Σελίδες

Sunday, 17 May 2015

Βοήθεια!!!! Έρχεται καινούργιο αδερφάκι ...

Η "ζήλεια" του μεγάλου προς το μικρότερο αδερφάκι ή, πιο σωστά, η δυσκολία των γονιών να βοηθήσουν το μοναχοπαίδι στο νέο του ρόλο ως πρωτότοκο.
 Η έλευση ενός νέου μέλους στην οικογένεια συνήθως αγχώνει τους γονείς: 
Πως θα αντιμετωπίσουμε τη ζήλεια που θα νιώσει το μέχρι πρότινος μοναχοπαίδι μας; Είναι δε τόσο δεδομένη η αντίληψη αυτή που δεν διστάζουν να την εξωτερικεύουν και στα ίδια τα παιδιά που πρόκειται να αποκτήσουν αδελφάκι: «Δεν θα ζηλεύεις, έτσι; Εσύ τώρα είσαι μεγάλο παιδί!». 
........................
Το δεύτερο παιδί σηματοδοτεί τη λήξη του μήνα του μέλιτος των γονιών με το μοναχοπαίδι και την εισαγωγή για πρώτη φορά της έννοιας της δικαιοσύνης στην οικογένεια.
Ο ενίοτε παραπονούμενος ως παραμελημένος από τη μητέρα σύζυγος καλείται τώρα να διαδραματίσει ως πατέρας το «ρόλο της ζωής του», καθώς αυτός θα χαρίσει στη μητέρα το απαραίτητο χρονικό περιθώριο να αφοσιωθεί στο νεοαφιχθέν μέλος, χωρίς να νιώσει παραμελημένο το πρωτότοκο και ταυτόχρονα συσφίγγοντας τους δεσμούς του μαζί του. Το δεύτερο παιδί με τον τρόπο αυτό εμποδίζει την ολέθρια υπερβολική σύντηξη γονέων – παιδιού.
Το δεύτερο παιδί όμως δε θα πρέπει να σημάνει και το τέλος της παιδικότητας που απολαμβάνει το πρωτότοκο.
Συχνά οι γονείς αυξάνουν τις απαιτήσεις τους και γίνονται αυστηρότεροι με τα μεγαλύτερά τους παιδιά. Βλέπουμε να τους αναθέτουν καθήκοντα δυσβάσταχτα για την τρυφερή τους ηλικία, ακόμα και την επίβλεψη του μικρότερου αδερφιού, τη συνοδεία του, το διάβασμα των μαθημάτων, καθιστώντας τα υπο-γονείς.

...........................
πολύ περισσότερα εδώ:
hamomilaki 

«Έλα, δώσε φιλάκι στη γιαγιά!»
Για ποιούς λόγους λέμε αυτή τη φράση;

Έχετε αναρωτηθεί πόσο αθώα ή όχι είναι η φράση «Δώσε φιλάκι στη γιαγιά!»; Το βέβαιο είναι ότι και οι ίδιοι ως παιδιά την ακούσαμε πολλές φορές και να που τώρα ερχόμαστε στη θέση να την πούμε και εμείς στα παιδιά μας αυτή τη φράση.
Η αφορμή είναι λίγο-πολύ κοινή για τους περισσότερους γονείς:

Η γιαγιά ή ο παππούς έρχονται στο σπίτι σας για επίσκεψη και περιμένουν με ανυπομονησία να σφίξουν στην αγκαλιά τους το εγγόνι τους. Όμως, όταν μπαίνουν στο σπίτι έρχονται αντιμέτωποι με μια κατάσταση που σας φέρνει σε αμηχανία [ειδικά εάν πρόκειται για τα πεθερικά σας]: το εγγόνι στέκεται διστακτικό ή ακόμα χειρότερα [για σας] συνεχίζει το παιχνίδι του αντί να τρέξει στην αγκαλιά της γιαγιάς ή του παππού και να τους γεμίσει φιλιά.
Η δική σας αντίδραση δεδομένου μάλιστα ότι καταλαβαίνετε την απογοήτευση της γιαγιάς και του παππού είναι να πείτε στο παιδί «Έλα και δώσε φιλάκι στη γιαγιά που σε αγαπάει». «Μα, δεν πειράζει. Άφησε το παιδί να κάνει ό,τι θέλει», λέει η γιαγιά [στην καλύτερη περίπτωση]. «Θέλει, πώς δεν θέλει», απαντάτε με σταθερό τόνο κοιτάζοντας το παιδί. «Έλα, φιλάκι στη γιαγιά!»

Γιατί το κάνουμε; Ποιοι είναι οι συνηθέστεροι λόγοι για να πούμε στο παιδί μας αυτή τη φράση;
1ον: Νιώθουμε τη λαχτάρα και συνάμα την απογοήτευση της γιαγιάς και του παππού και αυτό μας στενοχωρεί.
2ον: Η συναισθηματική πίεση που νιώθουμε για την εικόνα που θα σχηματίσουν οι άλλοι για μας και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας. Τι θα σκεφτούν; Ενδεχομένως ότι το κλίμα απέναντί τους δεν είναι θετικό και έτσι το εγγόνι – έχοντας ίσως ακούσει αρνητικά γι’ αυτούς σχόλια – είναι συγκρατημένο έως αδιάφορο στην παρουσία τους.
3ον: Γνωρίζουμε καλά ότι οι καλοί τρόποι μαθαίνονται και είναι πρωταρχική ευθύνη των γονιών να μάθουν στα παιδιά τους να συμπεριφέρονται με ευγένεια και σεβασμό στους μεγαλύτερους, πόσο μάλλον στη γιαγιά και τον παππού. Άρα φαντάζει αδιανόητο να αφήσουμε το παιδί μας να συνεχίσει το παιχνίδι αντί να έρθει να φιλήσει τη γιαγιά και τον παππού.

Τι μπορεί στην πραγματικότητα να συμβαίνει από την πλευρά του παιδιού και δεν τρέχει στην αγκαλιά της γιαγιάς και του παππού;
Ίσως να είναι ατυχές το timing. Ειδικά τα παιδιά από 2 έως 5 ετών έχουν μια «ιδιαίτερη σχέση» με τον ύπνο. Εάν το παιδί ξύπνησε πριν λίγο, είναι λογικό να θέλει χρόνο στην αγκαλιά της μαμάς του και επιθυμεί λιγότερο την επαφή με τρίτους.
Ίσως το παιδί να θέλει λίγο χρόνο να συνηθίσει και πάλι την παρουσία της γιαγιάς και του παππού, ειδικά εάν εκείνοι μένουν μακριά και δεν τους βλέπει συχνά.
Ίσως πράγματι να είναι απορροφημένο στο παιχνίδι του.
Ίσως να το ξενίζει η εξωτερική εμφάνιση ενός πολύ ηλικιωμένου ανθρώπου.
Ίσως να μην έχει διάθεση εκείνη τη στιγμή για αγκαλιές και φιλιά, χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Απλώς έτσι νιώθει τη δεδομένη στιγμή.

Ας σκεφτούμε λοιπόν. Όλοι οι παραπάνω πιθανοί λόγοι που μπορεί να έχει το παιδί δεν πρέπει να είναι σεβαστοί; Δεν έχει δικαίωμα να μη θέλει να αγκαλιάσει και να φιλήσει κάποιον τη δεδομένη στιγμή ή να θέλει να τον υποδεχτεί χωρίς αγκαλιές και φιλιά; Και βέβαια έχει. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να μην σπρώχνουμε το παιδί στο να συμπεριφερθεί διαφορετικά από το πώς του υπαγορεύει η εσωτερική του διάθεση.
Επιπλέον, δεν είναι σωστό να το σπρώχνουμε σε μια φυσική επαφή (αγκαλιά, φιλί) παραβλέποντας το γεγονός ότι τα συναισθήματα και οι επιθυμίες του δεν του την υπαγορεύουν. Διαφορετικά το μήνυμα που του δίνουμε και που είναι πολύ σημαντικό και για την ενήλικη ζωή του είναι ότι το κοινωνικώς ορθό και επιθυμητό είναι να παραβλέπουμε τα πραγματικά μας συναισθήματα και τις διαθέσεις και μάλιστα να τα «θυσιάζουμε» στο βωμό της διάθεσης των άλλων. Κι όμως δεν θα το θέλαμε αυτό, ειδικά όταν κάνουμε τόσο κόπο να διδάξουμε στο παιδί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.

Επομένως, δεν θα πρέπει να συγχέουμε την ευγένεια και το σεβασμό με τη διάθεση του παιδιού για φιλιά και αγκαλιές. Εφόσον το παιδί συμπεριφέρεται ευγενικά (π.χ. μιλά με σεβασμό, δεν χτυπά), δεν υπάρχει λόγος να παρέμβουμε στη στάση του, πόσο μάλλον να το απειλήσουμε με τιμωρία εάν ‘δεν έρθει αμέσως να φιλήσει τη γιαγιά ή τον παππού’. Οι διαθέσεις δεν εκβιάζονται, αλλά γίνονται σεβαστές.


Παιδαγωγός - Ερευνήτρια

Τι χάνουν τα παιδιά όταν ο πατέρας τους είναι απών, απόμακρος ή μονίμως απασχολημένος;

Οι μπαμπάδες επιδίδονται συχνά σε ιδιόρρυθμα και ασυνήθιστα παιχνίδια, σε αντίθεση με τις μαμάδες που είναι πολύ πιθανό να παραμείνουν προσκολλημένες σε δοκιμασμένες συνταγές, όπως το «κρυφτούλι», το «πλάθω κουλουράκια», το «έλα να διαβάσουμε ένα βιβλίο» ή το «ας παίξουμε με τα παιχνίδια και τα παζλ σου».
 Από το βιβλίο «Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών», του John Gottman
Κάποιες έρευνες σχετικές με την ανάπτυξη του παιδιού μας πληροφορούν ότι αυτό που τα παιδιά χάνουν είναι κάτι περισσότερο από μια «βοηθητική μητέρα». Ο πατέρας δημιουργεί με το παιδί του μια σχέση τελείως διαφορετική από την αντίστοιχη με τη μητέρα, πράγμα που σημαίνει ότι η συμμετοχή και η εμπλοκή του συμβάλλουν στην ανάπτυξη διαφορετικών ικανοτήτων, ιδιαίτερα στον τομέα των κοινωνικών σχέσεων.
Η επίδραση του πατέρα φαίνεται ακόμη και σε παιδιά πολύ μικρής ηλικίας.
Μια έρευνα έδειξε ότι αγοράκια μόλις πέντε μηνών, τα οποία είχαν πολλές επαφές με τους πατέρες τους, ένιωθαν πιο άνετα όταν περιβάλλονταν από άγνωστα ενήλικα άτομα. Τα μωρά έβγαζαν περισσότερους ήχους και δυσανασχετούσαν λιγότερο όταν οι άγνωστοι τα έπαιρναν αγκαλιά —πάντοτε σε σύγκριση με βρέφη των οποίων οι πατέρες δεν συμμετείχαν στην ανατροφή τους. Μια άλλη μελέτη έδειξε ότι τα μωρά ενός έτους που είχαν περισσότερη επαφή με τον πατέρα τους έκλαιγαν λιγότερο όταν τα άφηναν με άγνωστα πρόσωπα.

Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η επίδραση του πατέρα συντελείται κυρίως μέσα από το παιχνίδι.
Όχι μόνο γιατί οι μπαμπάδες αφιερώνουν χαρακτηριστικά μεγαλύτερο μέρος του χρόνου που διαθέτουν για τα παιδιά τους σε δραστηριότητες παιχνιδιού, αλλά και γιατί το στιλ του παιχνιδιού που υιοθετούν είναι πιο πολύ σωματικό και περισσότερο συναρπαστικό από την αντίστοιχη αλληλεπίδραση των μητέρων. Παρατηρώντας κάποιους γονείς με τα νεογέννητα παιδιά τους, οι Michael Yogman και Τ. Berry Brazelton διαπίστωσαν ότι οι πατέρες μιλούσαν λιγότερο αλλά άγγιζαν τα παιδιά τους περισσότερο. Ακόμη, δημιουργούσαν περισσότερους ρυθμικούς ήχους και χτύπους για να προσελκύσουν την προσοχή των μωρών. Το παιχνίδι τους μπορούσε να προκαλέσει στα παιδιά ένα απίστευτο εύρος διαφορετικών συναισθημάτων, ξεκινώντας από δραστηριότητες που παρουσίαζαν ελάχιστο ενδιαφέρον μέχρι δραστηριότητες που συνάρπαζαν τα μωρά. Οι μητέρες, αντίθετα, κρατούσαν το παιχνίδι και τα συναισθήματα των παιδιών τους σε ισορροπία, χωρίς «σκαμπανεβάσματα».
Οι διαφορές αυτές εμφανίζονται και στην παιδική ηλικία, με τον πατέρα να εισάγει τα παιδιά του σε «τραχιά», γεμάτα ανατροπές και χωρίς κανόνες παιχνίδια, στα οποία περιλαμβάνονται οι ανυψώσεις, τα πηδήματα και τα γαργαλητά.
Οι μπαμπάδες επιδίδονται συχνά σε ιδιόρρυθμα και ασυνήθιστα παιχνίδια, σε αντίθεση με τις μαμάδες που είναι πολύ πιθανό να παραμείνουν προσκολλημένες σε δοκιμασμένες συνταγές, όπως το «κρυφτούλι», το «πλάθω κουλουράκια», το «έλα να διαβάσουμε ένα βιβλίο» ή το «ας παίξουμε με τα παιχνίδια και τα παζλ σου».
Πολλοί ψυχολόγοι πιστεύουν ότι το τραχύ πατρικό στιλ του θορυβώδους παιχνιδιού χαράσσει μια σημαντική δίοδο που διευκολύνει τη μάθηση των συναισθημάτων από τα παιδιά. Φανταστείτε τον μπαμπά σαν μια «κακιά αρκούδα» να κυνηγά ένα καταγοητευμένο μικρό παιδάκι στην αυλή του σπιτιού. Ή φανταστείτε έναν άλλο μπαμπά που σηκώνει ψηλά το παιδί και το φέρνει γύρω-γύρω σαν αεροπλανάκι. Τα παιχνίδια αυτά επιτρέπουν στο παιδί να βιώσει τη συγκίνηση του μικρού, ελεγχόμενου φόβου, ενώ ταυτόχρονα το διασκεδάζουν και το ευχαριστούν. Του μαθαίνουν τον τρόπο να παρατηρεί και να αντιδρά στα επικοινωνιακά σήματα του πατέρα του για να βιώσει μια θετική εμπειρία.
Διαπιστώνει, για παράδειγμα, ότι το στρίγκλισμα και το γαργάλημα κάνουν τον μπαμπά να γελά και να παρατείνει το παιχνίδι. Παρατηρεί επίσης τον πατέρα του αναζητώντας ενδείξεις ότι το παιχνίδι πλησιάζει στο τέλος του («Εντάξει, φτάνει για την ώρα») και μαθαίνει πώς, μετά τη διέγερση του παιχνιδιού, να επανέρχεται στη φυσιολογική του κατάσταση και να ηρεμεί.
Οι δεξιότητες αυτές είναι εξαιρετικά χρήσιμες καθώς το παιδί αποτολμά να βγει έξω στον κόσμο των συνομηλίκων του. Από την εμπειρία των παιχνιδιών του με τον μπαμπά έχει μάθει να ....