Σελίδες

Friday, 10 February 2017

Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυρας

Ο Άγιος Χαράλαμπος ήταν ιερέας στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας. Η ζωή του ήταν μια συνεχής υπηρεσία αφοσίωσης στον Χριστό και αγάπης προς τον πλησίον.
Όταν το 198 ο Σεπτίμιος Σεβήρος εξαπέλυσε διωγμό κατά των Χριστιανών, ο έπαρχος Λουκιανός έφερε μπροστά του το Χαράλαμπο και τον απείλησε ότι θα τον βασάνιζε πολύ σκληρά, για να αρνηθεί τον Χριστό.
Ο γέροντας ιερέας χαμογέλασε και απάντησε: 
«Εμείς οι χριστιανοί είμαστε εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους, όπως οι γενναίοι στρατιώτες δεν επιθυμούν τον ήσυχο θάνατο στο κρεβάτι, αλλά τον δοξασμένο της μάχης. Σε μένα υπάρχουν τα γηρατειά, αλλά να μάθετε καλά ότι στους δικούς μας αγώνες το παν είναι η ψυχή, η αποφασιστικότητα, η αυταπάρνηση. Αυτά δεν πέφτουν με την ηλικία, αλλά μένουν πάντα ανθηρά και νέα. Αμφιβάλλεις, έπαρχε; Δοκίμασε. Και θα δεις ότι με τη χάρη του Κυρίου μου Ιησού Χριστού θα κουραστούν όλοι οι ακμαίοι δήμιοί σου, χωρίς ο ιερέας Χαράλαμπος να ζητήσει την επιείκειά σου».

Εκνευρισμένος από τα λόγια αυτά ο έπαρχος, διατάζει και τον γδέρνουν ζωντανό. Αυτός, όμως, αντί να σπαράζει από τον πόνο δοξολογούσε τον Θεό για την αντοχή που του έδινε. Τότε πολλοί δήμιοι, που έβλεπαν αυτό το θαύμα, πίστεψαν στον Χριστό. Φοβισμένος ο έπαρχος τον άφησε ελεύθερο. Αργότερα ο ίδιος ο Σεβήρος, μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα μαζί του, τον αποκεφάλισε σε ηλικία 113 ετών.

Ένα παιδί 12 ετών γράφει για το πως ζεί
με τη πολύτεκνη οικογένειά του

Ο Άγγελος Χριστοδουλάκης είναι μαθητής της πρώτης τάξης του 3ου Γυμνασίου Άνω Λιοσίων και κέρδισε το πρώτο βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό έκθεσης του “Θεόφιλου”. 
Οι καταστάσεις που βιώνει καθημερινά ο 12χρονος αποτυπώθηκαν απολύτως παραστατικά στην έκθεσή του, η οποία πρέπει να βάλει πολλούς σε σκέψεις. 
Η σκληρή καθημερινότητα του Άγγελου, τον ανάγκασε να μεγαλώσει νωρίτερα και να βλέπει πράγματα που οι αρμόδιοι δεν είδαν ποτέ ή κάνουν ότι δεν βλέπουν! 
Οι φράσεις του 12χρονου μαθητή πραγματικά συγκινούν αφού η αθώα του ψυχή δεν γνωρίζει ακόμη το ψέμα και την υποκρισία που έχουν επικρατήσει. 
Άλλωστε πως να κρυφτείς από ένα παιδί; Κανείς δημοσιογράφος δεν κατάφερε να μας πει καλύτερα από τον Άγγελο για το πως ζει μια πολύτεκνη οικογένεια στην Ελλάδα της κρίσης και της εξαθλίωσης. 

Διαβάστε την έκθεση του Άγγελου 
και θα καταλάβετε τι εννοούμε: 
«Η οικογένεια είναι δώρο λέει η μαμά μου. Μοιραζόμαστε τα νέα μας γύρω από το τραπέζι, παίζουμε. Αν ζούσαμε παλιά, θα δουλεύαμε στα χωράφια και θα ζούσαμε σε δύσκολες συνθήκες. Και τώρα όμως είναι δύσκολα να είσαι μέλος πολύτεκνης οικογένειας. Νομίζω ότι από το πολύ και τα τέκνα γίνεται ο πολύτεκνος. 
Αν κάποιος αγαπάει τα παιδιά, κάνει πολλά και μεγαλώνουν όλα με ξερό ψωμί, έτσι λέει ο παππούς μου. 
Εμείς περνάμε δύσκολα. Η μαμά χωρίς δουλειά. Αν ζούσαμε στο εξωτερικό θα ήμασταν φίνα γιατί εκεί δίνουν επιδόματα πολλά στους πολύτεκνους. 
Η μαμά λέει πως στην Ελλάδα μας τιμωρούν όταν είμαστε πολλά παιδιά. Δεν ξέρω αν η τιμωρία μου ήταν να φύγει ο μπαμπάς μου από το σπίτι, γιατί δεν μας έφταναν τα λεφτά. 
Μερικές φορές πεινάμε, δεν έχουμε αρκετά παιχνίδια. 
Την Πέμπτη είναι τα γενέθλιά μου και θα πάμε στο μάρκετ. Θα πάρουμε από ένα καλάθι και μπορούμε να πάρουμε τρία πράγματα ο καθένας. Μπισκότα, σοκολάτες και τέτοια. 
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ θα πάρω το μεγάλο μπουκάλι ΜΙΛΚΟ. 
Ο Οδυσσέας που είναι τριών, μάλλον θα γεμίσει όλο το καλάθι. Πέρσι μας έφερναν φαγητό από την Εκκλησία. Όταν μεγαλώσω θα μαγειρεύω και εγώ για τα παιδιά που πεινάνε. 
Εγώ είμαι ο δεύτερος στην οικογένεια από τέσσερα αδέλφια. Με την αδελφή μου παίζουμε ξύλο συνέχεια, αλλά μου αρέσει που παίζουμε κρυφτό και μπάλα. 
Οι φίλες της μαμάς και ειδικά η κυρία Ματίνα μάς βοηθάει με φάρμακα αν θέλουμε κάποια φορά. Και μας ψωνίζει από το σούπερ μάρκετ. 
Τα προβλήματα των πολύτεκνων είναι πολλά και δεν μας βοηθάει ο δήμος. Μόνο φρούτα δίνουν. Πώς θα πάμε σινεμά; Θα πληρώσουμε με τα φρούτα; Η μαμά κλαίει γιατί δεν την πήραν στην δουλειά, μάλλον επειδή έχει πολλά παιδιά της είπαν. Έτσι άκουσα. 

Πρέπει να μην γίνει η Ελλάδα μας γεμάτη γέρους. Καλοί είναι και αυτοί, όπως η γιαγιά και ο παππούς, όμως οι δάσκαλοί μας λένε πως η χώρα μας δεν αυξάνεται. Αλλά και πώς να υπάρχουν πολλά παιδιά όταν δεν είναι χαρούμενα, δεν έχουν παιχνίδια και πεινάνε; Είναι ωραίο όμως να έχεις μεγάλη οικογένεια. Δεν μου αρέσει η ησυχία και φοβάμαι το σκοτάδι, για αυτό η αδελφή μου μού κάνει το βράδυ σήματα με το φακό. Μακάρι να ήξερα πώς είναι τα σήματα μορς που κάνεις με το φως. Θα έκανα στον ουρανό,...


Διαβάστε περισσότερα © www.elkosmos.gr

Ο μύθος του Ερυσίχθονα - Η τραπεζαρία του βασιλιά
Erysichthon, Tales from Ovid

ΦΡΟΣΩ ΧΑΤΟΓΛΟΥ:
Βασισμένο σε αρχαίο ελληνικό μύθο
Τα πολύ παλιά χρόνια ζούσε στη Θεσσαλία ένας νεαρός βασιλιάς, ο Ερυσίχθων. Είχε ένα μεγάλο παλάτι με πολλές αίθουσες, αλλά αυτός δεν ήταν ικανοποιημένος. Ο καημός του ήταν να φτιάξει μια τεράστια τραπεζαρία για να δέχεται πολύ κόσμο και να κάνει μεγάλα γλέντια.
Αυτό ήθελε και αυτό έκανε, αφού ήταν βασιλιάς. Ξεκίνησε λοιπόν να χτίζει μια τραπεζαρία που γινόταν πράγματι πολύ ωραία, ώσπου χρειάστηκε ξύλα για να κάνει τη σκεπή της. Μεγάλη η τραπεζαρία, μεγάλη και η σκεπή της. Πού θα έβρισκε τόσα ξύλα ο πεισματάρης βασιλιάς;
Κοντά στο παλάτι υπήρχε ένα υπέροχο δάσος με λογής λογής δέντρα: πεύκα, φτελιές, βελανιδιές, καστανιές, λεύκες. Πήρε λοιπόν ο Ερυσίχθων τους δούλους του με τα τσεκούρια και τράβηξαν για το δάσος.
Καθώς περπατούσαν στα μονοπάτια του κοιτούσαν και θαύμαζαν τα όμορφα δέντρα, απολαμβάνοντας ήρεμοι και χαλαροί τα κελαηδήματα των πουλιών. Ώσπου σταμάτησαν μπροστά σε μια μεγάλη, γέρικη βελανιδιά. 
- Κόψτε αυτό το δέντρο! Ακούστηκε ξαφνικά η απότομη φωνή του βασιλιά Ερυσίχθονα.
Οι δούλοι τον κοίταξαν φοβισμένοι.
- Μα, βασιλιά μου, είπε ένας γέρος δούλος, αυτό το δάσος ανήκει στη θεά Δήμητρα. Αν πειράξουμε τα δέντρα της θα θυμώσει.
- Κόψτε το είπα! Ούρλιαξε ο Ερυσίχθων.
Τι να κάνουν οι δούλοι, πήραν τα τσεκούρια τους και ξεκίνησαν να κόβουν. Γκάπ! 
Με το πρώτο χτύπημα εμφανίστηκαν μπροστά τους οι Αμαδρυάδες, οι νύμφες που ζούσαν στη βελανιδιά.
 
- Βασιλιά, γιατί θέλεις να μας χαλάσεις το σπίτι; Θα πεθάνουμε χωρίς αυτό, δεν μας λυπάσαι;
- Κόψτε το! φώναξε πάλι ο Ερισύχθων με απονιά.
Οι δούλοι με τρεμάμενα χέρια ξανάπιασαν τα τσεκούρια. Γκάπ! Με το δεύτερο χτύπημα παρουσιάστηκε μπροστά τους μια γριούλα.
- Βασιλιά , γιατί θέλεις να κόψεις το δέντρο; Ρώτησε η γριούλα με σιγανή και ευγενική φωνή. Δεν ξέρεις ότι το δάσος είναι της θεάς Δήμητρας; Δε φοβάσαι την οργή της;
- Ποια είσαι εσύ που θα σου δώσω λογαριασμό τι θα κάνω; Κάνε στην άκρη! Απάντησε ο Ερυσίχθων με πείσμα και αγένεια.
Η γριούλα δεν κουνήθηκε. Στεκόταν μπροστά στο δέντρο και κοίταζε με θάρρος το βασιλιά. Αυτός όμως δεν έλεγε να αλλάξει γνώμη. Άρπαξε ένα τσεκούρι και φώναξε νευριασμένος :
- Αν δεν φύγεις θα τσεκουρώσω κι εσένα και το δέντρο μαζί!

Η γριούλα ήταν η ίδια η θεά Δήμητρα μεταμορφωμένη. Μόλις λοιπόν άκουσε το βασιλιά να την απειλεί, θύμωσε και πήρε την κανονική θεϊκή της μορφή. Έγινε θεόρατη, με τα πόδια της να πατάνε στη γη και το κεφάλι της να αγγίζει τον ουρανό! Οι δούλοι φοβήθηκαν και τόβαλαν στα πόδια πετώντας τα τσεκούρια τους. Αλλά ο Ερυσίχθων έμεινε στη θέση του αμετάπειστος. Η φωνή της θεάς ακούστηκε σαν κεραυνός:
- Χτίσε λοιπόν την τραπεζαρία που θέλεις βασιλιά. Χτίσε την, γιατί θα χρειαστεί να τρως πολύ τώρα πια στη ζωή σου. Θα τρως συνέχεια, συνέχεια, χωρίς χορταμό!
Η θεά εξαφανίστηκε απότομα, έτσι όπως είχε εμφανιστεί. Ο βασιλιάς για μια στιγμή έμεινε σκεφτικός με το τσεκούρι υψωμένο. Αμέσως όμως γούρλωσε τα μάτια του και χτύπησε με αποφασιστικότητα τον κορμό της βελανιδιάς. Γκάπ! Όλο το δάσος αντήχησε. Γκάπ! Γκάπ! Ο Ερυσίχθων δεν σταμάτησε μέχρι που το γιγάντιο δέντρο κατέρρευσε, πλακώνοντας κι άλλα μικρότερα δέντρα.
Με τον κορμό της βελανιδιάς φτιάχτηκε η σκεπή της τραπεζαρίας. Έγινε όπως ακριβώς την ήθελε ο βασιλιάς. Μεγάλη και λαμπερή. 

Αλίμονο όμως. Άδικα την έχτισε γιατί δεν προλάβαινε καν να φάει εκεί. Η πείνα του ήταν τόση που έτρωγε κατευθείαν από τις κατσαρόλες, δεν περίμενε να τον σερβίρουν. Έτρωγε, έτρωγε ασταμάτητα, αλλά τίποτε δεν τον χόρταινε. Τα γλέντια που ονειρευόταν δεν μπορούσε να τα κάνει, γιατί κανείς δεν ερχόταν να κάτσει μαζί του στο τραπέζι έτσι που έτρωγε τα πάντα.
Όσο περνούσε ο καιρός τόσο χειροτέρευε η πείνα του. Έφαγε όλα τα κοπάδια με τα πρόβατα, έφαγε τα γίδια και τις αγελάδες. Άρχισε πια να τρώει τα άλογα κι όταν τέλειωσαν κι αυτά έφαγε και τα μουλάρια. Τέλος, άρχισε να τρώει και τις γάτες! Κι όμως, όσο έτρωγε, τόσο πείναγε.

Συνέβαινε μάλιστα και το εξής παράξενο: όσο έτρωγε, τόσο αδυνάτιζε. Είχε μείνει πετσί και κόκκαλο.
Ο καιρός περνούσε. Το μαρτύριο του βασιλιά δεν έπαυε. Δεν του έμειναν ούτε τα πλούτη, ούτε η αξιοπρέπειά του. Τριγυρνούσε δυστυχισμένος σε όλη τη Θεσσαλία και ζητιάνευε για λίγο φαγητό, για μια μπουκιά, για λίγα αποφάγια!

Μια μέρα, εξαθλιωμένος όπως ήταν, έσερνε τα βήματά του στο δάσος, ώσπου έφτασε στο άδειο μέρος, εκεί που κάποτε υψωνόταν η βελανιδιά που είχε κόψει. Ο βασιλιάς Ερυσίχθων έκατσε στο κούτσουρο που είχε απομείνει, έβαλε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του και έκλαψε πικρά.