«Δε νιώθω καλά σήμερα, δε θα πάω σχολείο».
Έτσι αρχίζει.
Και στην αρχή δεν το παίρνεις σοβαρά, λες μέσα σου:
Και τι έγινε να μην πάει μία μέρα σχολείο;
Και λες ακόμη πιο μέσα σου, σιγανά να μην σε ακούσει ούτε ο εαυτός σου:
Και εγώ που ήμουν πάντα συνεπής στο σχολείο, ούτε μία απουσία, ούτε ένα σκασιαρχείο ποτέ, τι κατάλαβα;
Οπότε αφήνεις το παιδί να μην πάει μία μέρα στο σχολείο.
Καλύπτεις την απουσία και χαίρεσαι και λίγο, που έκανες μέσω του παιδιού σου και τη δική σου επανάσταση, αναδρομικά.
Εξάλλου δεν είσαι καμία ανάλγητη μάνα, ξέρεις και λίγο από ψυχολογία, ξέρεις πως, που και που, πρέπει να κάνεις τα στραβά μάτια σε κάτι τέτοια μικρά στραβοπατήματα – για να μπορείς να αποφύγεις τα μεγάλα.
Την επόμενη μέρα το παιδί σου πάει σχολείο. Μία χαρά. Ούτε γάτα, ούτε ζημιά, λοιπόν…
Την μεθεπόμενη όμως, σου ξαναλέει:
«Δε θέλω να πάω σχολείο». Και στο τέλος δε πάει σχολείο όλη τη βδομάδα. Υποψιάζεσαι καμία ίωση- τι άλλο μπορεί να’ ναι;
Κάποια κούραση ίσως, του έχουν πέσει ίσως πολλά και τα εξωσχολικά, έπεσε η άμυνα του οργανισμού. Βρίσκεις χίλια άλλοθι στο παιδί. Και εκατομμύρια άλλοθι στον εαυτό σου.
Και πολύ βολικά ξεχνάς, για παράδειγμα, πως έβλεπες το παιδί να κάθεται με τις ώρες στο ιντερνετικό παιχνίδι, καμία φορά ως αργά, καμία φορά ως το ξημέρωμα.
Και όταν το ρωτούσες, σου έλεγε:
«Παίζω λίγο για να ξεσκάσω» και εσύ το πίστευες. Έτσι σε βόλευε. Να το πιστέψεις σε βόλευε.
Ήσουν και κουρασμένη, πιεσμένη και από τη δουλειά, γυρνούσες πτώμα, δεν είχες όρεξη για συγκρούσεις. Στο κάτω- κάτω διασκέδαζε και λίγο. Κακό ήταν;
Οπότε δικαιολογείς τις απουσίες στο σχολείο και ελπίζεις πως πέρασε και πάει. Κρατάς την ανάσα σου από αγωνία, κάνεις μαλαγανιές, και το παιδί πάει τελικά σχολείο.
Για κανά δυο μέρες. Αλλά μετά σου λέει πως δε θα ξαναπάει.
Το ενοχλεί η δομή του σχολείου, το ενοχλεί η οπτική του σχολείου, όλα του προκαλούν στρες.
Συζητάς μαζί του με τις ώρες, παρατάς και τη δουλειά, και τα πάντα. Αλλά δεν βγάζεις άκρη. Κάνεις την άνετη, το πας μαλακά το πράγμα, γιατί ξέρεις (όλοι το ξέρουν!) πως τα παιδιά είναι αντιδραστικά καμία φορά. Οπότε πας με το κύμα, κάνεις υπομονή, κάνεις προσευχή, κάνεις ντρίπλες μπας και πιάσουν.
Σου ζητάει να μην το πιέσεις. Στην αρχή δεν το πιέζεις.
Οι μέρες περνούν, κι, όσο κι αν κάνεις πως δεν βλέπεις πως το παιδί σου είναι πρωί- πρωί στο σπίτι, αντί να είναι στο σχολείο, όπως όλα τα παιδιά του Θεού, φυσικά δεν μπορείς να αγνοήσεις το γεγονός μέσα σου.
ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΣ. Το παιδί σου δεν πάει σχολείο.
Και πονάς, λιώνει η ψυχή σου, νιώθεις πως όλο αυτό είναι άρρωστο, αλλά θέλεις να μην το πιέσεις. Έτσι σου ζήτησε. Αλλά ο καιρός περνάει, η υπομονή εξαντλείται, οι ενοχές σου φουντώνουν, μετά τις θάβεις, και μετά εξαγριώνεσαι. Με το παιδί σου. Και με τον εαυτό σου.
Οπότε αρχίζεις να το πιέζεις. Ξυπνάς και κοιμάσαι και το πιέζεις.
Πότε έμμεσα: «Αύριο, που θα πας σχολείο θες να φορέσεις το μπλε φούτερ;»,
πότε άμεσα: «Αύριο θα πας σχολείο, δεν έχεις άλλες απουσίες, θα μείνεις»
και πότε άγρια: «Σε διατάζω να πας σχολείο αλλιώς θα σου κόψω τα πάντα, θα κόψω την τηλεόραση, θα κόψω το ίντερνετ, θα σε αφήσω χωρίς χαρτζιλίκι!»
Τίποτα όμως δεν πιάνει.
Πας στο σχολείο, πιάνεις τους καθηγητές, ψάχνεις να βρεις αιτίες, βρίσκεις και μερικές αφορμές, θυμώνεις με το σχολείο, ρίχνεις μερικές απειλές, μετά συνετίζεσαι γιατί ξέρεις πως δεν φταίει ούτε το 16 που πήρε στην χημεία, ούτε ο καθηγητής που του ‘δωσε ωριαία αποβολή. Ξέρεις μέσα σου πως αυτά είναι ίσως αφορμές, αλλά δεν είναι οι πραγματικές αιτίες.
Αποφασίζεις να κάνεις σύμμαχο το σχολείο. Παρακαλείς να σε βοηθήσουν. Και σε βοηθούν. Παίρνουν τηλέφωνα, παρακαλούν κι αυτοί, εμψυχώνουν το παιδί, του λένε πως θα πάνε όλα καλά, πως το περιμένουν πίσω στο σχολείο.
Αλλά τίποτα δεν γίνεται.
Το παιδί συνεχίζει να μην πηγαίνει σχολείο. Επιστρατεύεις συγγενείς, τους φίλους, τους συμμαθητές για να το συνετίσουν.
Τίποτα δεν γίνεται.
Το παιδί μένει στο σπίτι.
Κι εσύ η μάνα μαζί με τον πατέρα, είσαι σε σύγχυση, είσαι σε θολούρα. Αλληλοκατηγορείστε, μονιάζετε, μαλώνετε ξανά.
Υπάρχει ένταση, υπάρχει θυμός, υπάρχει απελπισία.
Το παίρνεις σηκωτό και το πας σε γιατρό, σε ψυχολόγο, σε ψυχίατρο.
Και σου λένε πως η σχολική άρνηση είναι η κορυφή του παγόβουνου, ένα σύμπτωμα μιας άλλης πιο πολύπλοκης κατάστασης.
Και καθώς ψάχνεις βρίσκεις πως υπάρχουν κι άλλοι γονείς σαν κι εσένα. Κι άλλα παιδιά σαν το δικό σου. Παιδιά που καταλήγουν να παίρνουν χαρτιά για εκπαίδευση στο σπίτι, αποφεύγοντας τον πιο ζωντανό χώρο της παιδικής και εφηβικής ζωής, την πιο όμορφη μορφή της κοινωνικοποίησης. Το σχολείο.
Και, καθώς όλο και πιο πολύ ψάχνεις, συνειδητοποιείς πως δεν έχει αποκαλυφθεί μόνο η κορυφή του παγόβουνου αλλά πως έχει αποκαλυφθεί όλο το παγόβουνο. Ένα παγόβουνο που έρχεται καταπάνω σου, να σε πλακώσει …
Σταδιακά, θυμάσαι όλο και πιο πολλά.
Θυμάσαι που το έβλεπες από καιρό κάπως απομονωμένο αλλά δεν ήθελες να δώσεις σημασία.
Θυμάσαι που το έβλεπες κουρασμένο από το βαρύ πρόγραμμα στο σχολείο και εσύ του φόρτωνες τα εξωσχολικά ( αφού ‘τραβάει’ το παιδί…).
Θυμάσαι τους συζυγικούς καυγάδες που γινόντουσαν μπροστά του.
Θυμάσαι πως το άφηνες μπροστά στην «ηλεκτρονική νταντά» του ίντερνετ, για να ηρεμήσεις.
Θυμάσαι πως δεν προλάβαινες να συζητήσεις μαζί του γιατί έτρεχες για να βγάλεις χρήμα.
Θυμάσαι πως δεν το πήγαινες στους φίλους του, όταν στο ζητούσε, γιατί εκείνοι ήταν μακριά- τι να πρωτοπρολάβεις;
Θυμάσαι πως του μιλούσες με μηνύματα στο ψυγείο, πως δεν προλάβαινες να του μαγειρέψεις, πως ποτέ δεν τρώγατε όλοι μαζί.
Θυμάσαι πως απαξίωνες κι εσύ έμμεσα την παιδεία – τι κι αν σπούδασα, δουλεύω όλη μέρα σαν τον χαμάλη, ζωή είναι αυτή;
Θυμάσαι τα λάθη σου, τις ευθύνες σου, τα ελλείμματά σου, τις ανεπάρκειες σου.
Και μετά παρατηρείς και τα λάθη, τα ελλείμματα, τις ανεπάρκειες όλης της σύγχρονης ζωής, όλης της σύγχρονης κοινωνίας.
Τότε καταλαβαίνεις πια την αντίδραση του παιδιού σου. Και αυτό είναι το πρώτο βήμα για να το βοηθήσεις.
****
Αλίκη Φασουλή