τα φαλλικά σύμβολα, τώρα εμφανίζονται τα ανοιξιάτικα γυναικεία έθιμα που υποβοηθούν να γεννηθεί ό,τι είχε θαφτεί ως σπόρος στο νωπό χρώμα.
Η κυκλική περιφορά του επιταφίου ορίζει τον κύκλο της κοινότητας. Περικλείει όλα τα σπίτια και το νεκροταφείο και χαράζει έτσι τα νοητά σύνορα της κοινότητας. Με αυτόν τον τρόπο θεωρείται ότι η κοινότητα θωρακίζεται από κάθε βλαπτική ενέργεια προερχόμενη έξω από αυτήν και θωρακισμένη μπορεί πλέον να επιδοθεί απερίσπαστη στις ιερουργίες και στα έργα που συντελούνται εντός της.
Τα σύμβολα της γιορτής είναι επίσης εξαιρετικά ισχυρά: το αυγό, ο πυρήνας της νέας ύπαρξης, το κόκκινο χρώμα, το χρώμα του αίματος που σφύζει από ζωή και το φως το σύμβολο της συνεχώς αναγεννώμενης ελπίδας.
Είναι κάτι παραπάνω από φυσιολογικό, όλα αυτά τα μαγευτικά έθιμα με τους συμβολισμούς και τις βαθύτερες σημασίες τους να βρουν την αντανάκλασή τους στη λογοτεχνία, με το κύριο βάρος να δίνεται στα πάθη των ανθρώπων.
Η επί αιώνες όσμωση των βαθιά ανθρωποκεντρικών ελληνικών αντιλήψεων με τις διδασκαλίες της χριστιανικής θρησκείας, οδήγησε, τελικά, σε κατίσχυση των πρώτων.
Η επί αιώνες όσμωση των βαθιά ανθρωποκεντρικών ελληνικών αντιλήψεων με τις διδασκαλίες της χριστιανικής θρησκείας, οδήγησε, τελικά, σε κατίσχυση των πρώτων.
Η διαπάλη αυτή αποτυπώνεται με εξαιρετικό τρόπο «Στην Αγι-Αναστασιά» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Υπό αυτό το πρίσμα, επιπλέον, στα «πασχαλινά» διηγήματα, η θρηνητική κυρίως αλλά και η εορταστική ατμόσφαιρα του Πάσχα αποτελούν τον καμβά, πάνω στον οποίο οι λογοτέχνες μιλούν για τα βάσανα και τις χαρές των ανθρώπων.
Χαρακτηριστικά είναι τα ποιήματα «Οι Πόνοι της Παναγιάς» του Κώστα Βάρναλη και ο αριστουργηματικός «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου. Ειδικά οι πηγές του τελευταίου είναι η αρχαία τραγωδία, το βυζαντινό μέλος και το μανιάτικο μοιρολόι. Ο ποιητής συνθέτει και ανεβάζει σε ανώτερο επίπεδο τις πηγές του, καθώς δεν περιορίζεται μόνο στον διαχρονικό θρήνο της μάνας, αλλά τη βάζει να παίρνει τη θέση του γιου της στις γραμμές της εργατικής τάξης.
Ιδιαίτερα σκωπτικός ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, στο «Αρατε Πύλας», θα διακωμωδήσει τη λαμπρή περιφορά του Επιταφίου, από την γκάφα του καντηλανάφτη που δε θα ανοίξει έγκαιρα τις πόρτες της εκκλησιάς στο κάλεσμα του ιερέα. Βεβαίως, οι πόρτες θα ανοίξουν «με τη δύναμη του θεού», όμως ο μπαρμπα - Κώστας θα χάσει κάμποσα δόντια γιατί στεκόταν πίσω τους, και έτσι στην επόμενη αναπαράσταση δε θα μπορεί να υποδυθεί τον ...Αδη, καθώς ο άρχων του «κάτω κόσμου» δεν μπορεί να είναι ψευδός!
Σε ένα από τα ωραιότερα διηγήματα που έχει γράψει ο Κωστής Παλαμάς το «Θάνατος Παλικαριού», ο Μήτρος ενώ ετοιμάζεται να πάει στον Επιτάφιο, πέφτει και τραυματίζεται άσχημα στο πόδι. Οι ταλαιπωρίες του είναι αφάνταστες και μέσα σε ένα εφιαλτικό περιβάλλον, όπου παρελαύνουν κομπογιαννίτες και μάγοι, το παλικάρι σβήνει σιγά - σιγά. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο, ανήμερα και πάλι της Μεγάλης Παρασκευής, ο Μήτρος βάζει τη μάνα του να τον μοιρολογήσει ζωντανό.
Την ίδια μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, θα φύγει απ' τη ζωή καρφώνοντας το μαχαίρι του στο στήθος του κι ο «Βασίλης ο Αρβανίτης» του Στρατή Μυριβήλη, ο λεβέντης που τα 'βαζε με θεούς και δαίμονες με τους «δικούς μας» και τους «ξένους».
Μια από τις συγκλονιστικότερες περιγραφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι ο εκκλησιασμός των φυλακισμένων του τσάρου πριν φύγουν για τη Σιβηρία, στην «Ανάσταση» του Λέοντος Τολστόι.
Δεν μπορεί να μην έρχονται στο μυαλό αυτές οι περιγραφές όταν διαβάζει κανείς το κείμενο του Ανδρέα Καρκαβίτσα «Αι φυλακαί του Ναυπλίου» όπου οι κυρίες της πόλης πληρώνουν ιερέα για τη ...σωτηρία των ψυχών των κρατουμένων της Ακροναυπλίας.
«Μα κυρίες μου, αντί να δαπανάτε όλον σας αυτόν τον ιερόν ζήλον διά τας ψυχάς των ατυχών αυτών ανθρώπων δεν είναι καλύτερα να φροντίζετε ολίγον και διά τα σώματά τους; Αφήστε πλέον τα ουράνια που είναι τόσον ψηλά - ψηλά. Ελάτε και λίγο εις τα επίγεια, που τα 'χετε μπροστά στα μάτια σας».
Η συμμετοχή όμως στα δρώμενα του Πάσχα, εμπεριείχε και την έννοια του επιτρεπτού, καθώς η κοινότητα απέκλειε όσους θεωρούσε ότι την προσέβαλαν. Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης δίνει μια εκπληκτική εικόνα αυτού του κοινωνικού αποκλεισμού μαζί με την κάθαρση του ανθρωπίνου δράματος στο «Αμάρτησε;», όπου η μια κοπέλα -στο διήγημα, όχι τυχαία, είναι χωρίς όνομα - έχει αγαπήσει έναν παντρεμένο, έχει εξομολογηθεί στον πατέρα της και τον ιερέα και τελικά την αυγή του Πάσχα μπροστά σε όλο το εκκλησίασμα η τύχη της κρεμόταν από το αν θα τη μεταλάβει ο ιερέας - σημείο επανεισόδου στην κοινότητα - ή την περίμενε το αίμα στο οποίο ο πατέρας της θα «ξέπλενε την ντροπή».
«Εις άφεσιν αμαρτιών» ψιθύρισε ο ιερέας καθώς τη μεταλάμβανε σε μια πράξη ανθρωπιάς που ξεπερνούσε ακόμα και τον ίδιο.
Θα κλείσουμε αυτό το σημείωμα με την ιδιαίτερα συγκινητική εικόνα που δίνει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στο Γκρέκο». Στο Δημοτικό Σχολείο σε μια θεατρική αναπαράσταση των παθών του Χριστού, ο δάσκαλος όρισε ότι ο κοκκινομάλλης Νικολιός θα ήταν ο Ιούδας, με αποτέλεσμα τα άλλα παιδιά να κάνουν τον Νικολιό εχθρό τους.
«Το Νικολιό δεν ξαναφάνηκε στην τάξη, δεν ξαναπάτησε στο σκολειό. Υστερα από τριάντα χρόνια που είχα γυρίσει από τη Φραγκιά στο πατρικό σπίτι κι ήταν Μεγάλο Σάββατο, χτύπησε η πόρτα και φάνηκε στο κατώφλι ένας χλωμός, αδύνατος άντρας, με κόκκινα μαλλιά, με κόκκινα γένια, έφερνε σ' ένα χρωματιστό μαντίλι τα καινούργια παπούτσια που 'χε παραγγείλει για όλους μας ο πατέρας για τη Λαμπρή. Στάθηκε δειλιασμένος στο κατώφλι, με κοίταξε, κούνησε το κεφάλι.
— Δε με γνωρίζεις; Εκαμε, δε με θυμάσαι;
Κι ως να μου το πει, τον γνώρισα.
— Το Νικολιό! Φώναξα και τον άρπαξα στην αγκαλιά μου.
— Ο Ιούδας... έκαμε αυτός και χαμογέλασε με πικρία».
Γιώργος Μηλιώνης