Μελοποιήθηκε από τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο - Μάντζαρο
Τὴν εἶδα τὴν Ξανθοῦλα,
Τὴν εἶδα ψὲς ἀργά,
Ποῦ ἐμπῆκε 'ς τὴ βαρκοῦλα
Νὰ πάῃ 'ς τὴν ξενιτειά.
Ἐφούσκωνε τ' ἀέρι
Λευκότατα πανιά,
Ὡσὰν τὸ περιστέρι,
Ποῦ ἁπλώνει τὰ φτερά.
Ἐστέκονταν οἱ φίλοι
Μὲ λύπη, μὲ χαρά,
Καὶ αὐτὴ μὲ τὸ μαντῆλι
Τοὺς ἀποχαιρετᾷ.
Καὶ τὸ χαιρετισμό της
Ἐστάθηκα νὰ ἰδῶ,
Ὡς ποῦ ἡ πολλὴ μακρότης
Μοῦ τὸ κρυψε καὶ αὐτό.
'Σ ὀλίγο, 'ς ὀλιγάκι
Δὲν ἤξερα νὰ πῶ,
Ἄν ἔβλεπα πανάκι,
Ἤ τοῦ πελάγου ἀφρό.
Καὶ ἀφοῦ πανί, μαντῆλι,
Ἐχάθη 'ς τὸ νερό,
Ἐδάκρυσαν οἱ φίλοι,
Ἑδάκρυσα κ' ἐγώ.
Δὲν κλαίγω τὴ βαρκοῦλα,
Δὲν κλαίγω τὰ πανιά,
Μόν' κλαίγω τὴν Ξανθοῦλα,
Ποῦ πάει 'ς τὴν ξενιτειὰ.
Δὲν κλαίγω τὴ βαρκοῦλα,
Δὲν κλαίγω τὰ πανιά,
Μόν' κλαίγω τὴν Ξανθοῦλα,
Μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιά.