Κι αυτό γιατί, ενώ δεν έχει την ευθύνη, αισθάνεται φόβο, ντροπή και την απειλή του στιγματισμού, της γελοιοποίησης και της απόρριψης, αν μιλήσει γι’ αυτό.
Χιλιάδες άτομα έχουν υποστεί κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία, και τα γεγονότα καλύπτονται σήμερα από βαρύ πέπλο σιωπής. Ακόμα και όταν η κακοποίηση γίνει γνωστή στους οικείους, πολύ συχνά μπαίνει στο επτασφράγιστο μπαούλο της οικογενειακής ενοχής.
Και η κοινωνία, από την άλλη, δύσκολα δέχεται να συζητήσει αυτά τα θέματα και προτιμά να τα αποσιωπά, θεωρώντας ότι συμβαίνουν μόνο σε οικογένειες «τεράτων», σε Ρομά, σε εξαρτημένους, σε κοινωνικά αποκλεισμένους, σε τρελούς, που συνήθως αποτελούν τους αποδιοπομπαίους τράγους σε μια «καθώς πρέπει» κοινωνία. Με αυτό τον τρόπο η κοινωνία έχει την ψευδαίσθηση ότι είναι ασφαλής και, ακόμα κι όταν η κακοποίηση συμβαίνει, αρνείται να τη δει, την απωθεί, τη θεωρεί μια «αθώα παρεξήγηση». Ωστόσο, τα θύματα της σεξουαλικής κακοποίησης υποφέρουν και κουβαλάνε στη ζωή τους ένα αβάσταχτο φορτίο πόνου και ενοχής, ενώ η υπόλοιπη κοινωνία μπορεί να σφυρίζει αδιάφορα για ένα θέμα που θεωρεί ταμπού.
Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε το βιβλίο της Δήμητρας Πατρικαράκου «Βεβήλωση», το οποίο αναφέρεται στην προσωπική της ιστορία κακοποίησης. Το γενναίο αυτό βιβλίο αποκαλύπτει επώνυμα ένα προσωπικό και οικογενειακό μυστικό, που συνοδεύεται από έντονα συναισθήματα θυμού, ενοχής, πόνου και οργής. Η Δήμητρα, παιδί μιας ευυπόληπτης οικογένειας, παίρνει το ρίσκο της αυτοαποκάλυψης και εκτίθεται στην κοινωνία, παρά το κίνδυνο στιγματισμού και απόρριψης, παρά την αναστάτωση που αυτό θα φέρει. Με τη μαρτυρία της δεν επιζητά τη συμπάθεια, τη συμπόνια, την αποδοχή και την υποστήριξη. Επιδιώκει να σπάσει τη σιωπή γύρω απ’ το θέμα, να υπενθυμίσει ότι η κακοποίηση μπορεί να συμβεί στο διπλανό μας σπίτι ή ακόμα και στο δικό μας, με πρωταγωνιστές τους κοντινούς μας ανθρώπους. Άλλωστε, οι περισσότερες έρευνες δείχνουν ότι στα περιστατικά αυτά εμπλέκονται ως δράστες κυρίως πρόσωπα κοντινά και συγγενικά, παρά άγνωστοι.
Η σεξουαλική κακοποίηση αποτελεί κατάχρηση δύναμης και εξουσίας από έναν ενήλικο, άνδρα συνήθως, πάνω σε ένα αβοήθητο παιδί. ‘Έναν ενήλικα που δεν μπορεί να ελέγξει τις ορμές του και θεωρεί ότι μπορεί να ασκήσει έλεγχο σε ένα αδύναμο παιδί. Το επώδυνο βάρος αυτής της εμπειρίας, θα κουβαλάει το παιδί μέσα του για πολλά χρόνια, χωρίς ίσως να αποκαλύψει ποτέ τι έγινε, από το φόβο ότι μπορεί να ξαναζήσει μια νέα εμπειρία κοινωνικής κακοποίησης μέσα από την επίκριση και απόρριψη των άλλων. Η αίσθηση της αδυναμίας και του αβοήθητου θα ακολουθεί το παιδί και στα χρόνια της ενηλικίωσης, δημιουργώντας ένα βαθύ τραύμα και φόβο για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Ωστόσο η προσπάθεια για πρόληψη, ενημέρωση και έγκαιρη παρέμβαση μπορεί να ενισχυθεί όταν οι ‘επιζήσαντες’ μιλούν για τις προσωπικές τους ιστορίες. Το δικό τους κουράγιο και η απόφασή τους να γράψουν και να μιλήσουν μπορεί να ξυπνήσει και την κοινωνία.