Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό.
Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε
την πρώτη του αγάπη, κοντούλα και στρουμπουλή.
Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις αναμνήσεις του. Η ελιά κάθε μέρα και πιο όμορφη.
Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις αναμνήσεις του. Η ελιά κάθε μέρα και πιο όμορφη.
Πάνε οι ελιές, πάνε τα φύλλα, πάει η ομορφιά.
Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά κι άρχισε να την ραβδίζει. Πάνε οι ελιές, πάνε τα φύλλα, πάει η ομορφιά.
Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε:
-Μ αγαπούσε και με χάλασε; Πως εννοεί ο άνθρωπος την αγάπη; Έλεγε και ξανάλεγε.
Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει:
-Άκουσε να σου πω! Ο άνθρωπος δεν ξέρει την αγάπη.
Μην τον παρεξηγείς. Κοίταξε εμένα που μια ζωή με μαδάει για να μάθει…
________
Πηγή: Το πηγάδι του κρίνου / Λουδοβίκος των Ανωγείων