Το έργο - σταθμό του Κάρολου Ντιλ για την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προσέφερε από την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010 και για πέντε Κυριακές η «Κ.Ε.»
«Η σύχρονη Ελλάδα οφείλει πολύ περισσότερα στο χριστιανικό Βυζάντιο παρά στην Αθήνα του Περικλή και του Φειδία», έγραφε στις αρχές του 20ού αιώνα ο Γάλλος ιστορικός και ακαδημαϊκός Κάρολος Ντιλ (1859-1944), ένας από τους διαπρεπέστερους βυζαντινολόγους της εποχής του, καθηγητής στα πανεπιστήμια του Νανσί, του Παρισιού και του Χάρβαρντ που, με βιβλία και τη διδασκαλία του, άνοιξε νέους δρόμους στη μελέτη του βυζαντινού πολιτισμού.
Σ' αυτόν χρωστάμε την κλασική πλέον «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», έργο-αναφοράς πολύτιμο για την εθνική μας αυτογνωσία, το οποίο προσέφερε σε πέντε τόμους η «Κ.Ε.» αρχής γενομένης από την Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010.
«Δεν πρέπει να φανταζόμαστε ότι στα χίλια χρόνια που επέζησε, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο ακολούθησε μια συνεχή πορεία προς την καταστροφή. Τις κρίσεις στις οποίες παραλίγο να υποκύψει, ακολούθησαν πολλές φορές περίοδοι ασύγκριτης λάμψης», διευκρινίζει ο Ντιλ στις εισαγωγικές σελίδες της «Ιστορίας...» του. Κι ευθύς εξαρχής επισημαίνει τη σωτήρια για την Ευρώπη στρατιωτική αξία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την άνθιση στους κόλπους της του «πιο εκλεπτυσμένου πολιτισμού του Μεσαίωνα» και την «παντοδύναμη» πνευματική επιρροή της τόσο στη Δύση όσο και στην σλαβική και ασιατική Ανατολή.
Πλούσια εικονογράφηση
Όπως παραδέχεται ο Γάλλος ιστορικός, «Θα 'ταν παιδιάστικο ν' αποκρύψουμε τα ελαττώματα αυτού του κράτους. Γνώρισε πολύ συχνά επαναστάσεις των ανακτόρων και στρατιωτικές στάσεις. Αγάπησε με πάθος τα παιχνίδια του ιπποδρόμου και ακόμη περισσότερο τις θεολογικές έριδες. Παρά την κομψότητα του πολιτισμού του, τα ήθη του ήταν συχνά σκληρά και βάρβαρα, και παρήγαγε σε μεγάλη αφθονία μέτριους χαρακτήρες και κακές ψυχές. Αλλά ό,τι κι αν ήταν, αυτό το κράτος υπήρξε μεγάλο... Κι όσο μακρινή κι αν φαίνεται η ιστορία του, δεν είναι καθόλου μια ιστορία νεκρή που πρέπει να ξεχαστεί».
Ο πρώτος τόμος του έργου δίνει μια συνοπτική εικόνα της εξέλιξης του Βυζαντίου, από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 330 έως την πτώση της το 1453. Πλούσια εικονογραφημένος με χάρτες, βυζαντινές εικόνες, νομίσματα και ψηφιδωτά -όπως και οι υπόλοιποι άλλωστε- είναι χωρισμένος σε οχτώ μεγάλα κεφάλαια που δίνουν το στίγμα της πολιτικής και των κρίσεων που αντιμετώπισαν από τον Κωνσταντίνο, τον Ιουστινιανό και τον Ηράκλειο, έως τους Ισαύρους, τους Κομνηνούς και τους Παλαιολόγους.
Στον δεύτερο τόμο, ο Ντιλ αναλύει σε βάθος τα αίτια του μεγαλείου αλλά και της παρακμής της αυτοκρατορίας στη μακρόχρονη πορεία της, εστιάζοντας στον χαρακτήρα της αυτοκρατορικής εξουσίας, στην οργάνωση και τα επιτεύγματα του στρατού, στην κοινωνική και πολιτική διαφθορά, στις συνέπειες του βυζαντινού ιμπεριαλισμού κ.ά.
Η κίνηση των ιδεών και τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα εξετάζονται και στον τρίτο τόμο, όπου αποτυπώνεται η θέση του Βυζαντίου στον Μεσαίωνα κι αναδεικνύονται τα προβλήματα της αυτοκρατορίας σε πολιτικό, θρησκευτικό, στρατιωτικό, οικονομικό και διοικητικό επίπεδο. Ενώ στους δύο τόμους που ακολουθούν, ο Κάρολος Ντιλ ανιχνεύει τους καρπούς των επαφών που αναπτύχθηκαν από τον 10ο αιώνα έως και τα μέσα του 15ου μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, δίνοντας μια σειρά από γλαφυρά πορτρέτα γυναικείων, κυρίως, βυζαντινών μορφών.
Στην πινακοθήκη που φιλοτεχνεί ο Ντιλ, θα συναντήσουμε γυναίκες έντιμες και λιγότερο έντιμες, ευλαβικές ή φιλόδοξες, γυναίκες ωραίες σαν κι αυτές που «έσερνε πίσω του ο βυζαντινός Δον Ζουάν Ανδρόνικος Κομνηνός», υπάρξεις μοιραίες όπως η «Μεγάλη αμαρτωλή» Θεοφανώ. Κι ακόμα, βυζαντινές πριγκίπισσες που έφυγαν από την πρωτεύουσα του Βοσπόρου για ν' ανεβούν σε δυτικούς θρόνους, αλλά και πριγκίπισσες της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας που «μεταφυτεύτηκαν» στην Ανατολή, βιώνοντας στο πετσί τους την «έλλειψη συνεννόησης που χώριζε πάντα αυτούς τους δύο εχθρικούς κόσμους, παρά τις προσπάθειές τους να πλησιάσουν και να καταλάβουν ο ένας τον άλλον», όπως σημειώνει ο γάλλος ιστορικός. *