Σελίδες

Saturday, 25 December 2010

Η Φεγγαρένια: Παραμύθι και παιδί

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα κοριτσάκι, που ζούσε με την μαμά και τον μπαμπά της σε ένα σπιτάκι, δίπλα στην θάλασσα.
Το κοριτσάκι, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, ζητούσε από την μαμά της, να την αφήσει, να χαζέψει για λίγο το φεγγάρι, που καθρεφτιζότανε στα γαλήνια νερά της θάλασσας.
Έτσι και εκείνο το βράδυ, το κοριτσάκι, καληνύχτισε το φεγγάρι και ξάπλωσε στο κρεβατάκι της.Ενώ κοιμότανε, είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο. Το φεγγαράκι, είχε αφήσει τον έναστρο ουρανό και πήγε να δει από κοντά το κοριτσάκι, που κοιμότανε γλυκά στο κρεβατάκι του.
«Γεια σου κοριτσάκι. Σε βλέπω κάθε βράδυ που με χαιρετάς πριν κοιμηθείς. Απόψε, αποφάσισα να έρθω να σε δω από κοντά ».
Το κοριτσάκι σάστισε, αλλά ήτανε και πολύ χαρούμενο.
«Έχω μια ιδέα, θέλεις να σε πάω μια βόλτα ψηλά στον ουρανό;», της είπε το φεγγαράκι.
«Ναι, το θέλω πολύ», είπε χαρούμενα το κοριτσάκι.
«Κρατήσου γερά από πάνω μου και ετοιμάσου να σου δείξω τον δικό μου κόσμο», είπε χαμογελώντας το φεγγαράκι.

Πράγματι, σε λίγο, το κοριτσάκι είχε ανέβει στην πλάτη του φεγγαριού και μαζί ταξιδεύανε στα σύννεφα.
«Αλήθεια, πως σε λένε;» ρώτησε το φεγγαράκι. Όμως το κοριτσάκι, ήτανε τόσο ενθουσιασμένο, που κοιτούσε γύρω της, χωρίς να μιλάει.
«Εντάξει, για απόψε, λοιπόν, θα είσαι η
« Φεγγαρένια» και γέλασαν και οι δύο με την ψυχή τους.
«Που πάμε τώρα;» ρώτησε το κοριτσάκι.
«Στα σύννεφα, να μόλις φτάσαμε».

Η Φεγγαρένια, τότε, πήδησε από την πλάτη του και έτρεξε πάνω στα σύννεφα. Χοροπηδούσε με την ψυχή της και γελούσε.
«Είναι τόσο όμορφα εδώ πέρα, και τα σύννεφα είναι τόσο μαλακά σαν βαμβάκι», είπε η Φεγγαρένια.
«Έλα, ανέβα πάλι να φύγουμε, έχουμε και σε άλλα μέρη να πάμε».
«Ναι, ναι, πάμε!», φώναξε η Φεγγαρένια.
«Ετοιμάσου να δεις όλα τα αστέρια του ουρανού», είπε το φεγγαράκι και της χαμογέλασε.
Η Φεγγαρένια, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μπροστά στα μάτια της, κείτονταν δεκάδες λαμπερά αστέρια. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναδεί τόσα πολλά μαζί. Ήθελε να τα μετρήσει, μα ζαλιζότανε από το λαμπερό φως των αστεριών.

«Είναι τόσα πολλά, αλλά που κρύβονται κάθε βράδυ τόσα αστέρια;», ρώτησε το κοριτσάκι.

«Υπάρχουν πάντα στον ουρανό, φεγγαρένια, απλώς μερικές φορές τα κρύβουνε τα σύννεφα, για αυτό δεν τα βλέπεις όλα. Άλλωστε είμαστε τόσο κοντά τώρα. Περίμενε λίγο», είπε το φεγγαράκι.

Τότε, το φεγγαράκι, άπλωσε το χέρι του και τράβηξε ένα αστέρι μικρό αλλά τόσο φωτεινό όπως όλα τα άλλα.
«Αυτό το αστέρι στο χαρίζω, είναι δικό σου Φεγγαρένια. Το βράδυ πριν κοιμηθείς να το έχεις κάτω από το μαξιλάρι σου και να θυμάσαι, ότι θα είναι εκεί μαζί σου και δεν θα φοβάσαι τίποτα πια. Όμως να το φυλάξεις καλά», είπε το φεγγαράκι.

«Θα το φυλάξω στο μπαουλάκι μου, και θα το κλειδώσω με το κλειδάκι του.
Δεν θα το χάσω ποτέ», είπε η Φεγγαρένια με δάκρυα χαράς στα ματάκια της.
«Ανέβα στην πλάτη μου, έχουμε να δούμε και κάτι άλλο», είπε το φεγγαράκι.

Η Φεγγαρένια, ανέβηκε στην πλάτη του, βάζοντας το αστέρι που της χάρισε, βαθιά μέσα στην τσεπούλα της.
Πράγματι, αμέσως μετά, φτάσανε σε μια μεγάλη πόρτα με ψηλά ξύλινα κάγκελα. Πίσω από τα κάγκελα όμως η Φεγγαρένια, διέκρινε πλήθος από πολύχρωμα λουλούδια, όλων των χρωμάτων.
«Τι είναι εδώ?» ρώτησε η Φεγγαρένια.
«Εδώ είναι ο κήπος του ουρανού. Μέσα στον κήπο, θα βρεις πολύχρωμα και μοσχομυριστά λουλούδια».
«Είναι απίστευτο! Μπορώ να τα δω από κοντά;», ρώτησε η μικρή Φεγγαρένια και πριν προλάβει να της απαντήσει το φεγγαράκι, η μικρή βρισκόταν ήδη μέσα στον τεράστιο κήπο.
«Είναι όλα τόσα όμορφα, και μυρίζουνε τόσο ωραία. Αλλά, φεγγαράκι, ποιος τα ποτίζει όλα αυτά τα λουλούδια;» είπε με απορία η Φεγγαρένια.
« Μα φυσικά τα σύννεφα. Μια φορά την ημέρα, τα σύννεφα μαζεύονται πάνω από τον κήπο και ρίχνουνε βροχή, ώστε τα λουλούδια μας, να παραμείνουνε για πάντα δροσερά και φρέσκα».

Η Φεγγαρένια, έτρεξε ανάμεσα στα λουλούδια, χώνοντας την μυτούλα της ανάμεσα στα πέταλα τους. Άρχισε να στριφογυρνάει χαρούμενα γύρω τους και να ανασαίνει δυνατά, προσπαθώντας να φυλακίσει, όσο περισσότερο μπορούσε μέσα της, από την ευωδιά των λουλουδιών.

«Αν θέλεις, μπορείς να κόψεις ένα λουλούδι, όμως πρόσεχε να διαλέξεις ένα χωρίς αγκάθια», της είπε το φεγγαράκι.

Η μικρή Φεγγαρένια, έκοψε ένα λουλουδάκι, που μύριζε υπέροχα και είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου πάνω του. Έμεινε να το κοιτάζει έκθαμβη και το έχωσε και αυτό στην τσεπούλα της.

«Είναι ώρα να φύγουμε», της είπε το φεγγαράκι.

Με γοργά βήματα, η Φεγγαρένια ανέβηκε για άλλη μια φορά στην πλάτη του φεγγαριού και έγειρε πάνω του. Ήταν τόσο κουρασμένη, αλλά συνάμα πολύ ευτυχισμένη. Δεν έβλεπε την ώρα, να γυρίσει στο σπίτι της και να εξιστορήσει την ωραία περιπέτεια της στην μαμά της. Όμως, τώρα που το καλοσκεφτόταν, θα την πίστευε η μαμά της;

Με όλες αυτές τις σκέψεις να περνάνε στο κεφαλάκι της και η μικρή Φεγγαρένια να χαζεύει από ψηλά τα σπίτια που ξεπρόβαλαν κάτω από τα πόδια της, την θάλασσα που χάιδευε απαλά τις δαντελένιες ακτές του νησιού της, έφτασαν και πάλι στο δωμάτιο της.

«Καληνύχτα και όνειρα γλυκά, να θυμάσαι ότι θα είσαι για πάντα η καλύτερη μου φίλη», είπε το φεγγαράκι.

« Θα σε ξαναδώ ποτέ;» ρώτησε η φεγγαρένια.
« Θα προσπαθήσω, αλλά να ξέρεις πως εγώ θα σε βλέπω και θα σε καληνυχτίζω τα βράδια πριν κοιμηθείς».

Το κοριτσάκι, άνοιξε το μπαουλάκι της και έβαλε το αστεράκι μέσα. Τότε του ψιθύρισε.

«Δεν θα σε αφήσω ποτέ μου».

Ύστερα, ξάπλωσε και έγειρε να κοιμηθεί. Θυμήθηκε όμως το λουλούδι που είχε βάλει μέσα στην τσεπούλα της πιζάμας της. Το έβγαλε και το κράτησε στα χεράκια της, μέχρι που και η ίδια αποκοιμήθηκε γλυκά, μέχρι που ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά στον ουρανό και φώτισε το δωμάτιο του μικρού κοριτσιού.


«Καλημέρα Ελενίτσα, ξύπνα αγάπη μου, είναι ώρα να ετοιμαστείς, να πας σχολείο», άκουσε την φωνή της μαμά της.


Η μικρή Ελενίτσα, έτριψε τα μάτια της και αγκάλιασε την μαμά της χαρούμενα.


«Τι έγινε και είσαι τόσο χαρούμενη, είδες μήπως κανένα όμορφο όνειρο;», είπε χαμογελώντας η μαμά της.

«Μαμά μου, εχθές το βράδυ ήρθε το φεγγαράκι και με πήγε βόλτα», βιάστηκε να πει η μικρή Ελενίτσα.
«Ναι αγάπη μου, έλα να πιεις το γάλα σου τώρα», είπε η μαμά χασκογελώντας από την ιστορία της κορούλας της.

Η μικρή Ελενίτσα, σηκώθηκε από το κρεβάτι και έτρεξε να ακολουθήσει την μαμά της. Τότε έγινε κάτι που την συγκλόνισε. Στο πάτωμα κάτω, βρισκότανε το λουλούδι που κρατούσε το βράδυ στα χεράκια της. Η Ελενίτσα χαμογέλασε ευτυχισμένη και έτρεξε γρήγορα να ετοιμαστεί για το σχολείο της, τόσο χαρούμενη όσο ποτέ άλλοτε.
 

Παραμύθι και παιδί: Το ασημένιο κουδουνάκι


πηγή


Κάποτε σε ένα χωριό δίπλα στη θάλασσα ζούσε ένας σοφός γέροντας. Του άρεσε να κάθεται στη βεράντα του και να κοιτά τη θάλασσα. Για να μη νιώθει μοναξιά είχε κρεμάσει ένα ασημένιο κουδουνάκι στη σκεπή της βεράντας. Μόλις φυσούσε λίγο ο αέρας το ασημένιο κουδουνάκι χτυπούσε χαρούμενα. 
Ο γέροντας περνούσε ώρες και ώρες στη βεράντα του. Χάζευε τη θάλασσα,άκουγε το κουδουνάκι και χαμογελούσε ευτυχισμένος.
Στο ίδιο χωριό ζούσε κι ένας φαρμακοποιός. Ήταν πολύ δυστυχισμένος γιατί οι δουλείες του δεν πήγαιναν καλά κι ήταν τόσο λυπημένος που δεν ήξερε τι να κάνει.
Αποφάσισε λοιπόν να πάει στο γέροντα και να ζητήσει τη συμβουλή του. Όταν έφτασε σπίτι του τον είδε να κάθεται ευτυχισμένος δίπλα στη θάλασσα. Μόλις άκουσε το γλυκό ήχο του κουδουνιού κατάλαβε το γιατί.
Έτσι ζήτησε από τον γέροντα να του δανείσει για λίγο το κουδουνάκι. Γιατί όχι; -είπε εκείνος- Σε παρακαλώ όμως να μου το επιστρέψεις γιατί χωρίς αυτό είμαι δυστυχισμένος.
Ο φαρμακοποιός τον ευχαρίστησε και υποσχέθηκε να του φέρει το κουδουνάκι την άλλη μέρα.
Όταν πήγε σπίτι του έβαλε το κουδουνάκι στο κήπο του κι ο ήχος του ήταν τόσο χαρούμενος που ο φαρμακοποιός χαλάρωσε, η ζωή του φάνηκε όμορφη και άρχισε μονομιάς να χορεύει....
Την επόμενη μέρα ο φαρμακοποιός δε φάνηκε από το σπίτι του γέροντα και εκείνος είχε κιόλας χάσει το κέφι του χωρίς το κουδουνάκι του.... Κάθε λίγο και λιγάκι έβγαινε στο δρόμο και κοιτούσε μήπως ερχόταν κανείς αλλά που.
Έτσι όταν πήγε πια μεσημέρι ο γέροντας φώναξε ένα μαθητή του, τον Τσιάο και του είπε:
Πήγαινε μέχρι το σπίτι του φαρμακοποιού σε παρακαλώ. Χτες του δάνεισα το ασημένιο κουδουνάκι μου μα ξέχασε να μου το επιστρέψει. Πες του πως τον περιμένω με μεγάλη ανυπομονησία!
Ο Τσιάο έτρεξε στο σπίτι του φαρμακοποιού αλλά μόλις μπήκε στο κήπο άκουσε τη γλυκιά μελωδία από το κουδουνάκι. Είδε το φαρμακοποιό να χορεύει και αισθάνθηκε τόσο χαρούμενος που άρχισε κι αυτός να χορεύει! 
Εν τω μεταξύ είχαν περάσει κιόλας τόσες ώρες και στο σπίτι του γέροντα δεν είχε φανεί ούτε ο φαρμακοποιός ούτε ο Τσιάο.
Ο γέρο σοφός θυμωμένος φώναξε ένα άλλο μαθητή του, τον Κοτάρο και του είπε:
Τρέχα στο σπίτι του φαρμακοποιού και πες του να μου φέρει αμέσως το ασημένιο μου κουδουνάκι. Κι αν συναντήσεις στο δρόμο τον Τσιάο πες του πως πρέπει να ντρέπεται που δεν ακούει το δάσκαλο του.
Ο Κοτάρο πήγε στο σπίτι του φαρμακοποιού όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Όταν έφτασε εκεί είδε έκπληκτος τον Τσιάο και το φαρμακοποιό να χορεύουν χαρούμενοι στον κήπο. Και πριν καλά καλά το καταλάβει αισθάνθηκε τόσο ευτυχισμένος που άρχισε να χορεύει κι εκείνος.
Ο ήλιος κόντευε να δύσει και ο γέροντας ακόμα περίμενε το ασημένιο κουδουνάκι του.
Τον έπιασε μια βαθιά μελαγχολία χωρίς τον ήχο του αγαπημένου του κουδουνιού. Τελικά δεν άντεξε άλλο και πήγε ο ίδιος να δει τι συνέβαινε.
Σαν έφτασε επιτέλους στο σπίτι άκουσε τον ήχο του ασημένιου κουδουνιού και είδε στον κήπο,ανάμεσα στα λουλούδια, τον φαρμακοποιό και τους δυό του μαθητές να χορεύουν χαρούμενα.
Ο γέροντας απόρησε και δεν ήξερε τι εξήγηση να δώσει. Δεν έμεινε όμως πολύ ώρα έτσι. Η λύπη του εξαφανίστηκε και ένιωσε την επιθυμία να χορέψει. 
Πιάστηκε χέρι-χέρι με το φαρμακοποιό, τον Τσιάο και τον Κοτάρο και ευτυχισμένοι συνέχισαν να χορεύουν όλοι μαζί.
Κι όποιος περνούσε απ το σπίτι του φαρμακοποιού το έριχνε κι αυτός στο χορό.
Κι αν τύχει και περάσεις ποτέ από κει θα τους δεις ακόμα, όλους μαζί να χορεύουν. Μα δεν ξέρω αν θα γυρίσεις πίσω γιατί μπορεί κι εσύ να μείνεις εκεί και να χορέψεις μαζί τους