ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ, 2006
Βρέφος οκτώ μηνών, τι να θυμάμαιαπ’ το Νοέμβρη του εβδομήντα τρία;Τη νύχτα εκείνη, του Πολυτεχνείουανύποπτα με είδαν να κοιμάμαιτην ώρα που γραφόταν η ιστορίαπου διδαχτήκαμε, στα χρόνια του σχολείου.
Ανύποπτα τους βλέπω να κοιμούνταιφιλήσυχους πολίτες, πια ενηλίκους,που πίστεψαν πως είναι ελευθερίανα μεγαλώνουν, δίχως να φοβούνταιτης φύσης τα στοιχειά, τους άγριους λύκουςμε τεχνητή ασφάλεια, ευημερία.
Σ’ ένα κλουβί μες τις τερατουπόλειςκι η κάμερα να τους ακολουθεί.Ωστόσο εγώ αισθάνομαι ασφυξία.Στον έλεγχο αντιδρώ της σκέψης μου όλης,μα με πηγαίνουν επιδέξια προς τα κει,με μια -μεσαίας τάξης- χρήσεως οδηγία.
Το παραδέχομαι, κι εγώ περιοδικάδιαβάζω λαϊφστάιλ, καταναλώνω.Ρούχα, παπούτσια, έχω ένα σωρό.Ριάλιτυ όλο βλέπω και φανατικάστοιχηματίζω υπέρ κάποιου και μαλώνω,νιώθοντας κάπως σαν να κέρδισα κι εγώ.
Ειδήσεις βλέπω, από κείνες τις ωραίεςτις πιπεράτες, τι φοράει κανείςκαι ποιος μαλλιοτραβήχτηκε προχθές.Ακούω όλους εκείνους, που σπουδαίεςεκφέρουν γνώμες, που αλλάζουν εξ αρχής.Αρέσει και σε μένα ο χαβαλές.
Μα κάπου-κάπου, από τη χαύνωσή μουμνήμες του Χάξλεϊ και τ’ Όργουελ ξυπνούν.Οι Άλφα, οι Βήτα, ο Μεγάλος Αδερφός.Και θ’ αναρωτηθώ, στη σύγχυσή μουεάν υπάρχουν κι άλλοι, που ασφυκτιούν,μήπως δεν είν’ αυτός πολιτισμός.
Και θα σκεφτώ πως στου Πολυτεχνείουτ’ όραμα πρέπει να συσπειρωθούμεκαι πάλι, γιατί λείπει η Ελευθερία.Ελπίδα μόνη κάποιες Διαδικτύουφωνές και λίγα έντυπα – μ’ αρκούνε.Είμαστε πια πολλοί, που νιώθουμε ασφυξία.
(2006, ηλ. περιοδικό Ποιείν)