Ο Τανγκ ήταν ένας μικρός εργάτης στο βασίλειο της Ανατολής. Δούλευε το χαλκό και κατασκεύαζε καταπληκτικά εργαλεία που πουλούσε στην αγορά.
Ήταν ευτυχισμένος με τη ζωή του και είχε καλή εκτίμηση για τον εαυτό του. Δεν περίμενε τίποτα άλλο από το να βρει τη γυναίκα της ζωής του.
Μια μέρα, ένας απεσταλμένος του βασιλιά ήρθε να ανακοινώσει ότι ο μεγαλειότατος επιθυμούσε να παντρέψει την κόρη του με εκείνον τον νεαρό άντρα του βασιλείου που θα είχε την καλύτερη εκτίμηση για τον εαυτό του.
Την καθορισμένη μέρα, ο Τανγκ πήγε στο παλάτι και βρέθηκε ανάμεσα σε πολλές εκατοντάδες νέους υποψήφιους μνηστήρες.
Ο βασιλιάς τους είδε όλους και ζήτησε από τον αρχιθαλαμηπόλο του να δώσει στον καθένα από πέντε σπόρους λουλουδιών.
Στη συνέχεια, τους ζήτησε να φύγουν και να γυρίσουν την άνοιξη με μια γλάστρα φυτεμένη με λουλούδια, που να προέρχονται από τους σπόρους που τους είχε δώσει.Ο Τανγκ φύτεψε τους σπόρους φροντίζοντάς τους με μεγάλη προσοχή, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε, ούτε βλαστάρια ούτε λουλούδια. Την καθορισμένη ημερομηνία, ο Τανγκ πήρε τη γλάστρα του χωρίς λουλούδια και ξεκίνησε για το παλάτι.
Οι εκατοντάδες άλλοι μνηστήρες κρατούσαν τις γλάστρες τους που ήταν γεμάτες με καταπληκτικά λουλούδια και κορόιδευαν τον Τανγκ και την άδεια γλάστρα του.
Ζήτησε λοιπόν ο βασιλιάς να περάσει κάθε υποψήφιος από μπροστά του και να του παρουσιάσει τη γλάστρα του.
Ο Τανγκ εμφανίστηκε λίγο αμήχανος μπροστά στο βασιλιά: «Κανένας από τους σπόρους δε φύτρωσε, μεγαλειότατε» είπε.
Και ο βασιλιάς του απάντησε: «Τανγκ, μείνε εδώ, δίπλα μου!».
Όταν παρέλασαν όλοι οι υποψήφιοι μνηστήρες, ο βασιλιάς τους έδιωξε όλους εκτός από τον Τανγκ. Έπειτα, ανακοίνωσε σε όλο το βασίλειο ότι η κόρη του και ο Τανγκ θα παντρεύονταν το επόμενο καλοκαίρι. Ήταν μια καταπληκτική γιορτή.
Όταν παρέλασαν όλοι οι υποψήφιοι μνηστήρες, ο βασιλιάς τους έδιωξε όλους εκτός από τον Τανγκ. Έπειτα, ανακοίνωσε σε όλο το βασίλειο ότι η κόρη του και ο Τανγκ θα παντρεύονταν το επόμενο καλοκαίρι. Ήταν μια καταπληκτική γιορτή.
Ο Τανγκ και η πριγκίπισσα ήταν κάθε μέρα και πιο ερωτευμένοι. Ζούσαν πολύ ευτυχισμένοι.
Μια μέρα, ο Τανγκ ρώτησε το βασιλιά και πεθερό του: «Μεγαλειότατε, γιατί με επιλέξατε για γαμπρό, αν και οι σπόροι μου δεν είχαν ανθίσει;»
«Επειδή δεν μπορούσαν να ανθίσουν. Τους είχα βάλει να βράσουν ολόκληρη την προηγούμενη νύχτα! Έτσι, εσύ ήσουν ο μόνος που είχε αρκετή εκτίμηση προς τον εαυτό σου και προς τους άλλους ώστε να είσαι ειλικρινής και έντιμος. Έναν τέτοιο άνθρωπο ήθελα για γαμπρό!»
«Επειδή δεν μπορούσαν να ανθίσουν. Τους είχα βάλει να βράσουν ολόκληρη την προηγούμενη νύχτα! Έτσι, εσύ ήσουν ο μόνος που είχε αρκετή εκτίμηση προς τον εαυτό σου και προς τους άλλους ώστε να είσαι ειλικρινής και έντιμος. Έναν τέτοιο άνθρωπο ήθελα για γαμπρό!»