Ο μικρός κάστορας ζούσε ολομόναχος στην άκρη της μεγάλης λίμνης. Δεν
είχε αδερφούς. Δεν είχε αδερφές. Και το χειρότερο απ' όλα δεν είχε ούτε
φίλους. Μια μέρα, την ώρα που καθόταν στην άκρη της λίμνης άρχισε να
κλαίει. Έκλαιγε πολύ δυνατά και μετά δυνατότερα. Ξαφνικά άκουσε κάτι
παράξενο. Στην άλλη άκρη της λίμνης κάποιος άλλος έκλαιγε μαζί του. Ο
μικρός κάστορας σταμάτησε να κλαίει για να ακούσει. Αμέσως σταμάτησε και
ο άλλος. Ο μικρός κάστορας ήταν πάλι μόνος του.
"Μπουχ, χου, χουου" έκανε.
"Μπουχ, χου, χουου", έκανε και η φωνή , στην απέναντι μεριά της λίμνης.
Ο μικρός κάστορας σταμάτησε να κλαίει.
«Γεια σου», φώναξε.
«Γεια σου!» φώναξε και η φωνή , από την πλευρά της λίμνης.
Ο μικρός κάστορας σκέφτηκε για ένα λεπτό.
«Είμαι μόνος μου», είπε. «Χρειάζομαι ένα φίλο».
«Είμαι μόνος μου», είπε η φωνή από την απέναντι πλευρά της λίμνης.
«Χρειάζομαι ένα φίλο».
Ο μικρός κάστορας δεν μπορούσε να το πιστέψει. Στην άλλη
άκρη της λίμνης, ζούσε και κάποιος άλλος, που ήταν θλιμμένος και χρειαζόταν
ένα φίλο. Πήγε γρήγορα στη βάρκα και ξεκίνησε για να τον βρει. Η λίμνη ήταν
πολύ μεγάλη. Κωπηλατούσε και κωπηλατούσε συνέχεια. Κάποτε είδε μια μικρή πάπια,
που έκανε κύκλους κολυμπώντας.
«Ψάχνω κάποιον που χρειάζεται ένα φίλο», είπε ο μικρός
κάστορας. «Εσύ ήσουν που έκλαιγες;»
«Πραγματικά χρειάζομαι ένα φίλο», είπε η πάπια. «Μα δεν
έκλαιγα εγώ».
«Θα γίνω εγώ φίλος σου», είπε ο μικρός κάστορας. «Έλα μαζί
μου».
Έτσι η πάπια πήδηξε μέσα στη βάρκα.
Κωπηλατούσαν και κωπηλατούσαν συνέχεια. Κάποτε είδαν μια
μικρή ενυδρίδα που γλιστρούσε ολομόναχη πάνω κάτω στην όχθη.
«ψάχνουμε κάποιον που χρειάζεται ένα φίλο», είπε ο μικρός
κάστορας. «Εσύ ήσουν που έκλαιγες;»
«Πραγματικά χρειάζομαι ένα φίλο», είπε η ενυδρίδα.
«Μα δεν έκλαιγα εγώ».
«Θα γίνουμε εμείς φίλοι σου» είπαν ο μικρός κάστορας και η
πάπια.
«Έλα μαζί μας».
Έτσι η ενυδρίδα πήδηξε μέσα στη βάρκα.
Κωπηλατούσαν και κωπηλατούσαν συνέχεια. Κάποτε είδαν μια
μικρή χελώνα, που λιάζονταν ολομόναχη πάνω σε ένα βράχο.
«Ψάχνουμε κάποιον που χρειάζεται ένα φίλο», είπε ο μικρός
κάστορας. «Εσύ ήσουν που έκλαιγες;»
«Πραγματικά χρειάζομαι ένα φίλο», είπε η χελώνα. «Μα δεν
έκλαιγα εγώ».
«Θα γίνουμε εμείς φίλοι σου» είπαν ο μικρός κάστορας ,η
πάπια και η ενυδρίδα. «Έλα μαζί μας».
Έτσι η χελώνα πήδηξε μέσα στη βάρκα και κωπηλατούσαν και
κωπηλατούσαν, μέχρι που έφτασαν στην
άκρη της λίμνης. Εκεί ζούσε ολομόναχος, ένας σοφός γερό-κάστορας σε ένα σπίτι
από λάσπη. Ο μικρός κάστορας του είπε πως κωπηλάτησαν σε όλη τη λίμνη, για να
βρουν ποιος έκλαιγε.
«Δεν ήταν η πάπια», είπε «Δεν ήταν η ενυδρίδα, μα ούτε κι η
χελώνα. Ποιος ήταν άραγε;»
«Ήταν η ηχώ», είπε ο σοφός γερό-κάστορας.
«Και που μένει;» ρώτησε ο μικρός κάστορας.
«Στην άλλη άκρη της λίμνης», είπε ο σοφός γερό-κάστορας. «Όπου
κι αν βρίσκεσαι, η ηχώ, είναι πάντοτε στην απέναντι πλευρά της λίμνης».
«Μα γιατί κλαίει;», ρώτησε ο μικρός κάστορας.
«Όταν είσαι εσύ θλιμμένος, είναι θλιμμένη κι η ηχώ», είπε
ο σοφός γερό-κάστορας. «Όταν είσαι ευτυχισμένος, είναι ευτυχισμένη κι η ηχώ».
«Μα πως μπορώ να την βρω και να γίνω φίλος της;» ρώτησε ο
μικρός κάστορας. «Δεν έχει κανένα φίλο, όπως εγώ».
«Έχεις εμένα», είπε η πάπια.
«Κι εμένα», είπε η ενυδρίδα.
«Και μένα», είπε η χελώνα.
Ο μικρός κάστορας τα’ χασε. «Ναι», είπε, «έχω πολλούς
φίλους τώρα!»
Και ήταν τόσο ευτυχισμένος, που είπε ξανά πολύ δυνατά: «Έχω
πολλούς φίλους τώρα!»
Από την άλλη άκρη της λίμνης , μια φωνή του απάντησε: «Έχω
πολλούς φίλους τώρα!»
«Βλέπεις;» είπε ο σοφός γερό-κάστορας. «Όταν είσαι
ευτυχισμένος, είναι ευτυχισμένη και η ηχώ. Όταν έχεις φίλους, έχει φίλους κι
αυτή».
«Ζήτω!», φώναξε δυνατά, απαντώντας τους: «Ζήτω!»
*ενυδρίδα: μικρόσωμο ζώο που ζει στα ποτάμια και τις λίμνες.
Άμυ Μακ Ντόναλντ