Σελίδες

Saturday, 3 February 2018

Οι Φανταστικοί Κόσμοι των Ιδιοφυών Παιδιών

Όλα τα παιδιά παίζουν δημιουργικά, αλλά κάποια δημιουργούν μέσα από το παιχνίδι νέες πραγματικότητες.

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις αδελφές Μπροντέ, συγγραφείς των κλασικών έργων «Τζέιν Έιρ» και «Ανεμοδαρμένα Ύψη», οι οποίες στην παιδική ηλικία τους είχαν επινοήσει στο μυαλό τους έναν κόσμο που αποτελείτο από πολλά βασίλεια.

«Οι ψυχολόγοι σήμερα αναγνωρίζουν το παιχνίδι των αδελφών Μπροντέ ως ένα “εργαστήριο μάθησης” που προετοίμασε το έδαφος για αυτές τις νεαρές ιδιοφυΐες», σχολιάζει η Michele Root-Bernstein του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στο βιβλίο «The Creation of Imaginary Worlds» («Η δημιουργία φανταστικών κόσμων»). 

Για τις αδελφές Μπροντέ, όπως εξηγεί η ακαδημαϊκός και συγγραφέας, 
η εξάσκηση της φαντασίας τους στο χτίσιμο κόσμων δεν ήταν απλώς ένα χόμπι, αλλά μια άσκηση δημιουργικής γραφής, ένα πρώιμο δείγμα ιδιοφυΐας που δεν επιδείκνυαν όλα τα κορίτσια της Αγγλίας του δέκατου ενάτου αιώνα.

Σύμφωνα με έρευνες, μόλις το 10% των παιδιών επιδίδεται σε ένα παιχνίδι παρόμοιο με εκείνο των αδελφών Μπροντέ, στο πλαίσιο του οποίου, δηλαδή, ένα πιτσιρίκι χτίζει τους δικούς του κόσμους. 
Και πολλά από τα παιδιά που ανήκουν σε αυτό το ποσοστό αναμένεται να διαπρέψουν, με τη βοήθεια της φαντασίας και της δημιουργικότητάς τους, στις επιστήμες ή στις τέχνες. 
Ενδεικτικά μόνο, ανάμεσα στους σπουδαίους δημιουργούς που στην παιδική ηλικία τους είχαν χτίσει στο μυαλό τους ολόκληρους κόσμους ήταν οι συγγραφείς C.S. Lewis και Jack Kerouac, αλλά και ο Νίτσε.

Πώς θα καταλάβουμε όμως ότι το παιδί μας είναι «ξεχωριστό»;

Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν στο παιχνίδι του «ανακαλεί επανειλημμένα ένα ολοκληρωμένο φανταστικό μέρος το οποίο συχνά (αλλά όχι πάντα) κατοικείται από φανταστικά πλάσματα που επιδίδονται σε φανταστικές συμπεριφορές. Μπορεί επίσης αυτός ο κόσμος να χαρακτηρίζεται από φανταστικά συστήματα και φανταστικές κουλτούρες», εξηγεί η Root-Bernstein. Κάπως, δηλαδή, όπως το σύμπαν του Τζορτζ Μάρτιν («Game of Thrones») ή εκείνο του Τόλκιν («Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών»).

Επιπλέον, ενώ τα περισσότερα παιδιά φτιάχνουν μέσα από το παιχνίδι τους κόσμους που ξεχνούν στο τέλος της μέρας, ένα παιδί-ιδιοφυΐα επιστρέφει ξανά και ξανά, για μήνες ή ακόμα και για χρόνια, στον κόσμο που έχει δημιουργήσει, εμπλουτίζοντάς τον διαρκώς με καινούριους χαρακτήρες, διαλέκτους ακόμα και ιδεολογίες, προικίζοντάς τον με χάρτες, ζωγραφιές, ιστορίες και με οτιδήποτε συμβάλλει στην καταγραφή ενός πραγματικού κόσμου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μελετητές εξετάζουν μέχρι σήμερα τις γραπτές ιστορίες, τους χάρτες και τις ζωγραφιές που συνοδεύουν τον φανταστικό κόσμο των αδελφών Μπροντέ. 
Λέγεται, επίσης, ότι ο Μότσαρτ στην παιδική ηλικία του επιδιδόταν σε έθιμα μιας εξωτικής χώρας που ο ίδιος είχε επινοήσει στο μυαλό του.

Τα παιδιά που μέσα από το παιχνίδι τους επινοούν φανταστικούς κόσμους, αυτές οι υποψήφιες ιδιοφυΐες, γύρω στην ηλικία των 2 ετών αρχίζουν ήδη να αποδίδουν ανθρώπινες ιδιότητες και προσωπικότητες στα παιχνίδια τους, καθώς μεγαλώνουν εμπλουτίζουν διαρκώς το «σύμπαν» της φαντασίας τους και μέχρι την ηλικία των 9 είναι πλέον σε θέση να δημιουργήσουν ντοκουμέντα για τον φανταστικό τους κόσμο, όπως επιστολές και χάρτες.

Γιατί όμως ένα παιδί-ιδιοφυΐα επιλέγει να «δραπετεύσει» στο φανταστικό κόσμο του μυαλού του; 
Αυτός ο κόσμος ίσως λειτουργεί ως διέξοδος από τη μονότονη καθημερινότητά του, σύμφωνα με τους ειδικούς. Παράλληλα, φυσικά, του προσφέρει ψυχαγωγία και μια αίσθηση δύναμης και εξουσίας. 
Γιατί ακόμα και αν ένα παιδί-ιδιοφυΐα ασκεί ελάχιστη επιρροή στους συνομηλίκους του, είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του κόσμου που έχει δημιουργήσει.

Πώς μπορούμε όμως ως γονείς να ενθαρρύνουμε το παιδί μας να αναπτύξει τη φαντασία του;

Σύμφωνα με την Amber Ankowski, καθηγήτρια παιδοψυχολογίας στο UCLA, 
η ανάγνωση βιβλίων, η αφήγηση ιστοριών, τα παιχνίδια ρόλων και οι μεταμφιέσεις είναι μερικοί από τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να δώσουμε ερεθίσματα στο παιδί μας να καλλιεργήσει τη δημιουργικότητα και τη φαντασία του. 
Το ίδιο αποτέλεσμα έχουν και οι βόλτες παρέα με το παιδί σε ενδιαφέροντα και διαφορετικά μεταξύ τους μέρη όπως μουσεία, πάρκα, παραθαλάσσιους και ορεινούς προορισμούς. 
Όλα αυτά προσφέρουν στα παιδιά ένα μεγάλο εύρος εμπειριών πάνω στις οποίες μπορούν να πατήσουν για να αναπτύξουν τη φαντασία τους.
Δεν είναι απαραίτητο, όμως, να ξεκινήσουμε για το γύρο του κόσμου με το παιδί μας. Αρκεί να περάσουμε λίγο ελεύθερο χρόνο μαζί του, παίζοντας με υλικά όπως τουβλάκια, χαρτί, μαρκαδόρους ή πηλό, για να αρχίσει να καλπάζει η φαντασία του.
«Τα παιδιά ανατρέχουν στη φαντασία τους κυρίως στις στιγμές που δεν έχουν τίποτα άλλο να κάνουν», λέει η Ankowski και προσθέτει: «Ας προσφέρουμε λοιπόν στις πολυάσχολες μελισσούλες μας διαλείμματα από το υπερφορτωμένο πρόγραμμά τους. 
Ας τις αφήσουμε να παίξουν ανεξαρτήτως από δομημένες δραστηριότητες, μακριά από παιχνίδια υψηλής τεχνολογίας και οθόνες που τα αποσπούν. Θα εντυπωσιαστούμε από το τι μπορεί να επινοήσουν, τότε, με τη φαντασία τους».

ΜΙΑ ΜΥΓΔΑΛΙΑ



Στίχοι: Νικηφόρος Βρεττάκος
Μουσική : Τερψιχόρη Παπαστεφάνου
Ερμηνεία : Δανάη Μπαραμπούτη & Χορωδία Τρικάλων
Σόλο μπουζούκι: Στέλιος Ζαφειρίου
Από τον δίσκο "Ελεύθεροι πολιορκημένοι"
"LP olympic SBL 1074" 1971

ΜΙΑ ΜΥΓΔΑΛΙΑ

Μιὰ μυγδαλιὰ καὶ δίπλα της,
ἐσύ. Μὰ πότε ἀνθίσατε;
Στέκομαι στὸ παράθυρο
καὶ σᾶς κοιτῶ καὶ κλαίω.

Τόση χαρὰ δὲν τὴν μποροῦν
τὰ μάτια.
Δός μου, Θεέ μου,
ὅλες τὶς στέρνες τ' οὐρανοῦ
νὰ στὶς γιομίσω.

«Μου φταίει το ένα, μου φταίει το άλλο»
Μην πιέζεις κανέναν· μην ενοχλείς τους άλλους


Άσε το παιδί σου, άσε τον άντρα σου, άσε τη γυναίκα σου, άσ’ τους όλους ήσυχους να κάνουν τις επιλογές τους, να πάρουν τις αποφάσεις τους.

Μην πιέζεις κανέναν. Μην ενοχλείς τους άλλους. 

Το μεγάλο πρόβλημά σου είναι ακριβώς αυτό. Έχεις μεταθέσει το πρόβλημά σου στους άλλους και δεν κοιτάς μέσα σου. 
Δεν σου φταίει κανένας για την ευτυχία που δεν έχεις.
Δεν σου φταίει κανένας για τη μιζέρια που κουβαλάς. 

Δεν σου φταίει κανένας για το κενό που υπάρχει στην ψυχή σου. Διαρκώς λες: «Μου φταίει το ένα, μου φταίει το άλλο». 
Αν είναι δυνατόν να σου φταίει ο ένας κι ο άλλος. Εσύ σου φταις.

Μου φταίω εγώ. Το πρόβλημα είναι δικό μου. Κάτι δικό μου έχω, που με βασανίζει.

Αν είναι δυνατόν, η ευτυχία η δική μου να εξαρτάται από το τι θα κάνει το παιδί μου ή η γυναίκα μου ή ο άντρας μου ή ο γείτονάς μου. Δηλαδή, για να γίνω εγώ ευτυχισμένος, θα πρέπει ν’ αλλάξουν οι άλλοι; Πιστεύω να καταλαβαίνεις τον παραλογισμό αυτής της απαίτησης.

Καθένας παίρνει τις δικές του αποφάσεις, κάνει τις δικές του επιλογές, έχει τη δική του ωριμότητα, τη δική του ώρα. 

Εσύ να ‘σαι εντάξει με τον εαυτό σου και να το παραδέχεσαι. 
Να πεις: 
«Δεν φταίει το παιδί μου. Δεν φταίει ο άντρας μου. Δεν φταίει η γυναίκα μου. Εγώ φταίω που δεν έχω καλή σχέση με τον εαυτό μου, με την ψυχή μου, με τον Θεό μου».

Δεν έχω καλή σχέση με τον Θεό. Και έπειτα, για να ‘μαι εγώ ευτυχισμένος, ζητώ απ’ τους άλλους να αλλάξουν. 

«Κάνε αυτό, να σε δω να χαρώ». 
Θα χαρείς αν με δεις να αλλάζω με το ζόρι; 
Και τι θες να ‘χεις δίπλα σου; 
Τι είναι ο άλλος; 
Ένα μπιμπελό; 
Ένα παιχνιδάκι που το παίρνεις από δω και το βάζεις εκεί, κι ευχαριστιέσαι; 
Μα το παιδί σου και ο άνθρωπός σου δεν είναι κτήματά σου. Έχουν τη δικής του προσωπικότητα, την ψυχή τους ανεξάρτητη και ζητούν τον δικό τους ζωτικό χώρο. Και ελευθερία.

Πάρ’ το απόφαση: δεν μπορείς να ελέγχεις τους άλλους.
 


Και μη γυρίσεις να μου πεις: 
«Ναι, εσύ τα λες αυτά επειδή δεν έχεις δικές σου τέτοιες υποχρεώσεις και γι’ αυτό είσαι χαλαρός». 
Όχι, δεν το λέω γι’ αυτό. Το λέω επειδή έχω δει πολλούς έγγαμους ανθρώπους, παντρεμένους, που ζουν φυσιολογικά. 
Έχω δει μάνες και πατέρες οι οποίοι αγαπούν πολύ τα παιδιά τους, θέλουν πολύ τη διόρθωσή τους, την επιστροφή κι αλλαγή τους. 
Μα σέβονται απεριόριστα τα παιδιά τους. 
Κι έχουν καταλάβει αυτοί οι γονείς ότι δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τον άλλον με φωνές. 
Πάρ’ το απόφαση: δεν αλλάζει ο άλλος με τις φωνές σου. 
Αλλά και αν τον αλλάξεις, αυτή η αλλαγή θα ‘ναι πρόσκαιρη και θα ‘χει μέσα της κάτι το πιεστικό. Και η πίεση αυτή θα βγει κάπου αλλού. Δεν αλλάζει έτσι ο κόσμος.

Άσε το παιδί σου ήσυχο.
Πες του το σωστό. Εννοείται. Θα το πεις μία, θα το πεις δύο, θα το πεις τρεις. 

Μετά; Τι θα κάνεις. «Όχι, εγώ θέλω να τον δω ν’ αλλάζει τώρα». Αυτό είναι μια δική σου ανάγκη. Παραδέξου το. Είναι δική σου ανάγκη να κάνεις τον κόσμο όπως εσύ τον θέλεις. Αρα έχεις δικό σου θέμα.

Του π. Ανδρέα Κονάνου
– Από την Ορθόδοξη Αλήθεια
diakonima
Το Χαμομηλάκι