Συνένοχοι της Αρτέμιδος Καπούλα
Photo: Γιάννης Καρνεσιώτης |
Το μωρό στις πλάτες του άντρα μπροστά μου ήταν δεν ήταν δύο χρονών. |
Ήμουν αγανακτισμένη μα δεν φώναξα «κλέφτες», ούτε μούντζωσα. Ντρεπόμουν ξαφνικά.
Ντρεπόμουν εκείνα τα παιδικά μάτια. Πίστεψα ότι η φωνή μου θα χτυπήσει σαν αντανάκλαση πάνω τους και θα με κάψει. Ένοιωσα ένοχη.
Δεν έκλεψα εκατομμύρια, όχι. Ούτε μίζες πήρα, ούτε μαύρο χρήμα διακίνησα. Δεν έβαλα μέσον για να μπω σε δουλειά, δεν δωροδόκησα, δεν ξεγέλασα το κράτος, μα ένοιωσα ένοχη.
Για τις επιλογές μου τόσα χρόνια, για αυτούς που ψήφισα, για αυτούς που άφησα να με κυβερνούν.
Ένοχη για την σιωπή μου, την συγκατάβαση μου.
Για όλες τις δικαιολογίες που βρήκα για να καλύψω δικές μου αλλά και αγαπημένων ανθρώπων μικρές παραβάσεις.
Εκείνες τις καθημερινές, τις απλές που δεν καταστρέφουν τον κόσμο αλλά συντηρούν την ασχήμια του βάζοντας το δικό τους λιθαράκι.
Ένοχη για τα όχι που δεν είπα, για συμπεριφορές που δεν αποδοκίμασα.
Για όλες τις φορές που συμβιβάστηκα με εκείνο το « ωχ μωρέ, εσύ θα αλλάξεις τον κόσμο» και έκανα τα στραβά μάτια χωρίς να συνειδητοποιώ ότι ήμουν ήδη τυφλή.
Τραγούδησα τον Εθνικό ύμνο, έριξα μια τελευταία ματιά στον μπόμπιρα και έφυγα. Πήγα γιατί δεν με χώραγε το σπίτι. Έφυγα γιατί δεν με χώραγε ο εαυτός μου.