Ότε κατήλθες πρός τον θάνατον, η Ζωή η αθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας τη αστραπή της Θεότητος, ότε δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων ανέστησας, πάσαι αι Δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον:
Ζωοδότα Χριστέ ο Θεός ημών, δόξα Σοι.
When You descended to death, O Immortal Life, then, the light of Your divinity destroyed Hades. When You raised the dead from the depths of darkness, all the heavenly powers cried out, "Glory to You our Christ, the Giver of Life."
9. Έρραναν τον τάφον αι Μυροφόροι μύρα, λίαν πρωί ελθούσαι.
10. Ω Τριάς Θεέ μου, Πατήρ Υιός και Πνεύμα, ελέησον τον κόσμον.
11.Ιδείν την του Υιού σου, Ανάστασιν, Παρθένε, αξίωσον σους δούλους.
«Σε τον αναβαλλόμενον…»
Σε τον αναβαλλόμενον το φως, ώσπερ ιμάτιον, καθελών Ιωσήφ από του ξύλου συν Νικοδήμω, και θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, άταφον, ευσυμπάθητον θρήνον αναλαβών, οδυρόμενος έλεγεν˙ οίμοι, γλυκύτατε Ιησού˙ ον προ μικρού ο ήλιος εν Σταυρώ κρεμάμενον θεασάμενος, ζόφον περιεβάλλετω, και η γη τω φόβω εκυμαίνετω, και διερρήγνυτο ναού το καταπέτασμα˙ αλλ’ ιδού νυν βλέπω σε, δι’ εμέ εκουσίως υπελθόντα θάνατον˙ πώς σε κηδεύσω, Θεέ μου; ή πώς σινδόσιν ειλήσω; ποίαις χερσί δε προσψαύσω, το σον ακήρατον σώμα; ή ποία άσματα μέλψω, τη ση εξόδω, οικτίρμον; Μεγαλύνω τα πάθη σου υμνολογώ και την ταφήν σου, συν τη αναστάσει, κραυγάζων˙ Κύριε, δόξα σοι.
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάζεις.
Ξαίρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράζεις.
Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό,
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω, την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ' απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ,
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι...
Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις, θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή, σαν την αλήθεια της σιωπής. Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.