Σελίδες

Tuesday, 15 December 2015

Αγάπη είναι... ό,τι έχεις πάρει από το σπίτι σου

Ας υποθέσουμε πως η ζωή μας είναι βασισμένη σε μία σειρά μοτίβων, κινήσεων και αντιδράσεων που έχουν τις ρίζες τους στην παιδική μας ηλικία. 
Ας υποθέσουμε ότι αν η παιδική μας ηλικία έχει υπάρξει, με οποιονδήποτε τρόπο, δυσλειτουργική, αυτή την οικεία δυσλειτουργία θα βαλθούμε να ψάχνουμε και στην υπόλοιπη ζωή μας.
Ας υποθέσουμε, τέλος, ότι όλες αυτές οι διεργασίες είναι υποσυνείδητες και ότι, ως εκ τούτου, βρισκόμαστε πάντα να αναρωτιόμαστε γιατί μας τυχαίνουν όλοι οι τεμπέληδες/εγωιστές/αγενείς ή όλες οι κακομαθημένες/άπιστες/ακοινώνητες. Αυτή λοιπόν είναι η περίληψη στο βιβλίο της ζωής όλων μας. Ας προχωρήσουμε τώρα στην εισαγωγή. Όπως συνήθως, όλα ξεκινάνε από την παιδική ηλικία.
Σύμφωνα με όλες τις θεωρίες, ο τρόπος με τον οποίο σχετίζεται ένα βρέφος και αργότερα ένα παιδί με τους γονείς του και οι τρόποι με τους οποίους αυτοί ανταποκρίνονται, θα γίνουν αργότερα οι τρόποι με τους οποίους σχετίζεται με τον κόσμο που τον περιβάλλει. 
Για τους πρώτους 6 μήνες της ζωής τους τα μωρά εξαρτώνται αποκλειστικά από τους γονείς για όλες τους τις ανάγκες. 
Ένα μεγάλο λάθος που κάνουν κάποιοι γονείς είναι ότι πιστεύουν πως με το να αφήσουν ένα μωρό 3-4 μηνών να κλαίει, αυτό θα μάθει κάποια στιγμή να είναι αυτάρκες και θα σταματήσει να ενοχλεί. 
Ένα μωρό αυτής της ηλικίας, αν αφεθεί να κλαίει, πράγματι κάποια στιγμή θα σταματήσει, όχι όμως επειδή ξαφνικά δεν επιθυμεί ή δεν έχει την ανάγκη που είχε όταν ξεκίνησε. Θα σταματήσει επειδή έχει λάβει ένα μήνυμα που του λέει ότι κανένας δεν είναι εκεί για να καλύψει τις ανάγκες του. 
Όταν ολόκληρος ο κόσμος του δε, είναι οι γονείς του, αυτό μεταφράζεται σε μία απόλυτη έλλειψη εμπιστοσύνης, το μωρό θα αποτραβηχτεί, θα σωπάσει και οι γονείς θα το μεταφράσουν ως επιτυχημένη μέθοδο πειθαρχίας για να μη γίνει το μωρό κακομαθημένο.
Όμως, ένα παραμελημένο παιδί, θα γίνει ένας εξαρτητικός ενήλικας, χωρίς εμπιστοσύνη στον εαυτό του, με ένα σκεπτικό που λέει ‘Αφού δεν ενδιαφέρονται για μένα, μάλλον είμαι/κάνω κάτι λάθος’, και χωρίς εμπιστοσύνη προς τους άλλους, με μία αντίστοιχη πεποίθηση που λέει «Η εμπιστοσύνη μου θα προδοθεί, η ανάγκη μου δε θα καλυφθεί.»
Στην ηλικία μεταξύ 12 και 18 μηνών, ένα ασφαλές παιδί, που νιώθει πως οι περισσότερες ανάγκες του καλύπτονται και υπάρχει μία σταθερή και ασφαλής βάση, θα αρχίσει να εξερευνά τον κόσμο, κάνοντας όλο και περισσότερα βήματα προς το άγνωστο, πριν επιστρέψει στην ασφάλεια της μαμάς ή/και του μπαμπά. 
Ένα παιδί όμως που δεν έχει νιώσει αυτή τη σιγουριά, θα παραμένει πάντα κοντά στους γονείς, θα φοβάται να κοινωνικοποιηθεί και γενικά θα αποφεύγει οποιαδήποτε εξερεύνηση μπορεί να διακινδυνεύσει την παρουσία των γονιών του. 
Και κάπως έτσι δημιουργούμε σχέσεις που είναι λάθος για τον ψυχισμό μας, εφ' όσον οι άνθρωποι ακολουθούμε μοτίβα που έχουμε βιώσει στη διάρκεια της ζωής μας και τα αναπαράγουμε με συνέπεια ώστε να μπορούμε να παραμείνουμε σε αυτό που γνωρίζουμε πώς να το διαχειριστούμε, στο οικείο.

Έτσι, μία γυναίκα που ως παιδί κακοποιείτο σωματικά ή σεξουαλικά ή που παρατηρούσε τους γονείς να παίζουν ξύλο, θα επιλέξει να είναι σε μία σχέση με κάποιον με τον οποίο μπορεί να επαναλάβει αυτό το σενάριο. 
Και ενώ γνωρίζω πως η λέξη ‘επιλέξει’ ίσως σας ακούγεται παράδοξη, γιατί ποιος θα επέλεγε να είναι σε σχέση με κάποιον που τον χτυπάει ή τον προσβάλλει, τη χρησιμοποιώ γιατί ο μηχανισμός επιλογής λειτουργεί ασυνείδητα και έτσι γίνεται σχεδόν μία ανάγκη. 

Οι ανάγκες είναι, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, συνήθως δύο: 
Αφ' ενός, πρέπει να επιλέξω να είμαι σε μία κατάσταση που γνωρίζω και άρα μπορώ να τη διαχειριστώ. 
Δεύτερον, είμαι σίγουρη ότι δεν αξίζω, γιατί αν άξιζα δε θα με έδερναν οι γονείς μου. Εφ' όσον δεν αξίζω, σίγουρα δε θα μπορέσω να κάνω μία όμορφη, υγιή σχέση οπότε δε χρειάζεται καν να το προσπαθήσω. Είναι μία ακριβής αναπαραγωγή του οικογενειακού περιβάλλοντος και των δυσλειτουργιών του και χωρίς κάποια βοήθεια, είναι δύσκολο να απεμπλακεί κάποιος.
Ο τρόπος με τον οποίο έχουμε μάθει να εκφράζουμε τα συναισθήματα μας προς τους γονείς μας και ο τρόπος με τον οποίο αυτοί ανταποκρίνονται, επίσης θα μας κυνηγάει για πάντα – ή τουλάχιστον για όσο καιρό αρνούμαστε να μπούμε σε θεραπεία! Αν οι γονείς μας, μας έμαθαν ότι ο θυμός μας δεν είναι αποδεκτός, με το να μας αγνοούν ή να μας τιμωρούν για αυτόν, εμείς θα περάσουμε τη ζωή μας, όχι χωρίς να βιώνουμε θυμό (κάτι τέτοιο είναι αδύνατο) αλλά βιώνοντας τον παθητικά-επιθετικά.
Αυτό θα μεταφραστεί σε αντιδράσεις λίγο πολύ γνωστές σε όλους μας, δηλαδή παρακράτηση σεξουαλικών επαφών (η αγαπημένη τιμωρία των γυναικών) ή ανεπάρκεια σε δουλειές του σπιτιού ή λοιπές υποχρεώσεις (η αγαπημένη τιμωρία των ανδρών) μέχρι να γίνει μία έκρηξη από τη μία ή και τις 2 πλευρές. Δυστυχώς όμως, όταν φτάσει το ζευγάρι στο σημείο της έκρηξης, είναι πολύ λίγα αυτά που μπορούν να διασωθούν. Χρήσιμο είναι λοιπόν να προλαμβάνουμε τέτοιες καταστάσεις, είτε με συζητήσεις με το/τη σύντροφό μας, είτε, αν αυτές φαίνονται αδιέξοδες, με τη βοήθεια ενός επαγγελματία ψυχικής υγείας.

Αντωνία Αντωνά
Σύμβουλος Ψυχικής υγείας και Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

Πηγή εικόνας: Buzzfeed.com
Πηγή: singleparent
Αντικλείδι, http://antikleidi.com

«Το διάφανο ανθρωπάκι»
Μάθημα ζωής για μας και τα παιδιά μας

Πήγαινε καιρός που δεν ήταν στις καλές της. Τις περισσότερες μέρες της βδομάδας τα μάτια της ήταν θλιμμένα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο… Βαθιά όμως μέσα της τον ήξερε καλά.
Εκείνο το απόγευμα είχε αποφασίσει να μην κάνει τίποτα. Να μείνει σπίτι της και να μην ασχοληθεί με τίποτα. Ούτε βόλτα θα πήγαινε, ούτε στη φίλη της για καφέ, ούτε γυμναστήριο, ούτε σινεμά. Είχε αποφασίσει να μείνει μόνη και ν' ακούσει τη σιωπή της.

Άναψε μερικά κεράκια -λάτρευε τα κεριά!- έβαλε ένα ποτό, πήρε ένα βιβλίο και έκατσε στον καναπέ. Ούτε που άνοιξε το βιβλίο που είχε διαλέξει. Το ποτό έμεινε κι αυτό μόνο του δίπλα της στο τραπεζάκι κι εκείνη βρέθηκε κουλουριασμένη στον καναπέ, αγκαλιά μ' έναν τεράστιο αρκούδο.
Τότε ήταν που εμφανίστηκε αυτό το περίεργο, διάφανο ανθρωπάκι.
-Καλησπέρα! της είπε.
-Ποιος μίλησε; ρώτησε ξαφνιασμένη.
-Εγώ! … Εδώ… πού κοιτάς; επανέλαβε η φωνούλα.
-Πού είσαι, επιτέλους; ρώτησε πάλι εκείνη, κάπως τρομαγμένη.
-Εδώ, πάνω στον αρκούδο σου! Με είδες τώρα;
-Α! Τι είσαι εσύ; θαύμασε απορημένη.
-Ε, καλά… Τώρα θα μου πεις ότι δεν ξέρεις τι είμαι!
-…
-Τι κάνεις τόση ώρα;
-Κλαίω… ψιθύρισε εκείνη ντροπαλά.
-Μήπως τώρα, λοιπόν, ξέρεις τι είμαι; Με αναγνωρίζεις;
-…
-Δάκρυ είμαι, ανόητη, δάκρυ!
-Μα, τα δάκρυα δε μιλάνε… είπε δειλά.
Το δακρυάκι γέλασε και της απάντησε:
-Δε μιλάνε; Τι ανόητη που είσαι! Φυσικά και μιλάνε! Όχι μόνο μιλάνε, αλλά φωνάζουν, παρακαλούν, ζητάνε, χαίρονται, γελάνε, λυπούνται, τρομάζουν, πονούν… Και μάλιστα όλα αυτά τα συναισθήματα τα εκφράζουν πιο ξεκάθαρα από τις λέξεις και πολύ πιο δυνατά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς να τ” ακούσει. Άκου εκεί, «δε μιλάνε…»!
-Και από μένα τι θες; Μάθημα ήρθες να μου κάνεις; ανέβασε τον τόνο της φωνής της.
-Όχι. Απλά τόσες μέρες με καταπιέζεις και δεν μ' αφήνεις να βγω και να 'ρθω να σου μιλήσω.
-Και σαν τι θες να μου πεις; Δεν έχω όρεξη να ακούσω τίποτα. Είχα αποφασίσει να μείνω μόνη μου απόψε…
-Για πρόσεχε πώς μου μιλάς, σε παρακαλώ! Δε φτάνει που βγήκα από μέσα σου για να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα, θα με μαλώσεις κι από πάνω; Και στο κάτω κάτω, ξεχνάς από πού προέρχομαι; Αυτά τα, «είχα αποφασίσει να μείνω μόνη μου απόψε» να τα πεις αλλού, όχι σε μένα! είπε το δακρυάκι θυμωμένο και εκείνη κουλουριάστηκε πιο πολύ στον καναπέ της.
Καταλάβαινε πως το διάφανο ανθρωπάκι είχε δίκιο και ότι, μάλλον, δεν θα 'πρεπε να διώχνει τον… ουρανοκατέβατο φύλακά της. Έτσι, σταμάτησε να μιλάει και το άφησε να πει το λόγο της επίσκεψής του.
Το άκουγε με προσοχή ενώ κι άλλα διάφανα ανθρωπάκια, αθόρυβα και βουβά, εμφανίστηκαν και χόρευαν μπροστά στα μάτια της. 

Όσα άκουσε να λέει το δακρυάκι, τα ήξερε πολύ καλά, όμως αρνιόταν να τα παραδεχτεί. Τελειώνοντας όσα είχε να πει το διάφανο ανθρωπάκι κύλησε και τρύπωσε μέσα στην καφετιά γούνα του αρκούδου. Ούτε το ξανάδε ποτέ. Μερικά ακόμα διάφανα ανθρωπάκια κρύφτηκαν μέσα στη γούνα του αρκούδου, άλλα στην πιτζάμα της, άλλα στα μαξιλάρια που στήριζαν το κεφάλι της… Και τότε ένιωσε μια γλυκιά νύστα να την τυλίγει και να βαραίνει τα βλέφαρά της.
Όταν ξύπνησε δεν υπήρχαν πουθενά διάφανα ανθρωπάκια. Δεν ήταν καθόλου σίγουρη αν όλα αυτά συνέβηκαν στην πραγματικότητα ή αν ήταν μόνο ένα όνειρο. Όμως για ένα πράγμα ήταν βέβαιη: ότι τα δάκρυα εκφράζουν όλα τα συναισθήματα πιο ξεκάθαρα από τις λέξεις και πολύ πιο δυνατά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς να τα ακούσει…

paramithas

Μπαμπά, μ' αγαπάς. Το ξέρω. Μπορείς, όμως, να μου το δείχνεις λίγο παραπάνω;

Το πρωί που ξυπνάω για το σχολείο δεν προλαβαίνω να σε δω. 
Άμα χουζουρέψω και λιγάκι παραπάνω, τρέχω μετά σαν τον Μέσι. 
Αρπάζω ένα κρουασάν, φοράω το ένα μανίκι στο σπίτι και το άλλο στο δρόμο. 
Στο σχολείο βλέπω άλλους μπαμπάδες. Δεν σ' το κρύβω, ζηλεύω λίγο. Εντάξει, έχω τη μαμά πάντα μαζί μου. Αλλά εσύ είσαι άλλο, μπαμπά.
Είσαι ο αόρατος ήρωάς μου. 
Το μεσημέρι πάντα λείπεις. Καθόμαστε με τη μαμά στα γρήγορα, μασάμε στα γρήγορα, μαλώνουμε στα γρήγορα... ξέρεις... για τη σαλάτα. Ή μήπως δεν το ξέρεις; 
Δύσκολη μέρα σήμερα. Ωχ! Μαθηματικά! Πού είσαι, ρε μπαμπά, να με βοηθήσεις λίγο; Μόνο τους πελάτες σου βοηθάς. Αλαμπουρνέζικα μου φαίνονται αυτά τα ποσοστά! Μήπως να γίνω κι εγώ πελάτης σου, για να μου δώσεις σημασία; 
Τέλος πάντων! 
Ελπίζω τουλάχιστον να κρατήσεις την υπόσχεσή σου για το γήπεδο. 
Και τώρα τι κάνουμε; Θα ανοίξω το βοήθημα. Πάλι ένα σωρό ασκήσεις μάς έβαλε. 
Έχω και προπόνηση. Γράφω, γράφω... πιάστηκε το χέρι μου. Πριν καλά καλά τελειώσω, η δασκάλα των Αγγλικών χτυπάει το κουδούνι. Αμάν! 
Έχουμε και μια εργασία στη Γεωγραφία. Δεν προλαβαίνω. Θα τη γράψω αύριο στο διάλειμμα από τον Κώστα. Αυτός έρχεται πάντα γραμμένος. 
Μία ώρα Αγγλικά φτάνει για να ανάψει ο εγκέφαλος. 
Άργησα. Ποιος τον ακούει πάλι τον προπονητή! 
Τρέχω αλαφιασμένος και βλέπω απέναντι τον Θάνο με τον μπαμπά του στα ποδήλατά τους να κουβεντιάζουνε και να γελάνε. 
Εσύ, πάλι δεν πρόλαβες. 
Το ξέρω πως θα 'ρθεις το βράδυ. Αλλά θα χυθείς στον καναπέ και θα χαζεύεις ειδήσεις στο κουτί. 
Γιατί, ρε μπαμπά; 
Δεν διάλεξα εγώ να έρθω στη ζωή σου. Εσύ με κάλεσες. 
Μ' αγαπάς. Το ξέρω. Μπορείς, όμως, να μου το δείχνεις λίγο παραπάνω; 
Ε, μπαμπά; 

(βασισμένο σε μαρτυρίες παιδιών).
ΑΝΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

enet