Η πόρτα ανοίγει και κλείνει.
Όταν ανοίγει ακούω από τον διάδρομο γέλια και φωνές και «να σας ζήσει», όλο εκείνο το ζουζούνισμα του μαιευτηρίου.
Όταν ανοίγει ακούω από τον διάδρομο γέλια και φωνές και «να σας ζήσει», όλο εκείνο το ζουζούνισμα του μαιευτηρίου.
Η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν γιατροί.
Με ψαχουλεύουν εκεί κάτω, με κοιτάζουν ενθαρρυντικά. Η πόρτα κλείνει και εκείνοι φεύγουν.
Είμαι μόνη στο κρεβάτι, γυμνή από τη μέση και κάτω. Φύγαμε άρον άρον, δεν πρόλαβα να πάρω νυχτικό, πού μυαλό για τέτοια; Φοράω μία μπλούζα που γράφει « μωρό» και δείχνει με ένα βέλος την κοιλιά μου.
Είμαι μόνη στο κρεβάτι, γυμνή από τη μέση και κάτω. Φύγαμε άρον άρον, δεν πρόλαβα να πάρω νυχτικό, πού μυαλό για τέτοια; Φοράω μία μπλούζα που γράφει « μωρό» και δείχνει με ένα βέλος την κοιλιά μου.
Την ψαχουλεύω, είναι ακόμη φουσκωμένη, είναι φουσκωμένη σαν να ξέχασε να ξεφουσκώσει και θέλω να της πω:
«Ξεφούσκωσε, χαζή, δεν κατάλαβες πως δεν έχεις πια μωρό;»
Και είναι λογικό, είναι λογικό, που μου ‘ ρχεται στο μυαλό εκείνη η ιστορία απ’ το δημοτικό για την αμυγδαλιά που φούντωσε και άνθισε, και πέταξε μπουμπούκια μες στον Φλεβάρη, αλλά μετά, ξαφνικά, ο καιρός το γύρισε, έριξε κεραυνούς, αστραπόβροντα, κατακλυσμούς, τα λουλούδια της μαδήθηκαν, τα πήρε μαζί της η βροχή, τα πέταξε στους υπονόμους.
Ο Γιώργος με βοηθά να βάλω το παντελόνι, η πόρτα ανοίγει, φεύγουμε, ακούω μωρά να κλαίνε στους θαλάμους.
Η πόρτα ανοίγει.
Ακούω, κρακ, την καρδιά μου να σπάει.
Πόσο ήμουν – έξι; – όταν άκουσα αυτή την ιστορία. Τότε την άκουσα, τώρα την κατάλαβα. ( Άμυαλη αμυγδαλιά, γιατί άνθισες νωρίς, γιατί, γιατί, γιατί;)Η πόρτα ανοίγει.
Μπαίνει ο Γιώργος. Φέρνει έναν καφέ για τον ίδιο- είναι άυπνος, απ’ όλο το βράδυ- , φέρνει και μία ανθοδέσμη για μένα «Δεν ήξερα τι να σου φέρω», λέει, «τι φέρνουν σε τέτοιες περιπτώσεις;»
Κάθεται δίπλα μου. Κοιταζόμαστε και δεν μιλάμε. Μέχρι χθες μιλούσαμε πολύ. 17 εβδομάδες γελούσαμε και μιλούσαμε. (Τόσο ήταν, 17 εβδομάδων). Και ο Γιώργος έλεγε πως θα τον γράψουμε αργότερα στην ακαδημία ποδοσφαίρου και εγώ έλεγα α- πα- πα, οι ποδοσφαιριστές είναι στραβοκάνηδες, ο γιος μου θα γίνει σίγουρα πολίστας.Η πόρτα ανοίγει.
Ο γιατρός λέει: « Μια μικροεπέμβαση ήταν, είδες; Ένα τίποτα. Σήμερα κιόλας θα φύγεις…» Μου χαϊδεύει το σφυγμό στο χέρι και τρέχει βιαστικά, έχει άλλα παιδιά, ζωντανά, να πάει να ξεγεννήσει.
Η πόρτα κλείνει και ξανανοίγει.
Μία μαία ζουμπουρλού μου δίνει κάτι χάπια: « Πάρ’ τα αυτά, γλυκιά μου, να κόψουν το γάλα»
Κάτω από την μπλούζα, στο στήθος τρέχει το γάλα, αλλά δεν είναι γάλα, η μαία δεν ξέρει, ούτε ξέρει, ούτε φαντάζεται. Δεν είναι γάλα, θα της το πω. Είναι το κορμί μου που κλαίει.Η πόρτα κλείνει.
Ο Γιώργος με βοηθά να βάλω το παντελόνι, η πόρτα ανοίγει, φεύγουμε, ακούω μωρά να κλαίνε στους θαλάμους.
Η πόρτα πίσω μας κλείνει, παίρνουμε ταξί, γυρνάμε στο σπίτι.
Η πόρτα ανοίγει, πάνω στο τραπέζι του σαλονιού περιοδικά για μέλλουσες μαμάδες. Τα σαρώνω, τα πετάω, είναι παλιά, είναι χθεσινές ειδήσεις. Σήμερα τα νέα είναι κακά. Πετάω τις βιταμίνες, τα ασβέστια, τους σιδήρους, δε θα χρειαστούν’ σήμερα τα νέα είναι άσχημα.
Η πόρτα ανοίγει.
Μπαίνω στην κρεβατοκάμαρα, το αίμα στεγνώνει από χθες πάνω στα σεντόνια. Τα κάνω μπόγο για να στρώσω καθαρά, αλλά πάνω στο στρώμα το αίμα επιμένει. Θα γυρίσω το στρώμα να χαθεί η σκιά, να φωνάξω τον Γιώργο, δεν κάνει να σηκώσω τόσο βάρος. Α, ξέχασα, δεν έχω πια μωρό, δεν θα μου κάνει κακό να σηκώσω το όποιο βάρος.
Τουμπάρω απ’ την άλλη το στρώμα, όλα είναι πια σωστά, τίποτα δεν δείχνει τον πόνο. Μαζεύω τα σεντόνια, τρέχω στο μπάνιο, ρίχνω το αίμα στα άπλυτα.
Στον καθρέπτη τα μαλλιά είναι αχτένιστα, το πρόσωπο αγριεμένο. Η μπλούζα γράφει ακόμα «μωρό», αλλά το βέλος δείχνει τώρα άδεια την κοιλιά μου.Άμυαλη αμυγδαλιά, γιατί χάρηκες νωρίς, γιατί, γιατί, γιατί;
Ακούω, κρακ, την καρδιά μου να σπάει.