Παρασκευή βράδυ και
πήγαμε με την παρέα στην ταβέρνα. Ήταν
11 περίπου και τελειώναμε το φαγητό όταν
ο δικός μου άνθρωπος μου είπε, δεν νιώθω
καλά να βγούμε λίγο έξω να πάρω αέρα.
Μέχρι να βγούμε έξω, έπεσε.
Έπεσε εκεί
μπροστά μας, μέσα την ταβέρνα. Κατάχαμα.
Φαρδιά-Πλατιά. Ήρθαν άνθρωποι να βοηθήσουν
και ένας γιατρός και μια νοσοκόμα. Είχε
χάσει τις αισθήσεις. Κάλεσαν τις Πρώτες
Βοήθειες. Το νοσοκομειακό ήρθε σε 5
λεπτά. Δυο νέοι. Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.
Ευπρεπείς, ευγενικοί και καταρτισμένοι.
Με σίγουρες κινήσεις πήραν τον ασθενή.
Θα πήγαιναν στον Ευαγγελισμό.
Ακολούθησα
με το αυτοκίνητο. Άργησα να μπω στο
νοσοκομείο, δεν έβρισκα να παρκάρω. Πήγα
εκεί που στάθμευαν τα νοσοκομειακά για
να αφήσουν ασθενείς, ήταν τα επείγοντα
περιστατικά. Πανικός. Το αδιαχώρητο.
Ρώτησα στο γκισέ. Μου είπαν να πάω στο
Παθολογικό. Χαμός. Το Νοσοκομείο του
Ευαγγελισμού διανυκτέρευε μέχρι τις 8
το πρωί.
Τα φορεία δεν είχαν χώρο να
περάσουν, ένας security
προσπαθούσε να ελέγξει την είσοδο στο
Παθολογικό. Κατάφερα να μπω ως μοναδικός
συνοδός του ασθενή. Άλλος πανικός εκεί.
Μεγαλύτερος.
Γιατροί, αδελφοί, βοηθοί,
ειδικευόμενοι όλοι πάνω από έναν ασθενή.
Αφοσιωμένοι. Μίλησα σε αρκετούς, όλοι
ευγενικοί. Βρήκα τον άνθρωπο μου, είχε
τις αισθήσεις του. Μια επιμελήτρια, όπως
έμαθα μετά, ήταν από πάνω του. Μου ζήτησε
να της εξιστορήσω το περιστατικό. Μου
έφτιαξε μια σειρά από παραπεμπτικά,
πολλές εξετάσεις. Εξετάσεις αίματος,
γενικές, βιοχημικές, ακτινογραφίες,
καρδιογραφήματα, εξέταση στο καρδιολογικό, αξονική.
Πήγα στο γραφείο
για τα παραπεμπτικά. Μια ουρά τεράστια,
περίμενα υπομονετικά. Κάποια στιγμή
μου φάνηκε ότι άκουσα το όνομα μου.
Κοίταξα αλλά δεν «είδα» τίποτε. Μετά
από λίγο ήρθε και με βρήκε η Επιμελήτρια, αυτή έφερε ακόμη ένα
παραπεμπτικό. Έφτασα στο γκισέ. Μιλήσαμε
για τους χιλιάδες ανθρώπους που έχουν
περάσει από τον πάγκο του νύχτες. Μου
έβγαλε τα χαρτιά και μου είπε, από βδομάδα
θα έρθεις να τακτοποιήσεις τα διαδικαστικά
με το ταμείο και να κρατάς 24,5 ευρώ.
Εδώ, στην πατρίδα μας,
ακόμη έχουμε ανθρωπιά. Πρώτα θα σε δουν
σαν ασθενή.
Μια φορά είχα βρεθεί στο
Ελσίνκι. Η σύζυγος του συνταξιδιώτη
μου, έπαθε τα ίδια περίπου. Είχε έρθει
το νοσοκομειακό αμέσως και την πήρε.
Μετά από ώρες κατάφερα να βρω το νοσοκομείο
και να πάω εκεί. Μετά από ώρες, ακόμη οι
φίλοι μου ήταν ΕΞΩ από το νοσοκομείο
και η ασθενής στο φορείο. Έπρεπε να
ρυθμιστούν πρώτα τα των ταμείων. Εκεί
ο παθών είναι πελάτης, σε μας ακόμη είναι
ασθενής και εύχομαι να μείνει έτσι για
πάντα.
Εκεί στην Λέσβο, οι Μυτιληνιοί
με έναν παπά μπροστάρη, πρώτα θα
περιθάλψουν τους μετανάστες που θα
ξεβράσει η θάλασσα και μετά θα φωνάξουν
τις αρχές. Πρώτα θα πάνε κουβέρτες, πρώτα
θα τους ταΐσουν, πρώτα θα τους ποτίσουν
και μετά θα αρχίσουν τις γκρίνιες τους.
Πολλά στραβά έχει η πατρίδα μου, αλλά
έχει μερικές αξίες που δεν τις αλλάζω
με καμιά Ευρώπη.
Πήγαμε στο καρδιολογικό,
κι άλλες εξετάσεις κι άλλες αξονικές
και εγκεφαλογράφημα για επιληψία. Παντού
πανικός. Αυτό δεν ήταν διανυκτέρευση,
αυτό δεν ήταν εφημερία νοσοκομείου.
Αυτό ήταν εμπόλεμη κατάσταση.
Τα
νοσοκομειακά έρχονταν αλλεπάλληλα.
Συνοδοί έφερναν τους ανθρώπους τους,
Συνέχεια μέχρι το πρωί. Και οι γιατροί;
Αφοσιωμένοι, εργατικοί, ευσυνείδητοι,
ευγενικοί. Έπιαναν τον άρρωστο και τον
έκαναν φύλλο και φτερό και μετά στον
επόμενο. Και εξηγούσαν και συζητούσαν
και σου έδιναν σημασία. Δεν με κοίταζαν
αφ’ υψηλού. Έλεγα κάτι σε έναν, μήπως
μπορείτε αυτό; Και πετιόταν ένας άλλος
και έλεγε, εγώ, θα το κάνω, προλαβαίνω
και έλεγε στο συνάδερφο του, άστο, το 'χω.
Και με χαμόγελο.
Είχε λερωθεί μια
ασθενής και ντρεπότανε. Πήγε ο άντρας
σε μια αδερφή. Μήπως υπάρχει μια ντουζιέρα
να πάμε να την πλένω; Όχι κύριε, δεν
υπάρχει, ποια είναι η κυρία και θα την
καθαρίσω εγώ είπε η αδερφή.
Ένας
κακομοίρης, μεγάλος άνθρωπος, έσπρωχνε
σε ένα φορείο την γριά γυναίκα του. Κάπου
προσπαθούσε να την πάει. Και δεν μπορούσε
να κουμαντάρει το φορείο. Όλο έπεφτε
πάνω σε κάτι, σε γωνία, σε φορείο, σε
άνθρωπο. Ζορίζονταν ο γεράκος. Πέρασε
ένας του νοσοκομείου. Τραυματιοφορέας,
νοσοκόμος, ούτε ξέρω. Άστο σε μένα, εγώ
θα το πάρω, πες μου που πάμε και έφυγε
σφαίρα ανάμεσα στα «εμπόδια» Αυτοί
είναι οι γιατροί και οι βοηθοί τους στον
Ευαγγελισμό. Πρώτα είναι Άνθρωποι και
μετά είναι ΗΡΩΕΣ. Ήρωες κανονικοί.
Τ’ ακούς Άδωνι; Και
καλά είναι να κάνεις έφοδο μια νύχτα που
διανυκτερεύει ο Ευαγγελισμός. Να δούμε
αν θα ξανάβγαινες στην τηλεόραση να μας
πεις για τα σχέδια σου και τις περιστολές
σε προσωπικό, μονάδες και λεφτά. Όσα
λεφτά και να δώσεις σ' αυτούς τους
ανθρώπους, τα αξίζουν.
Ήταν ένας, τύπος, ωραίος
τύπος, νέος. Γιατρός ήταν, νοσοκόμος
ήταν, δεν ξέρω θα σας γελάσω. Φορούσε
πράσινο πανταλόνι και άσπρη ή
γκρίζα μπλούζα κοντομάνικη, δεν θυμάμαι. Έκανε
τη δουλειά του, αλλά ήταν και αυστηρός.
Μιλούσε δυνατά κάνοντας παρατηρήσεις.
Αφού λέει κλειστή να είναι η πόρτα, γιατί
την ανοίγετε; Τέτοια φώναζε. Τον κοίταξα,
είχε ένα τατουάζ στο χέρι του. Κάλυπτε
όλη την εσωτερική μεριά του πήχη του
χεριού του. Πήγα κοντά του. Τι είναι
αυτό; Τον ρώτησα. Ποιο; ρώτησε; Αυτό! Και
έπιασα το χέρι του γυρίζοντας το τατουάζ
στο φως. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είπε και
έσκυψε το κεφάλι του.
Ωραίος!! δήλωσα,
χωρίς να διευκρινίσω αν αφορούσε αυτόν
ή τον Αρχάγγελο. Ευχαριστώ πολύ είπε
και δεν ξαναφώναξε, τουλάχιστον εκείνο
το βράδυ.
Κάναμε όλες
τις εξετάσεις, 7 ή ώρα το πρωί φεύγαμε
κι εκεί που φεύγαμε άκουσα μια μάνα που
έλεγε στο γιο της. Ξέρεις κάτι παιδί
μου; Με όλα αυτά που είδα απόψε εδώ, ένα
πράγμα θέλω μόνο:
ΝΑ ΓΙΝΩ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ
ΑΝΘΡΩΠΟΣ!