Σελίδες

Friday, 15 April 2016

Είμαστε γονείς, δεν είμαστε
«οι κολλητοί και τα φιλαράκια» των παιδιών μας

Γονιός και παιδί δεν μπορούν να είναι "φιλαράκια"
Το παιδί μας έχει ανάγκη από έναν σωστό και αφοσιωμένο γονέα και όχι από έναν ακόμα κολλητό.


Οι περισσότεροι γονείς, πριν γίνουμε γονείς, επιθυμούμε, όταν γεννηθεί το παιδί μας, να μας εμπιστεύεται και να μας νιώθει «φίλους». Είναι συνηθισμένο, να θέλουμε να δημιουργήσουμε με το παιδί μας, τη σχέση που δεν είχαμε με τους δικούς μας γονείς και προσπαθούμε να το μεγαλώσουμε με έναν τρόπο που ευχόμασταν να είχαν μεγαλώσει και εμάς.

Πολύ συχνές είναι οι εκφράσεις «θέλω το παιδί μου να με βλέπει ως κολλητό του» ή «δεν θα είμαι αυστηρός, όπως ήταν οι δικοί μου γονείς».

Ο κ. Στέλιος Μαντούδης, Αναπτυξιακός Εργοθεραπευτής, παρακάτω μας εξηγεί για ποιους λόγους δεν πρέπει να κάνουμε το παιδί να μας αισθάνεται φίλους!

• Ο γονέας δεν μπορεί να είναι φίλος με το παιδί του γιατί οφείλει να του θέτει όρια και κανόνες, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει με τους φίλους
• Ο γονέας από τη φύση του έχει ένα ρόλο εξουσίας στο παιδί, είναι εκείνος που θα το προστατεύσει και θα του πει τι ώρα να γυρίσει το βράδυ, τι να προσέχει κλπ.
• Εάν θεωρούμε ότι ο δάσκαλος του παιδιού μας δεν είναι κατάλληλος για την εκπαίδευση του δεν είναι κάτι που πρέπει να το μοιραστούμε με το παιδί μας. Π.χ. αντί να πείτε «ο δάσκαλος σου είναι χαζός που σου έκανε παρατήρηση» μπορείτε να πείτε «ούτε εμένα μου άρεσε όταν μου έκαναν παρατηρήσεις μέσα στην τάξη αλλά μάθαινα να ακολουθώ τους κανόνες
• Όταν είμαστε με κάποιον φίλοι σημαίνει ότι συν-αποφασίζουμε. Το παιδί μας μπορεί να εκφέρει την άποψη του, αλλά οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται από εμάς, καθώς σε μία οικογένεια οι ενήλικοι δίνουν το παράδειγμα
• Φίλοι είναι μία ομάδα ανθρώπων που έχουν ίδιες αντιλήψεις και μοιράζονται τα καθημερινά τους προβλήματα. Τα παιδιά μας έχουν διαφορετικές αντιλήψεις π.χ. για το πόσο αργά πρέπει να μείνουν έξω
• Στην προσπάθεια μας να μη γίνουμε «κακοί» γονείς παραβλέπουμε τυχόν αρνητικές συμπεριφορές του παιδιού μας. Θεωρούμε ότι με το να μην τιμωρούμε ή επιπλήττουμε το παιδί μας, εκείνο θα μας συμπαθήσει περισσότερο. Αυτό δείχνει μία ανασφάλεια από μέρους μας.

Συμβουλή Ειδικού:

Το παιδί μας έχει ανάγκη από έναν σωστό και αφοσιωμένο γονέα και όχι από έναν ακόμα κολλητό. Εάν θέλετε το παιδί να σας νιώθει φίλο, φροντίστε να δημιουργήσετε μία υπεύθυνη και υγιή φιλία μεταξύ σας. 
..............

boro

«Όχι, μπαμπά. Εσύ θα μου κρατήσεις το χέρι»
"No, Dad. You hold my hand."

Κράτησέ με, μπαμπά…

Ο πατέρας ενός μικρού κοριτσιού διέσχιζε μια γέφυρα με την κόρη του. Ο πατέρας, που φοβόταν τα ύψη, είπε στη μικρή του κόρη: «Γλυκιά μου, σε παρακαλώ, κράτησε το χέρι μου, ώστε να μην πέσεις στο ποτάμι».

Το μικρό κορίτσι είπε: 
«Όχι, μπαμπά. Εσύ θα μου κρατήσεις το χέρι».

«Ποια είναι η διαφορά;» ρώτησε απορημένος ο πατέρας.
«Υπάρχει μεγάλη διαφορά» απάντησε το κορίτσι.
«Εάν εγώ κρατώ το χέρι σου και συμβεί κάτι σε μένα, οι πιθανότητες να αφήσω το χέρι σου είναι μεγάλες. Εάν όμως κρατάς εσύ το χέρι μου, ξέρω σίγουρα, πως, ό,τι και να συμβεί, δεν θα αφήσεις ποτέ το χέρι μου, αλλά θα το κρατάς σταθερά. Έτσι, θα κρατιέμαι πάντα από σένα, κάθε φορά που θα σε χρειάζομαι, όχι μόνο τώρα που είμαι μικρή αλλά και όταν μεγαλώσω.
Εάν εσύ μου κρατάς σταθερά το χέρι τώρα που είμαι παιδί, όταν μεγαλώσω, θα σε έχω νοητά μαζί μου κάθε φορά που θα γεφυρώνω τα αντίθετα μέσα μου στις αλλαγές της ζωής μου, χωρίς να φοβάμαι τα ύψη των στόχων μου. Θα προχωρώ θαρρετά με τόλμη και αποφασιστικότητα, έχοντας το συναισθηματικό σου κράτημα σαν οδηγό, που θα με κατευθύνει σε εκείνο που κάνει καλύτερη και σταθερότερη την αγάπη μέσα μου, είτε άνθρωπος είναι αυτό είτε δημιουργικότητα».

Μετάφραση, Διασκευή:
Αγγελική Μπολουδάκη


A little girl and her father were crossing a bridge.
The father was kind of scared so he asked his little daughter:
"Sweetheart, please hold my hand so that you don't fall into the river." 
The little girl said:
"No, Dad. You hold my hand."
"What's the difference?" Asked the puzzled father.

"There's a big difference," replied the little girl. 
"If I hold your hand and something happens to me, chances are that I may let your hand go. But if you hold my hand, I know for sure that no matter what happens, you will never let my hand go."
In any relationship, the essence of trust is not in its bind, but in its bond. So hold the hand of the person whom you love rather than expecting them to hold yours...

Αγαπημένο μου παιδί, δεν είμαι το δεκανίκι σου,
είμαι ο οδηγός σου

Είμαι μάλλον από αυτές τις μαμάδες που τις δείχνουν με το δάχτυλο, τις ψιλοχοντροσχολιάζουν και αν ζούσαμε στα 40’s μπορεί και να με πετύχαινε και λίγο εκτοξευμένο σάλιο.

Από τα 19 μου ήθελα να κάνω παιδί. Το μόνο που με φόβιζε ήταν η γέννα αυτή καθ’ αυτή. Για τα υπόλοιπα είχα πλήρη άγνοια.

Όσο μεγάλωνα, γνώριζα μαμάδες. Κυρίως ταλαίπωρες, εξουθενωμένες, αχτένιστες και πιθανώς με διαφορετικές κάλτσες σε κάθε πόδι. Χτυπώντας τα 30, οι εν λόγω μαμάδες άρχισαν να πληθαίνουν και κυρίως, άρχισαν να περιβάλλουν την καθημερινότητά μου με τη μορφή πια των φιλενάδων μου, κολλητών και μη. Έτσι, ήταν πια αναπόφευκτο να μην γίνομαι μάρτυρας των αιτιών που τις έφερναν σε αυτό το σημείο “εξαθλίωσης”.
Ορκίστηκα ότι εγώ δεν θα το πάθω.

Για αρχή, αθέτησα τον όρκο μου, παίρνοντας 30 κιλά στην εγκυμοσύνη. Φρόντισα να διατηρήσω τα είκοσι για 4 χρόνια. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού.


Από τα 19 μου ήθελα να κάνω παιδί. Το μόνο που με φόβιζε ήταν η γέννα αυτή καθ’ αυτή. Για τα υπόλοιπα είχα πλήρη άγνοια.

Όσο μεγάλωνα, γνώριζα μαμάδες. Κυρίως ταλαίπωρες, εξουθενωμένες, αχτένιστες και πιθανώς με διαφορετικές κάλτσες σε κάθε πόδι. Χτυπώντας τα 30, οι εν λόγω μαμάδες άρχισαν να πληθαίνουν και κυρίως, άρχισαν να περιβάλλουν την καθημερινότητά μου με τη μορφή πια των φιλενάδων μου, κολλητών και μη. Έτσι, ήταν πια αναπόφευκτο να μην γίνομαι μάρτυρας των αιτιών που τις έφερναν σε αυτό το σημείο “εξαθλίωσης”.

Ορκίστηκα ότι εγώ δεν θα το πάθω.

Για αρχή, αθέτησα τον όρκο μου, παίρνοντας 30 κιλά στην εγκυμοσύνη. Φρόντισα να διατηρήσω τα είκοσι για 4 χρόνια. Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού.
Κάπου εκεί, ήρθε και η ανεργία. Χρόνια πάχους, αφραγκιάς και παντελούς έλλειψης προσωπικότητας.
Σήμερα, μπορώ πια με σιγουριά να διαβεβαιώσω, ότι κανένα από τα παραπάνω δεν έχει σχέση με την απόκτηση ενός παιδιού. Το “μεγαλώνω παιδί” είναι εξαιρετικά λάθος διατύπωση. Αυτό που πραγματικά κάνω ή πρέπει να κάνω είναι να “βοηθώ έναν μικρό άνθρωπο να αυτονομηθεί ενώ μεγαλώνει μόνος του”. Αυτός ο μικρός άνθρωπος έχει την δυνατότητα να γίνει σύμμαχος ή δικτάτορας. Κάπου εκεί αρχίζει η πολιτική και το in-house lobbying.

Γι’ αυτό λοιπόν αγαπημένο μου παιδί,


Χαίρομαι που ήρθες στην ζωή μου και θα ‘πρεπε να είσαι τουλάχιστον, αισιόδοξο για την δική σου. Σου εύχομαι τα καλύτερα και πρόκειται να σε βοηθήσω σε ό,τι χρειαστείς, αρκεί να μην έχει σχέση με στημένα παιχνίδια, διαρρήξεις κλπ.
Δεν θέλω να μου χρωστάς και δεν σου χρωστάω. Δεν θέλω ένα ποτήρι νερό από τα χεράκια σου, όταν μεγαλώσεις. Σε παροτρύνω να το προσφέρεις σε όποιον το χρειάζεται. Αν δεν έχω χέρια ή είμαι καθηλωμένη στο κρεββάτι και γουστάρεις να μου το δώσεις, θα το πάρω και θα σου πω κι ευχαριστώ.
Και θέλω να κάνω κάτι σαφές. Πάτησα το πόδι μου σε αυτή την γη πριν από σένα. Και θα ξαναμπώ σε αυτήν, πριν από σένα. Γι’ αυτό σου σημειώνω ότι η ζωή είναι μικρή για τύψεις κι ενοχές. Θα ζήσω την ζωή που θέλω. Κι αν όχι ακριβώς όπως την θέλω, θα προσπαθήσω να πλησιάσω το ιδανικό για μένα.

Και θα ακολουθήσεις. Αναγκαστικά.


Δεν θα σε τρέχω άρρωστο στα μπαρ, ούτε θα αδιαφορώ για τις ανάγκες σου. Αλλά, όταν μιλάω στο τηλέφωνο με την κολλητή μου, θα μάθεις να μην με διακόπτεις, όπως δεν σε διακόπτω εγώ όταν τσαλαβουτάς στα χώματα με τους κολλητούς σου. Την ώρα του φαγητού, θα απολαμβάνω το γεύμα μου και δεν θα σε ταΐζω, γιατί χεράκια έχεις. Όταν τακτοποιώ το χάος του σπιτιού, εσύ θα μαζεύεις τα χάλια που εσύ δημιούργησες. 
Κι αν θέλω να πάω ρομαντικό διήμερο με τον πατέρα σου, θα κάτσεις με την γιαγιά και τον παππού, γιατί σε διαβεβαιώ ότι αν δεν πάω, μετά από καιρό δεν θα ‘χεις πατέρα στο σπίτι.
Το πρωί, που αποφασίζεις να εκφράσεις όλα σου τα OCDs και την απύθμενη γκρίνια σου, εγώ θα πάρω τον χρόνο μου να πλύνω τα δόντια μου, να χτενιστώ και να βάλω δύο ίδιες κάλτσες στις πατούσες μου. Κι αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στο να σου δέσω τα κορδόνια και να βάλω κραγιόν, θα βάλω κραγιόν. 
Γιατί χεράκια έχεις. Γιατί σου έχω δείξει 50 φορές πώς να τα δένεις. 
Γιατί όταν θα είσαι 18, δεν θα είμαι εκεί για να σου τα δένω. Αν δεν θέλεις να πλένεις τα δόντια σου, είναι δικό σου πρόβλημα. Εσύ, θα φας όλα σου τα λεφτά στον οδοντίατρο. Αν δεν θες να πλένεσαι, εσύ θα βρωμάς. Αν δεν θες να μάθεις, εσύ θα’σαι αγράμματος, εσύ δεν θα βρεις δουλειά.
Σου προσφέρω ανιδιοτελώς τις εμπειρίες μου, την αγκαλιά μου και τα δύο μου αυτιά.
Η ζωή μου όμως, είναι δική μου. Όχι δική σου.

Δεν είμαι δεκανίκι, αλλά οδηγός. Εγώ πάω μπροστά κι εσύ ακολουθείς. Στο κάθε σταυροδρόμι θα έχεις επιλογές. Και γι’ αυτές τις επιλογές, υπεύθυνος είσαι εσύ. Εσύ, που δεν χρειάζεται να με κάνεις περήφανη. Αλλά να κάνεις τον εαυτό σου περήφανο γι’ αυτά που εσύ θα καταφέρεις. Κι αν δεν τα καταφέρεις όλα, τουλάχιστον πλένε τα δόντια σου.

Ο φόβος για τη ζωή σου και την ασφάλειά σου πάντα θα με κυνηγά, πάντα θα με λιώνει, λίγο λίγο, βασανιστικά. Κι αυτό είναι αρκετό βάρος στην ψυχή μου.

Κατά κάποιο τρόπο, μεγαλώνοντας, δεν ήμουν εγώ.
Ήμουν εκείνη που η μαμά μου ήθελε να είμαι

και για παράξενους λόγους ήθελε να είμαι κάτι αρνητικό.


Δυσκολεύτηκα υπερβολικά να βρω το γιατί με απαιτούσε έτσι. Τί επιδίωκε; Πότε έλεγα με τη λογική πως εγώ κρίνω λάθος, πότε η διαίσθησή μου μου έδινε απαντήσεις περίεργες. Κάτι ισχυρό, σαν ένστικτο με οδηγούσε σε συμπεράσματα που δεν τα χωρούσε ο παιδικός νους μου, και γενικά δύσκολα τα αποδέχεται κάθε ισορροπημένος νους.

Τα χώρεσε μετά, όπως μεγαλώναμε ο νους μου κι εγώ, όπως αγρίευε και παγιωνόταν η στάση της μάνας μου απέναντί μου. 
Δεν ξέρω πώς να περιγράψω τις προθέσεις της, είναι περίπλοκο.
Νομίζω ότι επιζητούσε να αποδείξει, μέσα από μένα – που του έμοιαζα τόσο πολύ, πώς ο πατέρας μου ήταν σκληρός, ανάποδος άντρας, άχαρος, τέρας, ανάξιός της, κατώτερός της. Ήμουν η ζωντανή απόδειξη του τί είναι ο μπαμπάς, δηλαδή ο δυνάστης της, η μαύρη της η μοίρα. Τα πρόφερε συχνά τούτα τα τελευταία λόγια με βεβαιότητα, όμως της χρειαζόταν και η ζωντανή απόδειξη, εγώ δηλαδή, το σπλάχνο από τα σπλάχνα του, το αντίγραφό του.
Δεν ξέρω αν πράγματι μοιάζω τόσο πολύ όσο πίστευε στον πατέρα μου, δεν είναι δυνατό όμως να μην έχω κάποια δικά μου, προσωπικά μου χαρακτηριστικά. Θα ήταν αφύσικο να είμαι αποκλειστικά το αντίγραφο άλλου, ακόμη και του μπαμπά μου, γίνεται αυτό; Ούτε οι δίδυμες κόρες μου δεν μοιάζουν εντελώς μεταξύ τους. Πέρα από την όμοια όψη τους, πρόκειται για δυο εξαιρετικά αλλιώτικους χαρακτήρες, πράγμα που με τα χρόνια επηρεάζει και την όψη τους
Και αν πάλι η μαμά μου είχε δίκιο; Αν δηλαδή του έμοιαζα στα πάντα, τότε, δεν μπορεί, θα του έμοιαζα και στα χαρίσματα, τα χαρίσματα του μπαμπά μου που έβλεπα, γνώριζα βαθιά και λάτρευα εγώ. Εκείνη όμως γνώριζε μόνο τα λάθη του, τις άσχημες πλευρές του, τις πήρε, τις μάζεψε, τις ζύμωσε και στο μυαλό της έπλασε εμένα. Εμένα που θα ήμουν στο εξής η τιμωρία του, το ατράνταχτο τεκμήριο των εγκλημάτων του στο δικαστήριο της ψυχής της, όπως και του περίγυρού μας που μονίμως την οίκτιρε και τη δικαίωνε.
Την υπάκουσα. Το είπα. Το παραδέχομαι. Η λαχτάρα μου να μην την απογοητεύω ήταν μεγαλύτερη από την αυτοπροστασία μου. Τουλάχιστον όσο ήμουν πολύ μικρή. Γιατί τη μαμά μου την ήθελα, ήταν φλογερή η ανάγκη μου για μάνα, η ανάγκη να μ’ αφήσει να είμαι η κόρη της, η καλή· γι’ αυτό της θύμωνα, γινόμουν έξαλλη.

Τα παιδιά έχουν μέσα τους την άνευ όρων αγάπη για τους γονείς τους, την άνευ όρων αγάπη που δεν έχουν πάντα για τα παιδιά οι γονείς. Άλλο αν τους θυμώνουν, άλλο αν επαναστατούν, άλλο αν τους βρίζουν, άλλο αν τους «μισούν», και πάλι τα παιδιά είναι ερωτευμένα με τους γονείς τους, τα παιδιά αγαπούν τρελά τη μάνα τους.

Ποτέ δηλαδή δεν θα καταφέρουν να αδιαφορήσουν και να σωθούν.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Μάρως Βαμβουνάκη 
«Σιωπάς για να ακούγεσαι»