Σελίδες

Friday, 23 December 2016

Νίκος Καρούζος – Χριστούγεννα του σταλαγμίτη
Εγώ ο σταλαγμίτης/ολοένα/πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα/για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα/τη μεγάλη ένωση…

Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας
στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος
και του έδωσαν το όνομα Καρπός
όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων
με τους άνεμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.


Εγώ ήμουνα εκείνο τον καιρό στην πέτρα
οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο
ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…
Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο
κι ανεβαίνοντας
σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό
κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη
του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ και ανάερο.

Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει
κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια
μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια
λάμποντας το Ένα.
Ο θεός έκραζε τη λαλιά:
Δίδαξέ με
στο άστρο στρεφόμενος, είπε,
και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις
χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.
Μια γυναίκα λευκή
αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ
η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,
κ’ η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.

Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες
μοιράζεται με τη βροχή
ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη
με τον ήλιο, πάλιν είπε,
και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει
πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα
στο ξύλο
στους τρυγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.
Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι
δεν είναι ρολόγι -
και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά
πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.
Σαν είδα το σπήλαιο
συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας
ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας
και τα δυο του χέρια
μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι
πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας
για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.
Κι αντίκρισα το χρυσάφι
καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας
ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση
ολομόναχο με τ’ άστρα.

Ώσπου χάραξε…
Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλακτίτες
που κρέμονταν δεν υπήρχαν
ειμή μόνο σταλαγμίτες ανυψούμενοι.
Εγώ ο σταλαγμίτης
ολοένα
πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα
για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα
τη μεγάλη ένωση…

Νίκος Καρούζος - «Ποιήματα» (1961)

Το παιδί που βρήκε ένα αστέρι...

Η νύχτα που βρέθηκε ο μικρός Άμπεν στο δάσος, ήταν η πιο παγωμένη νύχτα του χειμώνα.
Τα δέντρα και οι θάμνοι φαίνονται κρυστάλλινα από την παγωνιά.
Το χώμα έχει μια στρώση από άσπρη αφράτο χιόνι.
Όλα είναι τόσο όμορφα που μοιάζουν μαγικά.
Μα είναι στ’ αλήθεια μαγικά, γιατί αυτή η νύχτα είναι μαγεμένη.
Μοιάζουν έτσι γιατί απόψε είναι νύχτα Χριστουγέννων
Ο Άμπεν είναι μόνος αυτή τη νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη σε ένα παγωμένο δάσος, κρυώνει και φοβάται.
Κάνει μια βόλτα γύρω από το μεγάλο δέντρο, μήπως και βρει κάπου να τρυπώσει.
Διαλέγει μια γωνιά, και κάθεται να ξεκουραστεί.
Κάποια στιγμή σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε τον ουρανό.
Εκεί πάνω είχαν μαζευτεί τόσα πολλά αστέρια που σίγουρα κανείς δεν είχε καταφέρει να τα μετρήσει. Έτσι όπως τα κοίταζε, μαγεμένος από την ομορφιά τους, είπε φωναχτά.
«Αχ τι ωραία να ήμουν στον ουρανό ανάμεσά σας.. Να ήμουν κι εγώ ένα αστέρι».
Δεν πέρασε πολλή ώρα και του φάνηκε πως ένα από αυτά του χαμογέλασε, άκουσε μάλιστα μια φωνή να λέει.
«Μην το λες αυτό. Για σένα είναι καλύτερα που είσαι στη γη».
«Ναι αλλά αν ήμουν αστέρι δεν θα κρύωνα και δεν θα φοβόμουν», λέει το αγόρι με παράπονο.
«Ξέρεις όμως πόσες φορές ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ ένα αγόρι;» ακούει την ίδια φωνή.
«Εσύ ξέρεις πως η ζωή εδώ κάτω είναι πολύ δύσκολη, κοίτα εμένα, είναι Χριστούγεννα απόψε κι εγώ είμαι μόνος, χαμένος μέσα στο δάσος», λέει με παράπονο ο Άμπεν.
«Δεν είσαι μόνος πια, φωνάζει το αστέρι. Κοίταξέ μας! Όλα τ’ αστέρια εδώ πάνω είμαστε μαζί σου, σε λίγο δεν θα κρυώνεις και δεν θα φοβάσαι.
Περίμενε και θα δεις!»
Τότε έγινε κάτι απίστευτο. Κάτι που μόνο μια νύχτα χριστουγεννιάτικη μπορεί να συμβεί.
Μερικά από τα μικρά αστέρια που λαμπύριζαν κινήθηκαν δεξιά, κινήθηκαν αριστερά, ώσπου ενώθηκαν μεταξύ τους.
 Έτσι ενωμένα άρχισαν να χαμηλώνουν και να χαμηλώνουν, ώσπου έφτασαν πάνω από το σώμα του Άμπεν, τον σκέπασαν και τυλίχτηκαν γύρω του.
Το αγόρι ένιωσε τη ζεστασιά τους σαν να τον είχε σκεπάσει το πιο απαλό και ζεστό σκέπασμα. Άκουγε τον αέρα γύρω του να σφυρίζει μανιασμένα, αλλά ο ίδιος ήταν ζεστός κάτω από το αστερένιο του πάπλωμα.
«Είσαι εντάξει Άμπεν;», ψιθύρισαν οι φίλοι του και καθώς ψιθύριζαν, ήταν σαν να τον χάιδευαν οι γονείς και η γιαγιά του μαζί.
«Εντάξει είμαι, ευχαριστώ, δεν κρυώνω και δεν φοβάμαι τώρα που είστε μαζί μου»..
«Αλήθεια, πώς βρέθηκες εδώ απόψε;»
«Ουου... είναι μεγάλη ιστορία»
«Ε και λοιπόν, και η νύχτα απόψε μεγάλη θα είναι, πες μας.
 Άλλωστε, η δουλειά των αστεριών αυτή είναι. Να μαθαίνουν τις ανθρώπινες ιστορίες», ψιθύρισαν πάλι όλα μαζί τ’ αστέρια.
«Οι γονείς μου ήρθαν σε τούτα τα μέρη να δουλέψουν κι εγώ πήρα τα μάτια μου να ψάξω να τους βρω», λέει ο Άμπεν με ένα λυγμό.
«Δηλαδή, δεν είσαι από αυτά τα μέρη, από πού έρχεσαι;»
«Ζούσα με τη γιαγιά μου σε μια πόλη μακρινή, δεν θα την έχετε ακουστά».
«Δεν θα την έχουμε ακουστά; Μα τι λες τώρα, εμείς τ’ αστέρια βλέπουμε παντού».
«Αλήθεια, ρωτά με αγωνία ο Άμπεν, τότε, μήπως ξέρετε πού είναι η γιαγιά μου, πριν από ένα μήνα πήγε στον ουρανό»
«Α, μα τότε μην ανησυχείς, έγινε κι αυτή αστέρι. Ίσως μάλιστα είναι ένα από εμάς που σε σκεπάζουμε».
«Αχ, πέστε μου σας παρακαλώ, ποιο από εσάς είναι η γιαγιά μου;»
«Μα αυτό δεν το ξέρουμε ούτε κι εμείς το ξέρουμε. Άλλωστε δεν έχει σημασία, όλοι το ίδιο σ’ αγαπάμε, είπανε τ’ αστέρια.
Και τώρα κοιμήσου, εμείς θα είμαστε εδώ μέχρι να ξημερώσει.
Καλά Χριστούγεννα».
«Καλά Χριστούγεννα», ευχήθηκε ο Άμπεν και έκλεισε τα μάτια του ευτυχισμένος.

Κοιμήθηκε όλη τη νύχτα βαθιά. Όταν ξύπνησε, είδε πως είχε ξημερώσει, κι αυτός βρισκόταν ακουμπισμένος στον κορμό του δέντρου που είχε γείρει το προηγούμενο βράδυ.
Έψαξε με τα χέρια του να βρει το αστερένιο πάπλωμα που την προηγούμενη νύχτα τον είχε σκεπάσει.
Περίεργο, δε βρισκόταν πουθενά εκεί γύρω, αλλά εκείνος αισθανόταν το ίδιο ζεστός, σαν να ήταν ακόμη σκεπασμένος.
Έκανε να σηκωθεί και τότε βλέπει κάτι λαμπερό να πέφτει από το στήθος του και την ίδια στιγμή ακούει μια φωνή.
«Σιγά ντε, με ξύπνησες».

«Μπα τι βλέπω, ξαφνιάζεται ο Άμπεν, εσύ είσαι ένα αστέρι».
«Και βέβαια είμαι ένα αστέρι, μαζί δεν μιλούσαμε χθες βράδυ, ξέχασες;»
«Τι, στ’ αλήθεια έγιναν όλα, δεν ήταν όνειρο;», απορεί το αγόρι.
«Δεν ξέρω τι λες, οι αλήθειες και τα όνειρα είναι όλα ένα»
«Τότε, πού είναι το αστερένιο μου πάπλωμα;»
«Α, τώρα κατάλαβα, λέει το αστέρι να σου εξηγήσω λοιπόν.
Μόλις χάραξε, οι φίλοι μου έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Βλέπεις τ’ αστέρια είναι χρήσιμα μόνο τη νύχτα, την ημέρα δεν κάνουν την ίδια δουλειά».
«Κι εσύ τι κάνεις εδώ;»
«Εγώ ήθελα να μείνω στη γη, θέλω να σε βοηθήσω να βρεις τους γονείς σου.
Έτσι κι αλλιώς, υπάρχουν μερικά αστέρια που δε ζουν στον ουρανό, βρίσκουν έναν άνθρωπο και ζουν μαζί του.
 Εγώ πάντα προτιμούσα να είμαι αγόρι, παρά αστέρι. Από δω και πέρα θα με κουβαλάς μαζί σου».

Ο Άμπεν κοίταξε γύρω του.
Το δάσος είναι το ίδιο παγωμένο, τα δέντρα και οι θάμνοι μοιάζουν κρυστάλλινα, όπως και τη νύχτα που πέρασε.
Ο ίδιος όμως νιώθει διαφορετικά. Δε φοβάται δεν κρυώνει, δεν είναι δυστυχισμένος.
Πέρασε μια μοναδική Χριστουγεννιάτικη νύχτα.
Είναι ίσως το μοναδικό αγόρι που το είχε σκεπάσει ένα αστερένιο πάπλωμα., ίσως πάλι αυτό να έχει συμβεί σε πολλά παιδιά
Για ένα είναι σίγουρος. Τώρα που βρήκε ένα αστέρι, όλα θα πάνε καλά.
 Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς.
«Τις χριστουγεννιάτικες νύχτες να έχεις τα μάτια σου στον ουρανό και τότε μπορεί να βρεις κι εσύ το δικό σου αστέρι».
«Καλά Χριστούγεννα», φώναξε δυνατά ο Άμπεν και ακούστηκε σε όλο το δάσος.
«Καλά Χριστούγεννα», αντιλάλησαν τα κρυσταλλένια δέντρα.
«Καλά Χριστούγεννα», ευχήθηκε και το μικρό αστέρι και τρύπωσε στον κόρφο του.


Το παραμύθι αφιερώνεται στο καλό μου «θολό τοπίο με ξεκάθαρη ματιά»... με την ευχή να βρει το δικό της αστέρι

Αναρτήθηκε από to alataki στις Δευτέρα, Δεκέμβριος 14, 2009
Επειδή Τα παραμύθια δεν είναι παίξε γέλασε