Σελίδες

Thursday, 19 February 2009

Νέες μορφές παράνομης διακίνησης ανθρώπων

Αυξάνεται η παράνομη διακίνηση ανθρώπων
Χωρίς τα αναγκαία νομικά εργαλεία για να διώκουν όσους εμπλέκονται σε παράνομη διακίνηση ανθρώπων, είναι πολλές χώρες στον κόσμο, σύμφωνα με έκθεση της Υπηρεσίας για το Έγκλημα και τα Ναρκωτικά του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (UNODC) που δόθηκε στη δημοσιότητα.

Αν και οι περισσότερες χώρες έχουν υιοθετήσει νόμους εναντίον της διακίνησης ανθρώπων, την πενταετία 2003-8, οι 61 από τις 155 χώρες που παρακολουθήθηκαν από τους ερευνητές, δεν έχουν καταγράψει ούτε μία δίωξη.

Στην έκθεση αναφέρεται επίσης ότι οι κυρίαρχοι τομείς στην παράνομη διακίνηση ανθρώπων είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση και η υποχρεωτική εργασία, αλλά έχουν καταγραφεί και ανησυχητικές νέες μορφές παράνομης διακίνησης, ανάμεσα στις οποίες η εμπορία ανθρωπίνων οργάνων, κυρίως στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες περιοχές, οι τελετουργικές δολοφονίες στη Νότια Αφρική και ο εξαναγκασμός σε γάμο στην Ασία.

Η περιοχή με τους πιο αδύνατους μηχανισμούς για την καταγγελία και τη δίωξη είναι η Νότια Αφρική, από τις 11 χώρες της οποίας, μόνο η Ζάμπια έχει παραπέμψει ύποπτους σε δίκη μετά από 2003, ενώ ανάμεσα στις χώρες που δεν έδωσαν στοιχεία, ήταν η Κίνα, η Σαουδική Αραβία και το Ιράν.

Στους ερευνητές του ΟΗΕ προκάλεσε έκπληξη η διαπίστωση ότι οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος όχι μόνο των θυμάτων, αλλά και των διακινητών σε πολλές περιοχές. Ειδικότερα στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία το 60% όσων καταδικάστηκαν για παράνομη διακίνηση ανθρώπων ήταν γυναίκες.

Η έκθεση δεν παρέχει στοιχεία για το πρόβλημα σε παγκόσμια κλίμακα, σημειώνει όμως ότι την περίοδο 2003 - 2006 σε 71 επιλεγμένες χώρες, ο αριθμός των θυμάτων που έχουν ταυτοποιηθεί αυξήθηκε από τις 11.700 στα 14.900.

Σύμφωνα με παλαιότερες εκτιμήσεις του ΟΗΕ, τα ετήσια κέρδη από την διακίνηση ανθρώπων είναι 32 δισεκατομμύρια δολάρια και περίπου 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι είναι ανά πάσα στιγμή θύματα υποχρεωτικής εργασίας, συμπεριλαμβανομένων και του εξαναγκασμού σε σεξ.
12/02/2009

Αν ζητάς ανθρωπιά...

«Αν ζητάς ανθρωπιά και δίκαιο νόμο,
δεν είναι εκεί που πας. Ν’ αλλάξεις δρόμο.»


 

            – Πια δεν μπορώ! Θα φύγω φτερωτός
            στον «ελεύθερον κόσμο του φωτός»!
            (Όχι Άφρικα κι Ασία! Καθημερνά
            φωτιά κι ατσάλι ο Αθάνατος κερνά.)
           
            Θα γεννηθώ ξανά, όπως θέλω, κι όσο
            μπορώ και θέλω εγώ να μεγαλώσω!
            (Ιδού στάδιον δόξης σου λαμπρόν,
            αθάνατη λεξούλα του Καμπρόν!)
           
            – Αν απ’ εδώ σ’ αφήσουν κι αν εκεί
            σε δεχτούνε, θ’ αλλάξεις φυλακή.
            Ανάσα πουθενά του δουλευτή
            που προσκυνά, ο φτωχός, να βολευτεί.

           
            Χιλιάδες μίλια πέρα, αιώνες πίσω,
            φτηνά το κρέας πουλιέται τ’ ανθρωπίσο.
            Ξέν’ οι λαοί στον τόπο τους και δούλοι,
            δεν έχουνε πατρίδα, οχτροί και μούλοι!
           
            Όπου να πας, ξένος και δούλος, κι όπου
            σταθείς, θα χάνεις κάθε αξία τ’ ανθρώπου.
            Αλλού να γεννηθείς κι αλλού να πας,
            παντού θα σε χτυπούν, αν δε χτυπάς!

           
            Πουθενά δε θα μείνεις. Κάθε λίγο
            θα παίρνεις το δισάκι σου: «Θα φύγω!»
            Οι αλυσίδες σου στο ’να το σακί,
            στ’ άλλο ο τάφος σου – κι ώρα σου κακή!
           
            Τι τα θέλεις φτερά και πλοία κι οδό;
            Ο «ελεύθερός σου κόσμος» είν’ εδώ.
            Κόσμος θανάτου, απάτης και φαλλού!
            Όλα τα ’χεις, γιατί να πας αλλού;

           
            (ψιθυριστά)
           
            Αν ζητάς ανθρωπιά και δίκιο νόμο,
            δεν είν’ εκεί που πας. Ν’ αλλάξεις δρόμο!

           
                                                ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Ο Φαταούλας και ο Νηστικός (Παραμύθι)

Μια φορά κι έναν καιρό, κάποτε και τώρα, ζούσαν στο ίδιο χωριό δίπλα - δίπλα δυο άνθρωποι ίδιοι αλλά και διαφορετικοί.
Ήταν ίδιοι γιατί όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται τα ίδια για να ζήσουν και ήταν διαφορετικοί γιατί ο ένας έτρωγε πολύ και ήταν χοντρός ενώ ο άλλος δεν είχε να φάει και ήταν αδύνατος.

Τον χοντρό άνθρωπο τον έλεγαν Φαταούλα 

και τον αδύνατο Νηστικό.
Ο Φαταούλας
κάθε πρωί που ξυπνούσε, έστρωνε τραπέζι και έτρωγε μέχρι που του κοβόταν η ανάσα. Μόλις απότρωγε, πήγαινε για ψώνια γυρνούσε στο σπίτι, ξαναέστρωνε τραπέζι και το έριχνε πάλι στο φαγοπότι.
Με λίγα λόγια ο Φαταούλας όλη μέρα έκανε δυο δουλειές, έτρωγε και γέμιζε τ' αμπάρια του.
Ο Νηστικός
κάθε πρωί που ξυπνούσε  δεν εύρισκε τίποτε να φάει, πήγαινε στα σκουπίδια του Φαταούλα μήπως και βρει τίποτε αποφάγια. Αν ήταν τυχερός, γυρνούσε σπίτι του και λάδωνε τ’ άντερό του προσωρινά. Αν η τύχη δεν τον βοηθούσε έπεφτε στο κρεβάτι και περίμενε να περάσει η μέρα γιατί τα πόδια του δεν τον κρατούσαν.
Ο καιρός περνούσε, ο Φαταούλας όλο χόντραινε και ο Νηστικός όλο και αδυνάτιζε, γιατί τελευταία τα σκουπίδια του Φαταούλα ήταν αδειανά από φαγώσιμα.
Ο Νηστικός δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκανε όλα εκείνα τα αποφάγια, αφού έβλεπε πως τα περισσεύματα έφταναν να χορτάσουν πλήθος σαν εκείνον.

Και μια φορά που ο Νηστικός
είχε μέρες να βάλει μπουκιά στο στόμα του, πήγε απελπισμένος στο σπίτι του Φαταούλα να ζητιανέψει ένα πιάτο φαγητό από τα αποφάγια του.
«Γείτονα, του είπε, όπως βλέπεις εμένα ο θεός δεν με βοήθησε να έχω τα δικά σου καλούδια. Εσύ πήρες το καλύτερο κομμάτι της γειτονιάς και μένα μου έλαχε το ξεροβούνι. Δεν φυτρώνει ούτε τσουκνίδα και η μόνη μου ελπίδα για να μην πεθάνω της πείνας είσαι εσύ. Βλέπω ότι κάθε μέρα σου περισσεύουν τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ, θα μπορούσες να με αφήνεις να τρώω από τα περισσεύματα».
Ο Φαταούλας τον κοίταξε από πάνω ως κάτω, γέλασε κοροϊδευτικά και είπε με ψεύτικη συμπόνοια.
«Αχ άνθρωπέ μου, πού τα είδες τα περισσεύματα, να ήξερες πόσο δύσκολα περνάω κι εγώ.
Τι νομίζεις πως δεν θέλω να σε βοηθήσω; Ορίστε, σου επιτρέπω να έρχεσαι όποτε θες να ψάχνεις τα σκουπίδια μου και ότι βρίσκεις να το παίρνεις.
Άντε στο καλό και ο θεός να σε βοηθήσει».
Σαν πήγε σπίτι του ο Νηστικός έπεσε σε βαθιά σκέψη.
«Βρε καλός άνθρωπος φαίνεται. Λες να είναι τα πράματα όπως τα λέει; Αλλά πάλι, τι το χρειάζεται τόσο φαΐ και τα σκουπίδια του, πώς και δεν βρίσκω τίποτε εκεί μέσα αυτό τον καιρό;
Μπα, κάτι δεν μου φαίνεται σωστό αλλά ας περιμένω λίγο να δω τι γίνεται».

Την άλλη μέρα εκεί που έψαχνε γύρω μήπως και φύτρωσε καμιά ρίζα στην αυλή του, βλέπει τον Φαταούλα να κάθεται στο τραπέζι και να τρώει τον περίδρομο.

«Αχά, λέει, σήμερα κάτι θα ξετρυπώσω δεν μπορεί, τόσο ψητό έχει περιδρομιάσει, τι θα τα κάνει τα κόκαλα; Ας περιμένω να αποσώσει και θα πάω να ψάξω».
Κάθεται στο χώμα και περιμένει τον γείτονα να σηκωθεί από το φαγοπότι..
Μετά από ώρα τον βλέπε να μαζεύει τ’ αποφάγια σε μια γαβάθα και να καθαρίζει το τραπέζι.
«Υπομονή, σκέφτεται, σε λίγο θα χορτάσω κι εγώ».


Κι εκεί που καθόταν κάνοντας υπομονή, τον βλέπει αντί να περπατά προς τα σκουπίδια, τι κάνει λέτε; Πάει στην άκρη της αυλής του,
ανοίγει έναν βαθύ λάκκο και πετά εκεί μέσα τα φαγητά του!
Του Νηστικού του ήρθε μιά ζάλη από την κατάπληξη. Με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει σηκώνεται και φωνάζει.
«Τι κάνεις εκεί βρε άθλιε Φαταούλα; Δεν σου είπα πως αν δεν φάω κάτι είναι τα τελευταία μου;»
«Τι να σου κάνω κι εγώ άνθρωπέ μου, τα σκουπίδια μου έχουν γεμίσει, θα με φαν οι μύγες αν δεν τα θάψω».
«Βρε πεθαίνω σου λέω, κρίμα να τα θάψεις, καλύτερα είναι να τα φάει το χώμα;
Σβήνω από ώρα σε ώρα»
«Στ’ αλήθεια πεθαίνεις;
ρωτάει ο Φαταούλας με ενδιαφέρον. Κοίτα, πριν πεθάνεις άσε μου το σπίτι.
Τι στο καλό γείτονες είμαστε, γιατί να το πάρει ξένος άνθρωπος!»
Ο Νηστικός σαν είδε πως δεν γινόταν τίποτε, έπεσε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια μη δει τουλάχιστον το Χάρο που γυρόφερνε.
Πέρασε το μεσημέρι, πέρασε το απόγευμα και λίγο πριν σβήσει, μια φασαρία τον έκανε να αργοανοίξει τα μάτια
Μέσα στη θολούρα του είδε στο διπλανό σπίτι τέσσερις να βγάζουν τον Φαταούλα σηκωτό, να τον φορτώνουν στο κάρο του νεκροθάφτη, και πρόλαβε ν’ ακούσει κάποιον να λέει
«Θεός σχωρέστον κι αυτόν. Έσκασε από το πολύ φαί».

Και ο Νηστικός ξεψύχησε!


to alataki3 Τα παραμύθια δεν είναι παίξε γέλασε