«Κι επειδή δεν έχει πεθάνει μέσα μου το παιδί, μπορώ να απολαμβάνω τις μικροχαρές της ζωής».
Εφυγε στα 90 της χρόνια, όρθια, ενώ ετοιμαζόταν για παράσταση στο Εθνικό Θέατρο.
Τα είχε όλα: ομορφιά, πάθος, ταλέντο, ζωντάνια
.
.
Κι ενώ αναμέναμε ανυπόμονα τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του Ρίτσου με ερμηνεύτρια τη σπουδαία Αλέκα Παΐζη (θα ανέβαινε τον Μάρτιο στο Εθνικό Θέατρο)... μουδιάσαμε. Η μικροκαμωμένη, μειλίχια, οξυδερκής Παΐζη, που στα ενενήντα της χρόνια εξέπεμπε νεανικότητα και μια σπάνια πνευματική διαύγεια, έσβησε αναπάντεχα προχθές τα ξημερώματα στο σπίτι της, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Η κηδεία της θα γίνει σήμερα, στις 3.μ.μ. στο Β' Νεκροταφείο.
Στην Αθήνα δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου («χωρίς να ξέρω ότι αυτό ήθελα να κάνω στη ζωή μου»), απ' τη σκηνή του οποίου θα κάνει το ντεμπούτο της. «Πρωτοβγήκα στο θέατρο αν θυμάμαι καλά προ... Χριστού: το '42, στη "Βεντάλια" του Γκολντόνι», ανέφερε με τον παροιμιώδη αυτοσαρκασμό της. Στο Εθνικό θα παραμείνει δυόμισι χρόνια. «Ολοι οι καλλιτέχνες του επί Κατοχής πεινάσαμε. Εγώ είχα πάθει αβιταμίνωση. Είχαμε δύο παραστάσεις τη μέρα και μας δίνανε μόνο ένα μικρό φλιτζανάκι του καφέ με τη μικρή μαύρη σταφίδα κι ένα κομματάκι παστέλι».
Φεύγοντας απ' το Εθνικό θα συνεργαστεί με τους Ενωμένους Καλλιτέχνες ώσπου το 1946 συγκροτεί θίασο με τον Δήμο Σταρένιο και τον Τίτο Βανδή -τον δεύτερο σύζυγό της. Από το '58 θα ξεκινήσει η συνεργασία της με το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο του Μάνου Κατράκη. Το 1963 προσελήφθη ως μόνιμο στέλεχος στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όπου παρέμεινε μέχρι το 1966, ερμηνεύοντας σημαντικούς ρόλους -μεταξύ άλλων και της Λυσιστράτης.
Μετά την κήρυξη της δικτατορίας φεύγει στο εξωτερικό. Επιστρέφοντας μετά τη Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, συνεργάζεται, πραγματικά «ανοικτή» και σκηνικά διαθέσιμη, με το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο του Λ. Τριβιζά, με τον Μ. Κατράκη, με το «Θέατρο Τέχνης» (επί Καρόλου Κουν), το ΚΘΒΕ, το «Απλό Θέατρο», σε ένα πλουσιότατο ρεπερτόριο: από τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη (Εκάβη) μέχρι το «Λόγω φάτσας» του Γ. Διαλεγμένου (μια αλημόνητη Σουζάνα). Εποχή άφησε επίσης ως Τσερλίνε στη «Διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε» του Μπροχ, σε σκηνοθεσία Αντύπα.
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε, μεταξύ άλλων, αγαπημένη ηθοποιός του Δημήτρη Μαυρίκιου. Τελευταία τους συνεργασία ήταν ο «Ερρίκος Δ'» του Πιραντέλο στο Εθνικό (2006). Το «κύκνειο άσμα» της, την περασμένη σεζόν, ήταν πάλι στο Εθνικό: «Ιστορίες από το Δάσος της Βιέννης» του Χόρβατ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
«Η τέχνη είναι τσαχπίνα και μπερμπάντισσα. Διαρκώς σου ξεφεύγει, δεν τελειώνει ποτέ», έλεγε για τα 67 χρόνια της στο θέατρο.
Στο σινεμά πρωτοεμφανίστηκε το 1957, στην ταινία του Ηλιάδη «Μπαρμπα-Γιάννης ο κανατάς». Συμμετείχε επίσης στο «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» του Γ. Γρηγορίου, στη «Συνοικία το όνειρο» του Αλ. Αλεξανδράκη, στις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» του Π. Βούλγαρη κ.α.
Το 2001 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλος την τίμησε για την προσφορά της στον πολιτισμό. Είχε επίσης τιμηθεί με το Βραβείο Κοτοπούλη, το βραβείο Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και το Βραβείο του ΣΕΗ. *
Το παιδί μέσα μου δεν πέθανε ποτέ
Ανυπότακτη, ελεύθερη φύση από την... κούνια της ήταν η διακριτική Παΐζη, άνθρωπος και ηθοποιός ημιτονίων: «Μωρό δεν μπορούσα τις φασκιές», θυμόταν. Μόλις άρχισε να περπατά πήρε τους δρόμους κι έφτασε μόνη έξω απ' τα τείχη του Ηρακλείου. «Ούτε και τώρα αντέχω την πίεση. Θέλω πάντα να παίρνω την ανάσα μου. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου. Και ας μην έχω μία».
«Δεν έχω μελαγχολήσει με την ηλικία μου. Δεν εχθρεύομαι το πρόσωπο και την παρουσία μου. Μια χαρά είμαι, δόξα τω Θεώ. Άρεσα πάντα. Και τώρα ακόμα νομίζω πως οι άνθρωποι με βλέπουν ευχάριστα»,εξομολογούνταν. «Γι' αυτό το λόγο δεν ανησυχώ για την εμφάνισή μου. Ούτε για το θάνατο ανησυχώ. Κι επειδή δεν έχει πεθάνει μέσα μου το παιδί, μπορώ να απολαμβάνω τις μικροχαρές της ζωής».