Σελίδες

Sunday, 14 February 2010

Ο Παιδικός σταθμός

Ο χώρος του Παιδικού σταθμού υπάρχει από την στιγμή κατά την οποία η εξέλιξη της κοινωνίας δημιουργεί άλλες μορφές διαβίωση και ύπαρξης του ανθρώπου. Από την στιγμή κατά την οποία οι κοινωνικές ανάγκες οδήγησαν μαζικά την γυναίκα στον χώρο της εργασίας.  
Με αυτό τον τρόπο η κοινωνική ανάπτυξη άλλαξε την ισορροπία μέσα στην οικογένεια και άλλαξε και την λειτουργία της.
Βέβαια και τότε που οι γυναίκες δεν δούλευαν ακόμα, τότε που ο παιδικός σταθμός δεν αποτελούσε κομμάτι του σχεδιασμού της εθνικής εκπαίδευσης, τότε που τα παιδιά πηγαίναν στο σχολείο στα έξη, ή τα εφτά τους χρόνια, η αναγκαιότητα του παιδιού να έλθει σε επαφή με άλλα παιδιά ήταν άκρως σημαντική για το ίδιο. 
Αυτή η λειτουργία λοιπόν, εκπληρωνόταν στο οριοθετημένο χώρο της τότε γειτονιάς όπου δινόταν η δυνατότητα στο παιδί να συναντήσει τα άλλα παιδιά, στις αλάνες, όπως λέγαμε παλιά, δηλαδή σε χώρους τους οποίους δεν είχε καλύψει η οικιστική δόμηση. 
Άρα ο παιδικός σταθμός σήμερα είναι η εξέλιξη της γειτονιάς ή της αλάνας και δεν είναι μόνο μια αναγκαιότητα η οποία διαμορφώνεται λόγω της απασχόλησης των γονέων αλλά διαμορφώνεται περισσότερο από την ανάγκη να έρθει το παιδί σε επαφή με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του, σε ένα χώρο ασφαλή. Αυτό το ρόλο παίζει σήμερα ο παιδικός σταθμός.
Δεν πάμε λοιπόν το παιδί μας στον παιδικό σταθμό
διότι δεν έχουμε απλά χρόνο,
αλλά διότι είναι αναγκαίο για την ομαλή ψυχοκοινωνική του εξέλιξη.

Η μη Αγάπη

Ό,τι κακό γίνεται σ’ αυτό τον κόσμο είναι από έλλειψη Αγάπης.
Κάθε δυστυχία, κάθε πίκρα, κάθε πόνος, κάθε πόλεμος, κάθε κακοποίηση, κάθε καταστροφή συντελούνται από όλους εμάς, όταν δεν αγαπάμε.
Που δεν αγαπάμε, τον εαυτό μας, τον διπλανό μας, το περιβάλλον, τον τόπο μας, την δουλειά μας, το σπίτι μας.
Η πείνα, η φτώχεια, οι πόλεμοι είναι προϊόν της Μη Αγάπης.

Μαγειρέψτε ένα φαγάκι και βάλτε του μπόλικη αγάπη, βάλτε του μεράκι, κέφι και θα απολαύσετε το πιο υπέροχο έδεσμα.
Πάρτε τα ακριβότερα υλικά και φτιάξτε την πιο εξεζητημένη gourmet συνταγή του μεγαλύτερου σεφ.
Αν δεν γουστάρετε αυτό που κάνετε, αν δεν το αγαπάτε, το φαγητό σας δεν θα τρώγεται.

Η Αγάπη είναι χαρά, είναι ευτυχία, είναι σκοπός και προορισμός.
Τα υλικά που είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος είναι η Αγάπη και η προοπτική του είναι να μοιράζει Αγάπη.
Γιατί όμως; Γιατί αντί να δίνει αγάπη και να παίρνει χαρά, δίνει εγωισμό και εισπράττει πόνο; Γιατί;
Μητέρα κάθε κακού είναι η Μη Αγάπη και παρόλα αυτά αντιστεκόμαστε στην έμφυτη τάση μας να προσφέρουμε απλόχερα την Αγάπη.

Η Αγάπη είναι ελευθερία, είναι νίκη στον φόβο.

Κάντε έρωτα με τον σύντροφο που αγαπάτε. Πόσο πιο όμορφα νιώθετε σε αντίθεση από τις φορές που κάνατε έρωτα ευκαιριακά ή περιστασιακά;
Πόσο άδειοι νιώσατε, όταν κοιτάξατε δίπλα σας και συνειδητοποιήσατε ότι τίποτε δεν σας συνδέει με τον ερωτικό σας παρτενέρ και το μόνο που θέλατε ήταν να τα μαζέψετε και να φύγετε άρον-άρον;

Η επιλογή της Μη αγάπης πρώτα απ’ όλα δηλώνει ότι δεν αγαπάμε τον εαυτό μας.
Όταν  δεν αγαπάμε, ξοδεύουμε την ψυχή μας, με αντίτιμο την μοναξιά.
Όταν δεν αγαπάω, χαραμίζομαι.  Αναλίσκομαι. Ξοδεύομαι.
Η Αγάπη είναι Χαρά, είναι Ελευθερία, είναι Ευτυχία.
Η Μη Αγάπη είναι πηγή κακού, κάθε κακού.

Εμείς επιλέγουμε.
Πάντα εμείς.

Το Χαμομηλάκι 

Πλάτωνα "Συμπόσιον": Έρωτος Έπαινος Διοτίμας

  Αρχαίο κείμενο και μετάφραση:στο Hellenica


(ὁ ἔρως ἐστί) τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ.
(έρωτας είναι) ἐπιδίωξη τῆς γέννησης καὶ τοῦ τόκου μέσα στὸ ὡραῖο.

Μια φορά κι έναν καιρό,  
τότε που οι άνθρωποι πίστευαν,
πως πάνω στο Μύτικα,
στου Όλυμπου την ψηλότερη κορφή,
είχε ο Δίας το θεϊκό του ανάκτορο,
πανηγύρι λαμπρό στήθηκε
και τραπέζι πανώριο στρώθηκε
με όλα του κόσμου τα καλά,
επειδή η Αφροδίτη  γεννήθηκε,
επειδή η ίδια η Ομορφιά
στη γη των ανθρώπων κατέβηκε.


Μια βδομάδα πριν,
ο πατέρας των θεών
και όλων των θνητών ανθρώπων
έστελνε με τον Ερμή, τον ταχυδρόμο του, προσκλήσεις σε όλους τους θεούς
και στα παιδιά τους,
τους ημίθεους,
και στο γλέντι τους καλούσε,
εκεί επάνω στο Μύτικα,
στο θεϊκό του ανάκτορο.

Όλοι, μα όλοι, με χαρά μεγάλη άρχισαν απ’ το πρωί 
στο κατάφωτο ανάκτορο να μπαίνουν
και να τρώνε και να πίνουν
και ευχές να δίνουν
για πάντα η Αφροδίτη,
η Ομορφιά η ίδια, να μείνει μαζί τους 
και στη ζωή όλων άλλο νόημα να δώσει.

Γέλια, τραγούδια και χαρές στο παλάτι μέσα.
Έξω όμως απ’ αυτό, στους μεγάλους κήπους
μια σκιά περιδιαβαίνει.
Άσχημη, βρώμικη
και θλιβερή και θυμωμένη,
που μόνο αυτή δεν κάλεσε
ο Δίας στη γιορτή.
Κατά το συνήθειο της όλο και ψαχουλεύει
κάτι να βρει πείνα και δίψα να χορτάσει,
κάποιο ρούχο ν' αρπάξει τα κουρέλια να σκεπάσει,
κάπως να καταφέρει μέσα να μπει να βολευτεί και να ξαποστάσει. Στάθηκε αδύνατο όμως, αφού το Κράτος και η Βία, οι φρουροί του παλατιού, είχαν πάρει εντολή να μην αφήσουν την Πενία, τη Φτώχεια δηλαδή, να μπει στη γιορτή και με την κακομοιριά της το κέφι, την όρεξη και τη χαρά να διώξει.

Η Πενία, το λοιπόν, έξω τριγυρνώντας, σ΄ έναν θάμνο μεγάλο και ανθισμένο από κάτω βρίσκει τον Πόρο, τον Πλούτο,
της Μήτιδας το γιο,
όμορφο παλληκάρι που κατά πως φαίνεται παράπιε από το Νέκταρ –το κρασί δεν το ΄ξεραν ακόμη– και γλυκοκοιμόταν. Μαζί του θα πλαγιάσω, σκέφτηκε, που θα ξανάβρω τέτοια τύχη, εγώ η ίδια η Φτώχεια με τον Πλούτο να βρεθώ;

Και πλάγιασε, και την ίδια τη μέρα που η Ομορφιά γεννήθηκε, η περιφρονεμένη Πενία έπιασε στην κοιλιά της  γιο, 
που πατέρα του τον Πόρο είχε.

Και ο γιος αυτός ο Έρωτας είναι,
που `χει μάνα του τη Φτώχεια και πατέρα του τον Πλούτο. Και επειδή τη μέρα που ο Αφροδίτη γεννήθηκε, στην κοιλιά της Φτώχειας πιάστηκε, πιστός ακόλουθος και υπηρέτης της Ομορφιάς έγινε και αυτή παντοτινά τον γοητεύει και σαν μαγνήτης τον τραβά.

Ο γιος της Φτώχειας, που λέτε, πάντα φτωχός είναι σε όλη τη ζωή του, και ούτε τρυφερός, όπως λένε οι περισσότεροι,
ούτε όμορφος ο ίδιος είναι
(ποιος έχασε τρυφεράδα και ομορφιά για να τη βρει αυτός;), αλλά σαν τη μάνα του είναι σκληρός και ξυπόλυτος και ξερακιανός και άστεγος,
χάμω κοιμάται χωρίς στρωσίδια
και με τη μιζέρια σύντροφος.
Στα κατώφλια των σπιτιών
στα σοκάκια που γυρίζει τον ουρανό έχει για στέγη.

Πήρε κι απ’ τον πατέρα του όμως, τον Πόρο, χαρίσματα και είναι παράτολμος αντρειωμένος και φοβερός κυνηγός που το ταίρι του ψάχνει και στήνει μηχανές και παγίδες με τρόπους σοφούς ή πονηρούς.
Και ούτε θνητός ούτε αθάνατος είναι αλλά την ίδια στιγμή που γεννιέται, πεθαίνει.
Στην ίδια μέρα μέσα τη μια στιγμή ανθίζει και είναι όλο ζωή, όταν αυτό που κυνηγάει το αποχτήσει, και την άλλη πεθαίνει αφού ό,τι αποχτά μέσα από τα δάχτυλα του γλιστράει και το χάνει.

Έχει και δεν έχει, ούτε φτωχός μα ούτε και πλούσιος είναι. Κυνηγός είναι της Ομορφιάς, και του Καλού. Και σαν το αποχτήσει έλλειμμα πάντα έχει και δεν του φτάνει.
Ακόρεστος είναι και ανήσυχος πάντα.
Κυνηγός, παγιδευτής του Καλού και του Ωραίου και θέλει παντοτινά να το κατέχει
Και είναι ο Έρωτας  γέννα του Καλού μέσα στην Ομορφιά.
Μια γέννα που ποτέ δεν τελειώνει
—Θηρευτής του Καλού
—Γιατί;
—Για να το κάνει δικό του
—Για πόσο;
—Για πάντα
—Και να το γεννάει μέσα στην Ομορφιά;
—Για πάντα

Και μέσα από τις γέννες αυτές τι ζητάει;
Την Αθανασία να κερδίσει, ο Έρωτας, ούτε θνητός ούτε αθάνατος μιας και παιδί της Φτώχειας είναι και έχει πατέρα τον Πλούτο

Διασκευή από το "Συμπόσιον" του Πλάτωνα
Έρωτος Έπαινος Διοτίμας
Κεφ. 2ο 203b