Διπλάσια η προβολή τις δυο τελευταίες δεκαετίες, σύμφωνα με μελέτη
Οι γνωστές ταινίες του Χόλιγουντ έχουν γίνει όχημα διαφήμισης και
προώθησης του αλκοόλ σε παιδιά, όπως προειδοποιεί νέα μελέτη Αμερικανών
επιστημόνων. Η προώθηση του αλκοόλ από τις εταιρίες ποτών, με «όχημα» τις
κινηματογραφικές ταινίες έχει διπλασιασθεί κατά τις δύο τελευταίες
δεκαετίες, σύμφωνα με τη μελέτη που ανακοινώθηκε σε συνέδριο των
Αμερικανικών Εταιρειών Παιδιατρικής στο Σαν Φρανσίσκο.
Η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στα φιλμ που είναι κατάλληλα για παιδιά, πράγμα που οι επιστήμονες θεωρούν ανησυχητικό.
«Τα παιδιά και οι νέοι εκλαμβάνουν τους πρωταγωνιστές των ταινιών ως
πρότυπα. Για τις εταιρείες των αλκοολούχων ποτών, όταν ένας αγαπημένος
σταρ χρησιμοποιεί μια συγκεκριμένη μάρκα αλκοόλ, αυτή θα συνδεθεί με όλα
εκείνα τα χαρακτηριστικά που οι νέοι θαυμάζουν στο είδωλό τους. Να
γιατί δεν αποτελεί έκπληξη ότι το αλκοόλ διαφημίζεται τόσο πολύ μέσω των
ταινιών και γιατί αυτές ακριβώς τις μάρκες προτιμούν να πίνουν οι νέοι»
δήλωσε ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής παιδιατρικής Τζέιμς
Σάρτζεντ. Οι ερευνητές μελέτησαν τις 100 ταινίες με τα μεγαλύτερα ετήσια έσοδα
της τελευταίας εικοσαετίας. Διαπιστώθηκε ότι το κινηματογραφικό
μάρκετινγκ του αλκοόλ έχει αυξηθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό 5%, ενώ η
συνολική αύξηση φθάνει το 92% κατά την περίοδο 1996-2015.
Η χρήση αλκοόλ προβάλλεται σχεδόν σε εννέα ταινίες στις δέκα (ποσοστό
87%), ενώ οι ηθοποιοί εμφανίζονται να πίνουν αλκοόλ στο 85% των ταινιών
που είναι κατάλληλες για παιδιά.
Συγκεκριμένες μάρκες προωθούνται τεχνηέντως σχεδόν στις μισές ταινίες
(44%), με τρεις μάρκες να αποτελούν το ένα τρίτο του συνόλου (33%). «Η αυξανόμενη κάθε χρόνο έκθεση στο αλκοόλ μέσω των ταινιών είναι
ανησυχητική, επειδή έχει κατ' επανάληψη δειχθεί ότι σχετίζεται με
αυξημένη μελλοντική κατανάλωση αλκοόλ αλλά και με υψηλότερα ποσοστά
αλκοολισμού», δήλωσε η ερευνήτρια Σαμάνθα Κούκιερ και επεσήμανε ότι το
ζήτημα πρέπει να ληγθεί πιο σοβαρά υπόψη από τις αρμόδιες Αρχές.
«Μπράβο που βρήκες τη λύση Κατερίνα. Πόσο έξυπνη είσαι!» «Τι ωραία που το ζωγράφισες, αυτό. Είσαικαταπληκτικός ζωγράφος Θοδωρή!» «Μα τι καλή χορεύτρια που είσαι Ιωάννα!»
Ακούμε και λέμε συχνά τέτοια πράγματα στα μικρά παιδιά όταν κάνουν κάτι και θέλουμε να τα επιβραβεύσουμε. Στην επιφάνεια δεν υπάρχει τίποτα το αξιόμεμπτο σε αυτά τα σχόλια. Πιστεύουμε ότι τα λέμε στα παιδιά για να τα ενθαρρύνουμε και να συνεχίσουν να κάνουν αυτό που τους αρέσει. Κι όμως σε αυτά τα «αθώα» σχόλια κρύβεται ένας μεγάλος κίνδυνος τον οποίο δε συνειδητοποιούμε. Ίσως τα σχόλια αυτά να έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό.
Μια καταπληκτική μελέτη της ψυχολογίας φέρνει στο φως τις συνέπειες των διαφορετικών τρόπων επιβράβευσης.
Η μελέτη
Η μελέτη εμπεριέχει έξι πειράματα και τα αποτελέσματά τους θα παρουσιαστούν συνοπτικά. Ζητήθηκε από παιδιά ηλικίας 10-12 ετών να κάνουν ένα γνωστικό τεστ. Στο τεστ τα παιδιά πληροφορήθηκαν όλα, ανεξαρτήτως της πραγματικής τους απόδοσης ότι τα πήγαν πολύ καλά. Υπήρξε όμως μια σημαντική διαφοροποίηση του τρόπου με τον οποίο έγινε η πληροφόρηση.
Σε κάποιους μαθητές είπαν: «Μπράβο! Πρέπει να είσαι πολύ έξυπνος σε τέτοιου είδους προβλήματα» Σε άλλους μαθητές είπαν: «Μπράβο, Πρέπει να προσπάθησες πολύ να λύσεις αυτά τα προβλήματα» Με άλλα λόγια στους πρώτους επιβραβεύτηκε η απόδοση στο τεστ ενώ στους άλλους η προσπάθεια που κατέβαλαν. Έπειτα ακολούθησε μια σειρά διαδικασιών έτσι ώστε να τεστάρουν οι ψυχολόγοι διαφορετικές αντιδράσεις σε μια σειρά ερεθισμάτων.
Διαδικασία 1
Στην πρώτη διαδικασία τους ζητήθηκε να κάνουν ένα άλλο τεστ και είπαν σε όλους ότι τα πήγαν πολύ άσχημα ανεξάρτητα από την πραγματική τους απόδοση. Όταν ρώτησαν τα παιδιά τι πιστεύετε ότι έφταιξε σε αυτό, τότε τα παιδιά τα οποία έλαβαν έπαινο για την απόδοσή τους, είπαν ότι μάλλον δεν είναι τόσο έξυπνα ή αρκετά καλά γι αυτά τα τεστ. Εκείνα τα οποία έλαβαν έπαινο για την προσπάθεια είπαν ότι ίσως να μην προσπάθησαν αρκετά. Αυτό σημαίνει ότι τα πρώτα πήραν πολύ προσωπικά το αποτέλεσμα του τεστ ενώ τα δεύτερα δε θεώρησαν ότι το αποτέλεσμα του τεστ σχετιζόταν με το πόσο έξυπνα είναι. Ήταν απλά θέμα προσπάθειας.
Διαδικασία 2
Σε μια επόμενη διαδικασία οι ψυχολόγοι παρουσίασαν δυο όμοια ντοσιέ στα παιδιά. Στο ένα ντοσιέ τους είπαν ότι μπορούσαν να βρουν διαφορετικούς τρόπους να λύσουν παρόμοιου τύπου ασκήσεις ενώ στο άλλο ήταν οι βαθμολογίες των συμμαθητών τους στο τεστ. Όσα παιδιά εισέπραξαν έπαινο για την προσπάθεια επέλεξαν σε πολύ μεγάλο ποσοστό (77%) να δουν τον φάκελο με τους διαφορετικούς τρόπους επίλυσης ενώ το άλλο γκρουπ επέλεξε σε ποσοστό 86% να δει πληροφορίες για την επίδοση των συμμαθητών τους.
Βγαίνει το συμπέρασμα λοιπόν ότι όταν τα παιδιά επαινούνται για την απόδοσή τους, τότε θέλουν να δουν που στέκονται σε σχέση με τα υπόλοιπα, πόσο «καλύτερα» από τα άλλα είναι. Όταν όμως επαινούνται για την προσπάθεια, τους ενδιαφέρει να αναπτύξουν περαιτέρω τις δεξιότητές τους και να εξασκήσουν τη μάθησή τους.
Διαδικασία 3
Το σημαντικότερο πείραμα όμως, κατά τη γνώμη μου, ήταν όταν, αφού είχαν πληροφορηθεί ότι τα είχαν πάει «άσχημα» στο δεύτερο τεστ, τους ζητήθηκε να επιλέξουν από διάφορες κατηγορίες, ένα άλλο τεστ το οποίο θα ήθελαν να κάνουν.
Τα παιδιά που τους είχαν πει «Μπράβο, είσαι πολύ έξυπνος» επέλεξαν σε ποσοστό 67% να κάνουν τεστ τα οποία ήταν εύκολα, ώστε να είναι σίγουρα ότι θα τα πάνε καλά στο επόμενο. Τα παιδιά που τους είχαν πει«Μπράβο, πρέπει να προσπάθησες πολύ» διάλεξαν σε ποσοστό 92% τεστ στα οποία θα μάθαιναν κάτι καινούριο. Ταυτόχρονα άλλες δοκιμές έδειξαν ότι τα πρώτα άντλησαν λιγότερη ευχαρίστηση από τα τεστ όπου δεν τα πήγαν καλά και ήταν λιγότερο πιθανό να θέλουν να μάθουν κάτι περισσότερο για τέτοιου είδους θέματα από ό,τι τα άλλα παιδιά. Οι συνέπειες της μελέτης αυτής θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικές.
Όταν λέμε στα παιδιά ότι είναι πολύ έξυπνα, αυτό που συμβαίνει στο παιδικό τους μυαλό είναι ότι μαθαίνουν να κυνηγούν το καλό αποτέλεσμα και όχι τη διαδικασία. Δεν προσπαθούν να μάθουν αλλά να πάρουν το βαθμό. Θέλουν να εισπράξουν το μπράβο και όχι να απολαύσουν την προσπάθεια.
Αυτό συμβαίνει, γιατί φαίνεται ότι συνδέουν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους με το χαρακτήρα τους, με το ποιοι είναι, με την ταυτότητά τους. Γίνονται οι άνθρωποι οι οποίοι επιδιώκουν την αποδοχή και όχι τη μάθηση, τη διερεύνηση, την ανησυχία. Θα ψάξουν το εύκολο και θα τα παρατήσουν εύκολα στη δυσκολία. Θα κρίνουν το πόσο τους αρέσει κάτι με βάση το πόσο εύκολο τους φαίνεται και όχι με κριτήριο αν πραγματικά τους ενδιαφέρει, καθώς θα έχουν μάθει να τους αρέσει μόνο αυτό στο οποίο είναι καλοί.
Την επόμενη φορά αντί να πείτε:
«Μπράβο, είσαι πολύ καλός ζωγράφος», πείτε: «Μπράβο, πρέπει να σου αρέσει πολύ να ζωγραφίζεις». Αντί να πείτε: «Μπράβο, είσαι καταπληκτική χορεύτρια», πείτε: «Μπράβο, φαίνεται ότι σου αρέσει πολύ να χορεύεις». «Μπράβο, πρέπει να σου αρέσει πολύ να τραγουδάς, να παίζεις ποδόσφαιρο, να φτιάχνεις ρούχα για τις κούκλες σου, κοκ». «Μπράβο, πρέπει να σου αρέσει να βοηθάς», όχι «Μπράβο, που είσαι καλό παιδί»
Επιβραβεύστε την προσπάθεια, όχι την απόδοση. Επιβραβεύστε την πράξη (αυτό που έκανε) όχι το ποιο είναι το παιδί (την ταυτότητα). Έτσι θα είναι πιο πιθανό να δημιουργήσετε ανθρώπους οι οποίοι θα ξέρουν μετέπειτα τι τους αρέσει, θα ξέρουν να το αναζητούν, να ψάχνονται και να γίνουν ευτυχισμένοι. Έτσι ακριβώς, όπως σε όλα τα παιδιά, αλλά και στους μεγάλους, αξίζει να είναι.
Είμαστε εξοικειωμένοι με τους όρους «σωματική βία» και «σεξουαλική βία» και οι περισσότεροι από εμάς ανατριχιάζουμε στην ιδέα ότι κάποιος γνωστός ή άγνωστος θα χρησιμοποιήσει τη δύναμή του για να επιβληθεί σε ένα παιδί.
Γράφει η Νάνσυ Ψημενάτου, Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Ελάχιστα γνωρίζουμε για την ψυχολογική βία και τις μορφές που αυτή έχει. Συχνά λόγω έλλειψης ενημέρωσης και εμείς οι ίδιοι τη χρησιμοποιούμε με σκοπό να «νουθετήσουμε» το παιδί.
Η ψυχολογική βία, όμως, έχει περισσότερα αρνητικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα από ό,τι η φυσική βία ή η σεξουαλική κακοποίηση.
Ακούγεται χιλιοειπωμένο αυτό το κλισέ: «Καλύτερα η πρόληψη παρά η θεραπεία». Παραμένει όμως αδιαμφισβήτητα η μόνη επιλογή μας αν θέλουμε να μεγαλώσουμε υγιή παιδιά και κατ’ επέκταση υγιείς ενήλικες.
Από την πλευρά του παιδιού
Ας προσπαθήσουμε για λίγο να μπούμε στο ρόλο ενός παιδιού. Είναι μικρό σε μέγεθος (στα μάτια του φαντάζουμε ως γίγαντες), είναι εξαρτημένο από εμάς για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του (τροφή, καθαριότητα, σωματική επαφή, επικοινωνία) και είναι τελείως εκτεθειμένο στις όποιες διαθέσεις εμείς έχουμε για την εξασφάλιση ή όχι των αναγκών του. Στα μάτια του είμαστε Θεοί. Οι συμπεριφορές που έχουμε ως προς αυτό διαμορφώνουν το χαρακτήρα του, την ψυχική του υγεία, τη συνείδησή του, το μέλλον του.
Η ψυχολογική βία είναι ένα σύνολο συμπεριφορών από έναν άνθρωπο σε έναν άλλον. Στη δική μας περίπτωση, αφορά το σύνολο των συμπεριφορών ενός γονέα προς το παιδί του ή όποιος άλλος άνθρωπος αναμιγνύεται με την ανάπτυξή του.
Παραδείγματα ψυχολογικής παιδικής κακοποίησης:
1. Ο πρώτος ψυχολογικός βιασμός ενός παιδιού είναι το μπούκωμα με το φαγητό. (Θυμηθείτε ότι το παιδί σάς βλέπει σαν γίγαντα, ο οποίος προσπαθεί με ένα κουτάλι να το ταΐσει, εσείς στη θέση του, τι επιλογές θα είχατε); 2. Η άρνηση της αγκαλιάς – (Ως μέσο τιμωρίας). 3. Αρνητική σύγκριση με άλλα παιδιά (Είδες ο Γιαννάκης, τι καλό παιδί που είναι ενώ εσύ…) 4. Χλευασμός για τις αδυναμίες του και τα συναισθήματά του – (Καθώς απευθυνόμαστε σε ένα οκτάχρονο παιδί: «Ολόκληρος άντρας και φοβάσαι έναν σκύλο»)! 5. Οι φωνές και οι στριγκλιές 6. Περιφρόνηση – (Κάνε μας τη χάρη που έχεις και άποψη) 7. Γελοιοποίηση – (Είτε σε δημόσιο είτε σε ιδιωτικό χώρο) 8. Προσβλητικοί υπαινιγμοί για το φύλο του ή τις συμπεριφορές του – («Έτσι είναι οι γυναίκες από μικρές φαίνονται» ή «τι είσαι κοριτσάκι και παίζεις με κούκλες»); 9. Το διπλό μήνυμα – (Να πας να παίξεις παιδί μου, τι πειράζει που εγώ θα μείνω μόνος –ή μέσα στο σπίτι) 10. Το να είναι παρόντα σε καβγάδες μεταξύ των γονέων (Θυμηθείτε άλλο σύγκρουση και άλλο καβγάς με βία) 11. Η επιβολή εξουσίας χωρίς εξηγήσεις – (Θα το κάνεις γιατί το λέω εγώ)
Η άρνηση της επικοινωνίας, η απομόνωση, οι τιμωρίες που περιλαμβάνουν κλείσιμο του παιδιού σε σκοτεινό χώρο, η άρνηση της τροφής, η παραμέληση των αναγκών του, η άρνηση επικοινωνίας με έναν γονέα σε περίπτωση διαζυγίου ή και η παρεμπόδιση της επικοινωνίας μαζί του (όταν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος, ο οποίος να αποδεικνύεται μέσω δικαστηρίου) είναι και αυτές μορφές ψυχολογικής βίας.
Ένας γονέας, ο οποίος κάποια στιγμή στο θυμό του θα μιλήσει ταπεινωτικά στο παιδί έχει τη δυνατότητα να επανορθώσει για τη συμπεριφορά του, ζητώντας του συγγνώμη. Δεν μας απασχολεί το τι κάνει ένας γονιός το 10% του χρόνου του αλλά το τι κάνει ένας γονιός το 90% του χρόνου του. Ίσως χρειάζεται εκ μέρους μας η παραδοχή ότι, χρειαζόμαστε βοήθεια ως γονείς για να μάθουμε πώς: 1. να μη χτυπάμε το παιδί μας, όταν είμαστε θυμωμένοι. 2. να καθησυχάζουμε ένα μωρό όταν κλαίει. 3. να προστατεύσουμε το παιδί μας αν διαπιστώσουμε ότι είναι θύμα ψυχολογικής ή άλλης κακοποίησης. 4. να προετοιμάζουμε το παιδί να προστατεύει τον εαυτό του από τέτοιου είδους επιθέσεις. 5. να του θέτουμε συνέπειες και όχι τιμωρίες. 6. να μην το υποτιμάμε, εξευτελίζουμε, περιφρονούμε. Τα παιδιά δεν έρχονται στη ζωή με κάποιο εγχειρίδιο για τα πολλά «πώς» που απασχολούν το μυαλό μας, καθώς τα μεγαλώνουμε.
Η ενημέρωση, το να ζητάμε βοήθεια και υποστήριξη, η ύπαρξη επιλογών είναι τα όπλα μας. Όπλα που αν χρησιμοποιηθούν έχουν ως αποτέλεσμα ειρηνικές μάχες ανάμεσα σε εμάς και τα παιδιά μας. Μάχες που τα διδάσκουν με το παράδειγμα ότι βρίσκουν από εμάς αποδοχή, συγχώρεση, αγάπη και όρια. Και αυτά είναι απαραίτητα συστατικά για την υγιή μετάβαση τους στην ενήλικη ζωή.