Σελίδες

Friday, 14 April 2017

Ο νόμος απαγορεύει να τιμώνται οι άρχοντες πριν λογοδοτήσουν

«Αναγκάζονταν λοιπόν οι δικαστές να ψηφίσουν όχι για να καταδικάσουν το έγκλημα που δίκαζαν εκείνη τη στιγμή, αλλά για να μη ντροπιάσουν το δήμο.  Όταν όμως κάποιος νομοθέτης αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή, θέσπισε νόμο πάρα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται όσοι είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν». 
Αισχίνης


ΑΙΣΧΙΝΗ ΚΑΤΑ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ 3.9–12
Ο νόμος απαγορεύει να τιμώνται οι άρχοντες πριν λογοδοτήσουν
 Ο Αισχίνης με τον λόγο του αυτόν αντιστρατεύεται με γραφὴν παρανόμων στην πρόταση του Κτησιφώντα να τιμηθεί ο Δημοσθένης με χρυσό στεφάνι για τις υπηρεσίες του στην πόλη ενώ ακόμα ήταν άρχοντας. (βλ. την απάντηση του Δημοσθένη στον Περί του στεφάνου λόγο του). Στο προοίμιον ο ρήτορας τόνισε την κρισιμότητα της απόφασης και την ανάγκη τήρησης των νόμων και κατέληξε καλώντας τους συμπολίτες του να μην επικυρώσουν το ψήφισμα του Κτησιφώντα ως παράνομο και επιβλαβές για την πόλη.


[9] Περὶ μὲν οὖν τῆς ὅλης κατηγορίας μετρίως μοι ἐλπίζω προειρῆσθαι· περὶ
δὲ αὐτῶν τῶν νόμων οἳ κεῖνταιπερὶ τῶν ὑπευθύνων, παρ’ οὓς τὸ ψήφισμα τυγχάνει γεγραφὼς Κτησιφῶν, διὰ βραχέων εἰπεῖν βούλομαι.
Ἐν γὰρ τοῖς ἔμπροσθεν χρόνοις ἄρχοντές τινες τὰς μεγίστας ἀρχὰς καὶ τὰς προσόδους διοικοῦντες, καὶ δωροδοκοῦντες περὶ ἕκαστα τούτων, προσλαμβάνοντες τούς τε ἐκ τοῦ βουλευτηρίου ῥήτορας καὶ τοὺς ἐκ τοῦ δήμου, πόρρωθεν προκατελάμβανον τὰς εὐθύνας ἐπαίνοις καὶ κηρύγμασιν, ὥστ’ ἐν ταῖς εὐθύναις εἰς τὴν μεγίστην μὲν ἀπορίαν ἀφικνεῖσθαι τοὺς κατηγόρους, πολὺ δὲ ἔτι μᾶλλον τοὺς δικαστάς.
[9] Σχετικά λοιπόν με την όλη κατηγορία νομίζω πως είναι αρκετά αυτά που είπα. Σχετικά όμως με τους νόμους που υπάρχουν γι' αυτούς που είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν μετά τη λήξη της αρχής που διαχειρίστηκαν και τους οποίους παραβαίνοντας ο Κτησιφώντας έγραψε το ψήφισμά του, θέλω ν' αναφέρω λίγα λόγια.
Στα περασμένα χρόνια λοιπόν μερικοί άρχοντες, οι οποίοι αναλάμβαναν τα πιο μεγάλα αξιώματα και διαχειρίζονταν τα δημόσια έσοδα και οι οποίοι δωροδοκούνταν σε κάθε μια απ' τις περιπτώσεις αυτές, παίρνοντας με το μέρος τους τους ρήτορες της βουλής και του δήμου, πολύ πριν τελειώσει ο χρόνος της αρχής που διαχειρίζονταν, κατόρθωναν να εξασφαλίσουν ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία τους με τιμητικά ψηφίσματα κι επαίνους, ώστε την ώρα που λογοδοτούσαν για τη διαχείριση της αρχής που ανάλαβαν να βρίσκονται σε μεγάλη αμηχανία όσοι ήθελαν να τους κατηγορήσουν και πολύ περισσότερο οι δικαστές.
[10] πολλοὶ γὰρ πάνυ τῶν ὑπευθύνων, ἐπ’ αὐτοφώρῳ κλέπται τῶν δημοσίων χρημάτων ὄντες ἐξελεγχόμενοι, διεφύγγανον ἐκ τῶν
δικαστηρίων, εἰκότως· ᾐσχύνοντο γὰρ οἶμαι οἱ δικασταί, εἰ φανήσεται ὁ αὐτὸς ἀνὴρ ἐν τῇ αὐτῇ πόλει, πρώην μέν ποτε ἀναγορευόμενος ἐν τοῖς ἀγῶσιν, ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης ὑπὸ τοῦ δήμου χρυσῷ στεφάνῳ, ὁ δὲ αὐτὸς ἀνὴρ μικρὸν ἐπισχὼν ἔξεισιν ἐκ τοῦ δικαστηρίου κλοπῆς ἕνεκα τὰς εὐθύνας ὠφληκώς·
ὥστε ἠναγκάζοντο τὴν ψῆφον φέρειν 
οἱ δικασταί, οὐ περὶ τοῦ παρόντος ἀδικήματος, ἀλλ’ ὑπὲρ τῆς αἰσχύνης τοῦ δήμου.
[10] Γι' αυτό πολλοί απ' αυτούς που ήσαν υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν, αν και πιάνονταν επ' αυτοφώρω να κλέβουν τα χρήματα του δημοσίου, γλίτωναν απ' τα δικαστήρια, και πολύ φυσικά. Γιατί, νομίζω, οι δικαστές θεωρούσαν ντροπή να φανεί ο ίδιος άνδρας, στην ίδια πόλη, ίσως μάλιστα και στον ίδιο χρόνο, ότι προ ολίγου ανακηρύχθηκε στους θεατρικούς αγώνες πως στεφανώθηκε απ' το δήμο με χρυσό στεφάνι ένεκα της αρετής του και της δικαιοσύνης του και ύστερ' από λίγο ο ίδιος αυτός άνδρας να φανεί ότι βγαίνει απ' το δικαστήριο ύστερ' απ' τη λογοδοσία του καταδικασμένος για κλοπή δημοσίων χρημάτων. Αναγκάζονταν λοιπόν οι δικαστές να ψηφίσουν όχι για να καταδικάσουν το έγκλημα που δίκαζαν εκείνη τη στιγμή, αλλά για να μη ντροπιάσουν το δήμο.
[11] Κατιδὼν δή τις ταῦτα νομοθέτης τίθησι νόμον καὶ μάλα καλῶς ἔχοντα, διαρρήδην ἀπαγορεύοντα τοὺς ὑπευθύνους μὴ στεφανοῦν. καὶ ταῦτα οὕτως εὖ προκατειληφότος τοῦ νομοθέτου, εὕρηνται κρείττονες λόγοι τῶν νόμων, οὓς εἰ μή τις ὑμῖν ἐρεῖ, λήσετε ἐξαπατηθέντες.
τούτων γὰρ τῶν τοὺς ὑπευθύνους στεφανούντων παρὰ τοὺς νόμους οἱ μὲν φύσει μέτριοί εἰσιν, εἰ δή τις ἐστὶ μέτριος τῶν τὰ παράνομα γραφόντων, ἀλλ’ οὖν προβάλλονταί γέ τι πρὸ τῆς αἰσχύνης. προσγράφουσι γὰρ πρὸς τὰ ψηφίσματα στεφανοῦν τὸν ὑπεύθυνον «ἐπειδὰν λόγον καὶ εὐθύνας τῆς ἀρχῆς δῷ.»
[11] Όταν όμως κάποιος νομοθέτης αντιλήφθηκε την κατάσταση αυτή, θέσπισε νόμο πάρα πολύ σωστό, που απαγορεύει αυστηρά να στεφανώνονται όσοι είναι υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουν. Εν τούτοις, αν και ο νομοθέτης πολύ καλά προνόησε γι' αυτά, έχουν επινοηθεί δικαιολογίες για να καταπατηθεί αυτός ο νόμος, τις οποίες αν κάποιος δεν σας τις υποδείξει, θα εξαπατηθείτε απ' αυτούς χωρίς να το καταλάβετε· γιατί, ανάμεσα σ' αυτούς που παράνομα προτείνουν να στεφανώνονται άρχοντες που δεν έχουν λογοδοτήσει, υπάρχουν μερικοί οι οποίοι από φυσικού τους είναι μετριοπαθείς, αν είναι βέβαια δυνατό να είναι μετριοπαθής κάποιος απ' αυτούς που προτείνουν παράνομα ψηφίσματα, αλλά καλύπτουν κάπως τη ντροπή της παρανομίας. Προσθέτουν δηλαδή στα ψηφίσματά τους να στεφανώνεται ο υπεύθυνος άρχοντας, αφού λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε.
[12] Καὶ ἡ μὲν πόλις τὸ ἴσον ἀδίκημα ἀδικεῖται· προκαταλαμβάνονται γὰρ ἐπαίνοις καὶ στεφάνοις αἱ εὔθυναι· ὁ δὲ τὸ ψήφισμα γράφων ἐνδείκνυται τοῖς ἀκούουσιν, ὅτι γέγραφε μὲν παράνομα, αἰσχύνεται δὲ ἐφ’ οἷς ἡμάρτηκε. Κτησιφῶν δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὑπερπηδήσας τὸν νόμον τὸν περὶ τῶν ὑπευθύνων κείμενον, καὶ τὴν πρόφασιν ἣν ἀρτίως προεῖπον ὑμῖν ἀνελών, πρὶν λόγον πρὶν εὐθύνας δοῦναι γέγραφε μεταξὺ Δημοσθένην ἄρχοντα στεφανοῦν. [12] Και η πόλη παθαίνει πάλι την ίδια αδικία, γιατί δημιουργούνται ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη λογοδοσία με την πρόταση να επαινεθεί και να στεφανωθεί ο υπεύθυνος αλλ' αυτός που προτείνει το ψήφισμα δεν κρύβει απ' τους ακροατές του ότι πρότεινε παράνομες προτάσεις, ντρέπεται όμως για τα σφάλματα που έκανε. Ο Κτησιφώντας όμως, άνδρες Αθηναίοι, παραβαίνοντας το νόμο που υπάρχει για τους υπεύθυνους άρχοντες και χωρίς να προσθέσει τη δικαιολογία που εγώ προηγουμένως σας ανέφερα, πρότεινε να στεφανωθεί ο Δημοσθένης, πριν λογοδοτήσει για την αρχή που διαχειρίστηκε.

Τάκης Παπατσώνης, «Περί του Ξύλου»

«Ψυχή μου, ευλόγα σήμερα πρωί, όλη τη μέρα
και την ακολουθούσα νύχτα όλη, το σωτήριο τούτο Ξύλο.
Εκεί είναι η βασιλεία του, στολισμένο με φύλλα θροούντα.
Εκεί έρχεται σε κοινωνία με τις δροσιές της Νύχτας, με τα θάμπη
των Ημερών. Εκεί του περιπλέχουνται οι κισσοί και οι άλλες
περιπλοκάδες, γεννώντας την ιδέα της ομορφιάς και της αγάπης.
Σπάνιο είναι να τ’ αφήσουν να γεράσει, να τη ζήσει
την αιώνια ζωή, και σπάνιο είναι κεραυνός να τόβρει,
μήνυμα επουράνιο, ένωση ουρανού και γης με λάμψη ακαριαία
και θάνατος στο δάσος, όπως πρέπει.
Ψυχή μου, ευλόγα και την ώραν,
οπότε ξεκινάμε με τα πελέκια μιαν αυγή, άκαρδο, δουλευτικό
σμήνος οι υλοτόμοι. Γουρμάζει τότες η γραμμένη
σιωπηλή στιγμή της θυσίας. Με τα πολλά καταπέφτει
το θειότατο ξύλο. Του αποξεραίνουνται οι χυμοί.
Ξερό απομένει· και όμως ξερό, δεν έρχεται ολότελα
να το ξενώσει η ξεραΐλα από τις φυσικές του επιρροές.
Το διαβιβρώσκει η υγρασία ή το φουσκώνει. Του ανοίγει
ο χρόνος τις ρωγμές. Πιάνει σαράκι. Εχτός αν το προορίζουνε
για τις φωτιές, οπότε πάλι τρίζει, τρίζει, και αφού αναλάμψει,
τέφρα γίνεται, καθώς όλα. Είπα όμως σήμερα της ψυχής μου
να γράψει για το Ξύλο εκείνο το προορισμένο από αιώνων,
για το Ξύλο, που η γέννησή του βαστάει από τις πρώτες
της γης μας φύτρες. Ετούτο εκόπη για να γίνει
Ζυγός μέγιστος, θαυματουργός Στατήρας,
που εστήθηκε στη μέσην ακριβώς του χρόνου
για να ζυγιάσει την κούφιαν έγνοια των ανθρώπων.
«Δεν είναι δάσος, που να προσφέρει ξύλο παρόμοιο».
Το Ξύλο αυτό δεν είναι διόλου ύλη απαθής.
Έχει ψυχή και δείχνει τη κάθε τόσο.
Ενώ κατάξερο είναι και κομμένο, όμως ανθεί
και μέσα του μυκάται και αναβράζει χυμός σεβάσμιος.
Δε θα ξετάξω το γιατί έφερε Λύτρωση το Ξύλο ετούτο.
Ούδε ποια Λύτρωση. Ψυχή μου, θέλω μόνο να ευλογήσεις
την ουσία του Ξύλου, οπόθε αχτινοβόλησε του κόσμου η λάμψη.
Και την ευγένεια που του εδόθη ένα πρωί, όταν ποτίστη
μέχρι του βάθους των φλεβών του από αίμα εξαγοραστικό
και ζωογόνο. Ποιο βάρος φορτώθηκε! Ποιον πόνο
φορτώθηκε! Όλου του κόσμου! Του καθηλώθησαν
όλοι οι δρυμοί της αγωνίας. Χαίρε, Σταυρέ, που μ’ όλα,
μονάχη ελπίδα εσύ αποβαίνεις στις ερημώσεις.»
Πηγάζει απ’ τα σκοταδερά έγκατα των δασών.

ΤΟ ΘΑΥΜΑ

“Οι μαθητές του κοιτάζονταν ντροπιασμένοι. Δεν ήξεραν τι να πουν. Ο δάσκαλός τους σίγουρα θα είχε μια απάντηση για όλα αυτά, αλλά δεν ήταν πια ανάμεσά τους να την δώσει.”
Πήγαν λοιπόν τον άντρα στον Έπαρχο για να εξετάσει, αν πράγματι αμφισβητούσε την εξουσία του Καίσαρα κι ισχυριζόταν ότι είναι ο βασιλιάς του τόπου. Προηγουμένως, τον είχαν πάει στον Αρχιερέα, που είχε σκίσει τα άμφιά του από αγανάκτηση, όταν ο άντρας είπε ότι ήταν αυτός που θα καθίσει στα δεξιά του Θεού.
Οι μαθητές κι οι κρυφοί ακόλουθοι του άντρα παρακολουθούσαν, ανακατεμένοι με το πλήθος, με προσμονή που δύσκολα κρυβόταν. «Δεν έχουν ιδέα με ποιόν τα έβαλαν» έλεγαν μεταξύ τους. «Ο δάσκαλός μας έδωσε σε τυφλούς το φως, έκανε το νερό κρασί, βάδισε στο νερό. Τώρα θα καλέσει έναν ανεμοστρόβιλο που θα πάρει τους Ρωμαίους μακριά από την Ιουδαία. Κι ύστερα θα σκίσει στα δυο την Αίθουσα του Συνεδρίου, όπως ο Αρχιερέας έσκισε το ράσο του.»
Όμως τίποτα δεν γινόταν. Οι στρατιώτες τον τραβολογούσαν, και το κορμί του άντρα υπάκουε όπως το στάχυ στον άνεμο. Στο πλήθος άρχισαν οι μουρμούρες.
«Είναι ανήμπορος, δεν τον βλέπετε;»
«Εγώ τον είχα καταλάβει απ’ την αρχή. Μόνο εσάς ξεγέλασε.»
«Κοίτα πώς τον σέρνουν. Σαν αρνί. Ο Βαραββάς, αν και αλυσοδεμένος, τους έριχνε κουτουλιές.»
«Ο Βαραββάς είναι παλικάρι, αυτός εδώ είναι πιο νωθρός από τους παραλυτικούς που γιάτρεψε.»
Ακούστηκαν τα πρώτα χαχανητά, και κάποιοι άρχισαν να τον βρίζουν και να τον φτύνουν για να βγάλουν το άχτι τους που εξαπατήθηκαν.
Οι μαθητές του κοιτάζονταν ντροπιασμένοι. Δεν ήξεραν τι να πουν. Ο δάσκαλός τους σίγουρα θα είχε μια απάντηση για όλα αυτά, αλλά δεν ήταν πια ανάμεσά τους να την δώσει.
Οι στρατιώτες έγδυσαν τον άντρα για να τον μαστιγώσουν. Και οι μαστιγιές άρχισαν. Η σάρκα χαραζόταν και μάτωνε κάτω από τον γαλάζιο ουρανό.
Οι περισσότεροι μαθητές είχαν κρύψει τα πρόσωπά τους και τραβούσαν τα μαλλιά τους από την φρίκη για το μαρτύριο του δασκάλου τους. Το πλήθος τον περιγελούσε.
«Ήρθες να μας σώσεις, και δεν μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου, αχρείε.»
«Τώρα χρειάζεσαι το θαύμα, δυστυχισμένε.»
Αλλά σιγά-σιγά σιώπησαν γιατί σιωπούσε κι ο άντρας. Μόνο οι μαστιγιές ακούγονταν.
Τότε κάποιος είπε. «Αυτό είναι το θαύμα.»
Όλοι γύρισαν να τον κοιτάξουν γιατί η φωνή, αν και χαμηλή, ακούστηκε καθαρά.
«Αυτό είναι το θαύμα» επανέλαβε ο εκείνος σαν να μιλούσε στον εαυτό του.
Τα πρόσωπα των μαθητών φωτίστηκαν σαν ένα πνεύμα να τα επανέφερε ομαδικά στη ζωή. Σκέφτονταν μεγαλόφωνα, κι ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον.
«Για αυτό περπάτησε στο νερό, για αυτό γιάτρεψε τυφλούς και παραλυτικούς, για αυτό έκανε το νερό κρασί. Για να ξέρουν όλοι πως ΕΧΕΙ τη δύναμη να σκίσει στα δύο την αίθουσα του Συνεδρίου, και να καλέσει τον ανεμοστρόβιλο που θα πάρει τους Ρωμαίους μακριά. Αλλά δεν το κάνει.»
Κι ενώ το μαστίγιο χτυπούσε, άλλοι πίστεψαν, κι άλλοι δεν πίστεψαν πως ο άντρας είχε τη δύναμη, κι αφέθηκε με τη θέλησή του να τον βασανίσουν και να τον σκοτώσουν. Κι αυτοί που πίστεψαν αργότερα ονομάστηκαν Χριστιανοί, από το όνομα του άντρα. Κι αυτό το θαύμα έγινε το ακρογωνιαίο λιθάρι της πίστης τους.

– από τον Χαρίτωνα Χαριτωνίδη
Apodyoptes