Ο εννιάχρονος Τζέρι ήταν απορροφημένος με το ηλεκτρονικό του παιχνίδι,
ενώ ο πατέρας του προσπαθούσε να εξηγήσει στον παιδίατρο ότι το παιδί
είχε αδυναμία συγκέντρωσης.
Το παιδί τριγύριζε στο ιατρείο, αγνοώντας
τις ερωτήσεις του γιατρού.
Για λίγο κάθισε στην καρέκλα και άξαφνα
πετάχτηκε ουρλιάζοντας: «Στοπ. Ποιο νομίζετε ότι είναι το πρόβλημα
εδώ;».
Στην πραγματικότητα το εννιάχρονο αγόρι υποδυόταν ο δρ Πίτερ Γένσεν,
ένας από τους διαπρεπέστερους παιδοψυχιάτρους των ΗΠΑ, ο οποίος
περιοδεύει σε όλη τη χώρα διδάσκοντας σε παιδιάτρους και άλλους
επαγγελματίες υγείας πώς να αξιολογούν τα ψυχικά προβλήματα των παιδιών
και ιδιαίτερα τη διαταραχή υπερκινητικότητας και ελλειμματικής προσοχής.
Ενα στα επτά παιδιά στις ΗΠΑ (το 20% του συνόλου των αγοριών)
διαγιγνώσκεται με τη διαταραχή πριν κλείσει τα 18 χρόνια, σύμφωνα με τα
στοιχεία των Κέντρων Ελέγχου Νοσημάτων και Πρόληψης.
Η ανησυχία για τη διαχείριση της νόσου έχει γεννήσει ερωτήματα για τη
διαγνωστική ικανότητα των παιδιάτρων και τη δυνατότητά τους να
συνταγογραφήσουν φάρμακα όπως το Adderall και το Concerta, που έχουν
αρκετούς κινδύνους.
Εξαιτίας της έλλειψης παιδοψυχιάτρων, το βάρος της διάγνωσης επωμίζονται
οι παιδίατροι και οι γενικοί γιατροί, που συνήθως δεν έχουν ιδιαίτερη
εκπαίδευση επί του θέματος. Αυτό ακριβώς το πρόβλημα προσπαθεί να
αντιμετωπίσει ο δρ Γένσεν με τους συνεργάτες του.
Η εκδήλωση στη Νέα Υόρκη, στην οποία συμμετείχε ο δρ Γένσεν, δεν
εστιάστηκε μόνο στη διαταραχή υπερκινητικότητας και ελλειμματικής
προσοχής. Αντιθέτως, ο τίτλος της εκδήλωσης ήταν «Μην κάνεις “απλά”
κάτι», υπόμνηση στους γιατρούς να μην υποκύψουν στη διάθεση της
συνταγογράφησης και να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο στη διάγνωση του
προβλήματος. Το σεμινάριο οργάνωσε το Ινστιτούτο Προώθησης Παιδικής
Υγείας.
Οι γιατροί υποδύονται τη συμπεριφορά των μικρών ασθενών που πάσχουν από
διαταραχές υπερκινητικότητας και ελλειμματικής προσοχής, βοηθώντας τους
συναδέλφους τους να αναγνωρίσουν ευκολότερα το πρόβλημα.
Πιο φειδωλοί
Αν και το πρόγραμμα δεν αποθαρρύνει τους γιατρούς από το να
διαγιγνώσκουν τη διαταραχή και να συνταγογραφούν φάρμακα –αφού αν ο
ασθενής μείνει χωρίς θεραπεία, θα αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα στον
ακαδημαϊκό και κοινωνικό στίβο–, όσοι το παρακολούθησαν υποστηρίζουν ότι
είναι πιο φειδωλοί.
Η δρ Νίνα Χιούμπερμαν, παιδίατρος στο Μπρονξ, παραδέχεται ότι το
πρόγραμμα επέτρεψε στους γιατρούς να περιθάλπουν άτομα με περιορισμένη
πρόσβαση στις δομές παροχής ιατρικής φροντίδας. Τώρα η δρ Χιούμπερμαν
δεν αναγκάζεται να στέλνει τις οικογένειες σε ειδικούς με τον κίνδυνο να
μην τους επισκεφθούν ποτέ λόγω κόστους, απόστασης ή του στίγματος της
νόσου.
Ωστόσο, η επίδραση που έχει το πρόγραμμα του Ινστιτούτου είναι
περιορισμένη. Σε κάθε εκπαιδευτικό κύκλο συμμετέχουν 40 γιατροί. Είναι,
λοιπόν, δύσκολο να επηρεάσουν τον χειρισμό 400.000 παιδιών που
διαγιγνώσκονται με τη διαταραχή κάθε χρόνο.
kathimerini