Ἦτον νύχτα, εἰς τὴν στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Τί μεγάλο κακὸ νὰ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγώνει;
Μὲς στὸ σπίτι μιὰ χαροκαμμένη,
Μιὰ μητέρα ἀπὸ πόνους γεμάτη,
Στοῦ παιδιοῦ της τὴν κούνια σκυμμένη
Δέκα νύχταις δὲν ἔκλειγε μάτι,
Εἶχε τρία παιδιὰ πεθαμμένα,
Ἀγγελούδια, λευκὰ σὰν τὸν κρίνο,
Κ' ἕνα μόνον τῆς ἔμεινεν, ἕνα
Καὶ στὸν τάφο κοντὰ ἦτον κ' ἐκεῖνο.
Τὸ παιδί της μὲ κλάμμα ἐβογγοῦσε
Ὡς νὰ ἐζήταε τὸ δόλιο βοήθεια,
Κ' ἡ μητέρα σιμά του ἐθρηνοῦσε
Μὲ λαχτάρα χτυπῶντας τὰ στήθια.
Τὰ γογγύσματα ἐκεῖνα καὶ οἱ θρῆνοι
Ἐπληγόναν βαθειὰ τὴν ψυχή μου.
Σύντροφός μου ἡ ταλαίπωρη ἐκείνη,
Ἄχ, καὶ τὸ ἄῤῥωστο ἦτον παιδί μου.
Στοῦ σπιτιοῦ μου τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μοῦ ἐμηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγώνει.
Τὸν γιατρὸ καθὼς εἶδε, ἐσηκώθη
Σὰν τρελή. Ὅλοι γύρω ἐσωπαίναν·
Φλογεροὶ τῆς ψυχῆς της οἱ πόθοι
Μὲ τὰ λόγι' ἀπ' τὸ στόμα της βγαίναν.
«Ὤ, κακὸ ποῦ μ' εὑρῆκε μεγάλο!
Τὸ παιδί μου, Γιατρέ, τὸ παιδί μου…
Ἕνα τὤχω, δὲν μ' ἔμεινεν ἄλλο·
Σῶσέ μου το, καὶ πάρ' τὴν ψυχή μου.»
Κι' ὁ γιατρὸς μὲ τὰ μάτια σκυμμένα
Πολλὴν ὥρα δὲν ἄνοιξε στόμα.
Τέλος πάντων - ἄχ, λόγια χαμένα -
«Μὴ φοβᾶσαι, τῆς εἶπεν, ἀκόμα.»
Κ' ἐκαμώθη πῶς θέλει νὰ σκύψῃ
Στὸ παιδὶ, καὶ νὰ ἰδῇ τὸ σφυγμό του.
Ἕνα δάκρυ ἐπροσπάθαε νὰ κρύψῃ
Ποῦ κατέβ' εἰς τ' ὠχρὸ πρόσωπό του.
Στοῦ σπιτιοῦ μας τὴ στέγη ἐβογγοῦσε
Ὁ βορειᾶς, καὶ ψιλὸ ἔπεφτε χιόνι.
Ἄχ, μεγάλο κακὸ μᾶς μηνοῦσε
Ὁ βορειᾶς ποῦ τ' ἀρνάκια παγώνει.
Ἡ μητέρα ποτὲ δακρυσμένο
Τοῦ γιατροῦ νὰ μὴ νοιώσῃ τὸ μάτι,
Ὅταν ἔχει βαρειὰ ξαπλωμένο
Τὸ παιδί της σὲ πόνου κρεββάτι!
---------------------------------
Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας
γεννήθηκε στο Συρράκο το 1805 και πέθανε στην Αθήνα το 1858 σε ηλικία 53
ετών. Ο Χριστόδουλος Ζαλοκώστας, πατέρας του ποιητή, με τον πλούτο,
που είχε αποκτήσει σαν έμπορος, μπήκε στο άπληστο μάτι του Αλή Πασά των
Ιωαννίνων, που τον φορολόγησε μέχρι την τελική οικονομική εξάντλησή του.
Γι' αυτό, φοβούμενος ακόμα και για την ίδια τη ζωή του, άφησε στο Συρράκο
τη γυναίκα του με τα τρία μικρότερα παιδιά και αυτός, παίρνοντας τον
Δημήτρη και τον Γιώργο, πήγε κι εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας.
Έτσι, ο Γιώργος Ζαλοκώστας, ξενιτεύεται στα εννιά του χρόνια, πριν οι
ρίζες του προλάβουν να βυθιστούν βαθιά στον πετρότοπο, όπου γεννήθηκε,
αντίθετα μ’ένα άλλο τέκνο του Συρράκου, τον Κώστα Κρυστάλλη, ξενιτεμένο
βίαια κι αυτό από τον τόπο του στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων, που τα
βιώματα της Πίνδου και ο γλωσσικός πλούτος του λαού της Ηπείρου μέστωσαν
μέσα του και μας έδωσαν όχι μόνο ανεπανάληπτα βουκολικά/ποιμενικά
ποιήματα αλλά και υποδειγματική χρήση της γλώσσας, τη γνήσια γλώσσα του
δημοτικού τραγουδιού.
Διαβάστε περισσότερα: vlahoi