Γλωσσοδέτες: Στην ελληνική λαογραφία ο όρος γλωσσοδέτης ή γλωσσολύτης
ή και "καθαρογλώσσημα" αποτελεί συνήθως μια πρόταση, την οποία πρέπει
κανείς να επαναλάβει ή να επαναλαμβάνει συνεχώς ταχύτερα, με λέξεις που
μοιάζουν μεταξύ τους, περισσότερο όμως πλαστές, και που καθίστανται
έτσι δυσπρόφερτες προκαλώντας τα γέλια με τους αποτυχόντες την ορθή
επανάληψη.
Ανεβαίνω, κατεβαίνω, μπαινοβγαίνω κι ανεβομπαινοβγαινοκατεβαίνω.
Κάστανα βραστά σκαστά με τη βραστή σκαστή κουτάλα.
Κοράλλι πετροκόραλλο και πετροκοραλλάκι.
Κούπα καπακωτή, κούπα καπακωμένη, κούπα ξεκαπάκωτη, κούπα ξεκαπακωμένη.
Βρίσκω πόρτες κλειδωτές, κλειδωμένες και κλειδαροαμπαρωμένες.
γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας, με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του
να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια, τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά
σου.
Η συκιά μας η διπλή, η διπλογυριστή, κάνει τα σύκα τα διπλά, τα
διπλογυρι-γυριστά. Πάει ο σκύλος ο διπλός, ο διπλογυρι-γυριστός,να φάει
τα σύκα τα διπλά, τα διπλογυρι-γυριστά.