Αν ζούσε σήμερα ο Ίων Δραγούμης και
ξαναέγραφε τηνυπέροχη «Σαμοθράκη» του, δεν θα επέμενε για τη Νίκη ότι: «Ξέχασε όμως να κρύψει τα φτερά της, λησμόνησε πως τα φορούσε φεύγοντας από το νησί της για πάντα σε ξένους τόπους. Και από τα φτερά την εγνώρισαν»
Ναι μεν πιο κάτω αναφερόμενος στην άλλη νίκη, σημειώνει εμφαντικά ότι: «ασάλευτη δεν είναι, παρά είναι φτερωτή και δεν στέκει σ΄ έναν τόπο παντοτινά» και «Η Νίκη πάντα φεύγει», νομίζω όμως ότι είτε πρόκειται για τη Νίκη της Σαμοθράκης είτε την άλλη, θα συμπλήρωνε μια φράση που απουσιάζει: «Εκτός και αν δεν έκρυψε τις φτερούγες της για να δείξει ότι θα της χρειαστούν για το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής».
από το 2.46'' Η Νίκη... και η Αφροδίτη...
Τρεις ιδέες για τη Νίκη
1. Η ήττα της Νίκης
Όσοι έχουν επισκεφθεί το Μουσείο της Σαμοθράκης έχουν δει το γύψινο εκμαγείο της Νίκης. Δεν ξέρω αν σε κάποιους θυμίζει τις χάνδρες και τα καθρεφτάκια με τα οποία κάποτε ξεγελούσαν τους ιθαγενείς, όμως νομίζω ότι κανείς δεν θα διαφωνεί ότι με την παρουσία του δεν κάνει κάτι άλλο από το να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση στους επισκέπτες, κυρίως δε στους ιστορικούς δικαιούχους της Νίκης. Τους νησιώτες κατοίκους της Σαμοθράκης.
Μπορεί εκ πρώτης όψεως να μη γίνεται αντιληπτό, όμως η κόπια αυτό ακριβώς το ρόλο επιτελεί. Την εκλογίκευση της απώλειας ενός μάλιστα από τα δυο τρία πλέον σημαντικά έργα τέχνης του πολιτισμού των Ελληνιστικών χρόνων. Επιπλέον ένα από τα δύο τρία πιο σπουδαία εκθέματα του ίδιου του Μουσείου του Λούβρου, που έχει διαθέσει για τη Θρακιώτισσα αυτή, μια ολόκληρη αίθουσα, που όμως δεν παύει να αποτελεί ένα χρυσό μεν, κλωβό δε, αφού βρίσκεται στα ξένα, για να θυμηθώ και έναν άλλο συμπατριώτη, το Γεώργιο Βιζυηνό.
Τα λέω αυτά διότι το εδώ αντίγραφο της Νίκης το οποίο εκτίθεται στο Μουσείο του νησιού ταυτόχρονα εκθέτει ολόκληρη την Ελληνική πολιτισμική παιδεία και Πολιτεία διαχέοντας στους πολίτες πολλαπλά αισθήματα κενού για τη συνολική της στάση. Όχι τόσο για την αρπαγή, απαγωγή και υπεξαίρεση -για ποιο άλλωστε πρώτα έργο τέχνης να μιλούσε- όσο την αποδοχή του εν λόγω υποκατάστατου. Την ψευδονίκη. Όπως και την ψευδοαφροδίτη της Μήλου, για την οποία θα μιλήσω μια άλλη φορά.
Αλήθεια θα ήταν ποτέ δυνατόν να δεχθεί κανείς γύψινα εκμαγεία αντί των μαρμάρων του Παρθενώνα; Και τι ανέδιδε αν όχι βλακεία η προ ολίγων ετών υπουργική εκείνη επιστολή για την επιστροφή λέγοντας: «Δεν είναι τα Μάρμαρα του Παρθενώνα ένα αυτόνομο μνημείο όπως λ.χ. η Αφροδίτη της Μήλου ή η Νίκη της Σαμοθράκης. Είναι διαμελισμένα στοιχεία του». Σε τι άλλο λοιπόν παρέπεμπε αυτό εάν όχι στην έμμεση πλην όμως σαφή παραίτηση από τα δύο αυτά «αυτόνομα μνημεία» του Λούβρου;
Ο λόγος ανήκει στο Δήμο της Σαμοθράκης. Το πρώτο πεδίο που μπορεί να κινηθεί είναι το ζήτημα της θερινής κατοικίας της ομώνυμης Νίκης. Έχω γράψει για αυτά, όπως και για το ρόλο το οποίο θα μπορούσαν να αναλάβουν οι περισσότερο παραθεριστές, παρά μέλη του ετήσιου συνεδρίου τους, Δημοσιογράφοι.
Ένα δεύτερο, είναι η εκ μέρους της Ελληνικής πολιτείας, έγκριση προγράμματος συστηματικών ανασκαφών. Όχι μόνο για να βρεθεί το κεφάλι της Νίκης, όπως έλεγα σε άλλο γραπτό αλλά πλείστα όσα άλλα αριστουργήματα που περιμένουν υπομονετικά να βγουν στην επιφάνεια και που σήμερα είναι θαμμένα στο απέραντο αυτό πολιτισμικό κοιμητήριο.
Το τρίτο μπορεί να ξενίσει ή να ξινίσει ή και να προκαλέσει αρνητικό σχολιασμό, όμως είναι η μόνη ενδεδειγμένη κίνηση η οποία μπορεί να γίνει ως προς το πεδίο αυτό. Μιλώ για την υποβολή στο Υπουργείο πολιτισμού πρότασης για την απόσυρση του εκμαγείου, και ας το έβαζαν αν ήθελαν στη Βουλή, μια και προτάθηκε να ζητηθεί από το Λούβρο ένα ακόμη αντίγραφο. Είναι κάτι που αν μη τι άλλο θα διευκολύνει την έναρξη, το πρώτο βήμα του όλου σχεδίου παλιννόστησης της Νίκης. Ένα βήμα που οφείλει να είναι μελετημένο από εκατό μεριές. Τόσο ως προς την περίπτωση της θερινής κατοικίας όσο ακόμη και για τη μόνιμη κάποτε επιστροφή. Για τη διαδικασία βέβαια της οποίας δεν χρειάζονται ψευδαισθήσεις. Αν κάποιοι έχουν τέτοιες είναι αυτοί που έλεγα στην αρχή. Αν χρειάζεται κάτι είναι οι αισθήσεις και κυρίως μυαλό για το χειρισμό της υπόθεσης. Γιατί και εδώ πρόκειται για διανοητικά αναστενάρια ή και ντόμινο, σαν εκείνο που προκάλεσε η επιστολή για τα μάρμαρα του Παρθενώνα.
Υπάρχει κάτι ακόμη, ως προκαταβολική απάντηση σε όσους σπεύσουν να μιλήσουν για ουτοπία. Γιατί και αν ακόμη με όσα λέω άρχιζε κάποια στιγμή να αναπτύσσεται ένα τουριστικό ρεύμα από τη Γαλλική Δημοκρατία ειδικά προς τη Σαμοθράκη, σαν ένα δείγμα αναγνώρισης του δίκαιου της αλλά και έκφραση μιας ελάχιστης ηθικής αποζημίωσης, εγώ δεν θα έπαυα να μιλώ και να αγωνίζομαι για την επιστροφή. Αυτό έκανα το 1988, το ίδιο συνέχισα και το 2004, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των οκτώ αιώνων από την εισβολή των Σταυροφόρων και τη Φραγκοκρατία -πιο σωστά- τη Λατινοκρατία, στην περιοχή αυτή της Ρωμανίας.
Επιπλέον έχω να παρατηρήσω και το εξής. Αν σωστά διεκήρυττε ο Γάλλος εκείνος πολιτικός που έλεγε ότι η πολιτική οφείλει να είναι χειρισμός των συμβόλων, τότε τι άλλο ήταν αν δεν ήταν σύμβολο η εν λόγω επέτειος. Και τι άλλο ήταν αν δεν ήταν πολιτική ο χειρισμός της ίδιας; Τι άλλο επίσης ήταν η ανάδειξη του ζητήματος αυτού, με την κίνησή του σε μια τόσο ευγενική και πολιτισμική σφαίρα; Ποιος όμως από την ημεδαπή πολιτική, έστω τη Θρακική, θα ενδιαφέρονταν να το προβάλλει;