Μια φορά κι έναν καιρό, στην άκρη ενός μεγάλου καταπράσινου δάσους υπήρχε μια λιμνούλα με νεράκι γαλάζιο στη μέση και πρασινωπό στις όχθες, από τους μικρούς θάμνους και τα χορταράκια που ολόγυρά της φύτρωναν.
Ήταν ήσυχα εκεί που άρχιζε το μεγάλο δάσος και όποιος πήγαινε μια βόλτα στη λιμνούλα θαρρούσε πως βρισκόταν σε έναν άλλο κόσμο, μακριά και πέρα από τη βουερή φασαρία της κοντινής μεγάλης πόλης.
Η λιμνούλα είχε για στολίδια όμορφα νούφαρα, που σαν στρογγυλές βαρκούλες έπλεαν λες πάνω στα νερά της, με τα κόκκινα, κίτρινα ή πορτοκαλί λουλούδια τους, χωρίς όμως να πηγαίνουν πουθενά.
Κάτι όμως δεν πήγαινε καλά. Στα δυο ήταν χωρισμένη η γαλάζια λιμνούλα.
Από τη μια μεριά, πάνω στα νούφαρα, ήταν καθισμένα πολλά-πολλά βατραχάκια, που ποτέ δεν πήγαιναν στην άλλη μεριά. Ποτέ.
Από την άλλη, μέσα στο νερό, πολλά-πολλά χρυσοψαράκια, που ποτέ δεν πήγαιναν στην άλλη μεριά. Ποτέ.
Βλέπετε βατραχάκια και χρυσοψαράκια ήταν μαλωμένα, κανείς δεν ξέρει από πότε και για ποιο λόγο. Έτσι, βλέπανε μόνο τα άσχημα και τα κακά των άλλων, των απέναντι,
και κανένα σωστό και καλό. Πίστευαν λοιπόν ότι μόνο αυτοί ήταν έξυπνοι, όμορφοι και καλοί.
και κανένα σωστό και καλό. Πίστευαν λοιπόν ότι μόνο αυτοί ήταν έξυπνοι, όμορφοι και καλοί.
Να, ο κύριος Μπάκακας, καθισμένος πάνω στο νούφαρο με το κόκκινο λουλούδι, βγάζει φωνή μεγάλη μόλις βλέπει τον κύριο Χρυσάφη από απέναντι.
—Να τα μαζέψεις τα παιδιά σου τα κιτρινιάρικα. Δεν έχουν καμμιά δουλειά με τα δικά μου. Και χλάααπ άρπαξε με την κόκκινη γλώσσα του ένα παχουλό κουνούπι.
—Εσύ να μαζέψεις τα χαζά και άσχημα παιδιά σου. Δεν έχουν καμιά δουλειά με τα χρυσαφένια ομορφοψαράκια μου, απάντησε ο Χρυσάφης και φράααπ, με μια βουτιά χάθηκε στο γαλάζιο νεράκι νευριασμένος.
Σε δυο μέρη χωρισμένη λοιπόν ήταν η λιμνούλα και μόνο το μεγάλο νερόφιδο ο κύριος Σοφούλης μπορούσε παντού να τριγυρνάει και κανένας δεν του έλεγε κουβέντα, μιας και ήταν σοβαρός και καλός και απ’ όλους σοφότερος.
Και δε σας είπα ότι σε άλλο σχολειό πήγαιναν τα μπακακάκια, σε άλλο τα χρυσοψαράκια και ούτε έπαιζαν μαζί βέβαια αφού οι γονείς τους κουκούτσι μυαλό δεν είχαν στο κεφάλι τους.
Ένα απόγευμα ζεστό, την ώρα που ο ήλιος έδυε, το νερόφιδο ο Σοφούλης που όλοι τον σέβονταν στάθηκε στη μέση της λίμνης και έβαλε μεγάλη φωνή.
—Μεγάλο κακό μας βρήκε, ελάτε εδώ κοντά μου όλοι, να δούμε τι θα κάνουμε, πως θα τα βγάλουμε πέρα. Κοιτάξτε καλά το νεράκι, άρχισε να μαυρίζει και μια βρωμερή μυρωδιά βγαίνει από τη λιμνούλα μας. Αλλά σας αφήνουν οι καυγάδες να δείτε τη συμφορά που μας ήρθε;
Αναστατώθηκαν τα βατραχάκια και τα χρυσοψαράκια και άρχισαν να κάνουνε γύρους για να βρουν, στη δικιά τους μεριά βέβαια, για να καταλάβουν τι γίνεται.
—Ξέρω από πού βγαίνουν οι βρωμιές. Τις είδα εκεί αριστερά δίπλα στο σπίτι σου Μπάκακα, από μια μαύρη σωλήνα να βγαίνουν.
—Καλά να πάθεις, τσίριξε ο Χρυσάφης το χρυσόψαρο, τέτοιος που είσαι καλά να πάθεις.
—Τι λες ανόητε; Νομίζεις ότι, επειδή το σπίτι σου είναι στα δεξιά, εσύ θα τη γλιτώσεις;
Δεν έχει δεξιά και αριστερά, άμυαλοι, όλοι μας την ίδια λιμνούλα έχουμε για σπίτι.
Έτσι είπε θυμωμένα ο Σοφούλης το νερόφιδο, που όλοι τον σέβονταν μιας και ήταν σοβαρός και καλός και απ’ όλους σοφότερος.
—Άντε αφήστε στην πάντα τις διαφορές σας –που κανένας σας δεν ξέρει πότε και γιατί ξεκίνησαν-, αφήστε το μίσος που σας τρώει και σκεφτείτε τι θα κάνουμε για να γλιτώσουμε όλοι.
Εκείνη τη στιγμή βούουουουρ, βούουουουουρ ακούστηκε και ξεχύθηκαν από τη μαύρη σωλήνα πολλά βρώμικα νερά.
Όλοι τρόμαξαν και τραβήχτηκαν πέρα.
—Μια ιδέα μου ήρθε στο μυαλό! Ξέρω τι πρέπει να κάνουμε. Είπε ο Σοφούλης.
Μα μόνος μου δε θα τα καταφέρω. Πρέπει να βουλώσουμε τη σωλήνα. Εμπρός, όλοι στη δουλειά. Μαζέψτε φύλλα, χορταράκια, πέτρες και χώμα με νερό, να κάνουμε λάσπη. Γρήγορα, μη στέκεστε. Πρέπει να βουλώσουμε τη σωλήνα.
Γρήγορα-γρήγορα, που λέτε, μπήκαν στη γραμμή και άρχισαν να κλείνουν τη βρωμερή σωλήνα.
Και επειδή ήταν πολλά- πολλά βατραχάκια και πολλά- πολλά χρυσοψαράκια, και επειδή όμορφα συνεργάστηκαν, σύντομα έκλεισε η τρύπα και τα βρώμικα νερά σταμάτησαν να βγαίνουν.
Το απόγευμα της άλλης μέρας το εργοστάσιο που βρισκόταν έξω από την κοντινή πόλη και ήταν κοντά στη λιμνούλα, πλημμύρισε από βρώμικα νερά. Οι μηχανές του βούλωσαν και χάλασαν και μεγάλη ζημιά έπαθαν οι άνθρωποι με τις χοντρές κοιλιές, τα χοντρά πορτοφόλια και τα αχόρταγα στομάχια.
Το έμαθαν άνθρωποι καλοί, και πολλά παιδιά και νέοι -πολλοί νέοι- και καθάρισαν εντελώς από τα μολυσμένα βρωμόνερα τη λιμνούλα με τα νούφαρα και μέχρι τώρα εκεί πηγαίνουν εκδρομή, να δροσιστούν και να χαρούν από την ομορφιά της.
Ένας όμορφος κόσμος έγινε η λιμνούλα για μπάκακες, για χρυσόψαρα και για το σοφό τους δάσκαλο το Σοφούλη το νερόφιδο, που πολύ συγκινημένος πάλι τους μάζεψε όλους και τους είπε.
— Καλά τα καταφέρατε. Άντε δώστε τα χέρια τώρα και φιληθείτε όλοι με όλους, η έχθρα να τελειώσει.
Έτσι κι έγινε. Και τα δυο σχολειά γίνανε ένα, ένας και οι δυο παιδότοποι και φιλαράκια καλά κι αχώριστα έγιναν χρυσοψαράκια και μπακακάκια.
Και κάτι τελευταίο.
Αυτά, θαρρώ, δεν έγιναν μια φορά κι έναν καιρό.
Η λιμνούλα με τα νούφαρα είναι κάπου δίπλα στον καθένα μας.
Μόλις τη βρείτε, ποτέ μα ποτέ να μην αφήσετε να την καταστρέψουν οι άνθρωποι με τις χοντρές κοιλιές, τα χοντρά πορτοφόλια και τα αχόρταγα στομάχια.
Και έτσι θα ζουν όλα τα πλάσματα στη γη καλά και όλου του κόσμου οι άνθρωποι, ακόμα καλύτερα!
Βασιλική Π. Δεδούση