Πριν πολλά-πολλά χρόνια ένα πρωί του Δεκέμβρη, η Μαρία και η Βαγγελίτσα τα δύο κορίτσια της οικογένειας του κυρ Γιώργη, κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα ακόμη κοιμόντουσαν. Είχε τελειώσει το σχολείο για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές.
Ο πατέρας είχε φύγει πρωί πρωί για το μακρινό χωράφι.
Καθώς τον χαιρετούσε η γυναίκα του η κυρία Ελένη του είπε:
—
Το καλύτερο να φέρεις, να έχει και κούμαρα, μάζεψε και μανουσάκια.
Εκείνος έφυγε τραγουδώντας κι εκείνη άρχισε να φτιάχνει το γάλα των κοριτσιών της, το ʼβαλε στο τραπέζι, έβαλε δίπλα και δύο αφράτα παξιμάδια και πήγε για τις υπόλοιπες δουλειές. Άναμμα της σόμπας πρώτα-πρώτα να ζεσταθεί το σπίτι
🏡
Σήμερα είχε και παραπάνω δουλειά, να φτιάξει τα χριστόψωμα που είχε ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ και τα είχε σκεπάσει σαν πολυαγαπημένα μωρά για να φουσκώσουν στο πιο ζεστό δωμάτιο του σπιτιού.
Τις προηγούμενες μέρες είχε ετοιμάσει μελομακάρονα στολισμένα με πολύ-πολύ καρύδι και τραγανά ξεροτήγανα.
Το σπίτι εδώ και μέρες μοσχοβολούσε κανέλα και γαρύφαλλο.
Του χρόνου είχε σκοπό κι αυτά να τα φτιάξει με τα κορίτσια της να βλέπουν και να μαθαίνουν.
Θα σήκωνε τα κορίτσια της τώρα να φάνε το πρωινό τους και να αρχίσουν δουλειά.
Πράγματι σε λίγο στο τραπέζι της κουζίνας οι τρεις νοικοκυρές έπλασαν τα χριστόψωμα και τα στόλισαν με σταυρό από ζυμάρι.
Στη μέση έβαλαν ένα ολόκληρο καρύδι και στις άκρες αμύγδαλα.
Η μαμά με το μαχαίρι έκανε κι άλλα στολίσματα.
Τα ξανασκέπασαν να φουσκώσουν. Τα κορίτσια κουρασμένα αλλά ευχαριστημένα κάθισαν δίπλα στη σόμπα να ζεσταθούν.
Η κυρά Ελένη πήγε να ανάψει το φούρνο που ήταν στην αυλή.
Ντύθηκε καλά και βγήκε.
Είχε φροντίσει να έχει ξύλα στεγνά για το ζέσταμά του.
Όταν έφτασε το μεσημέρι όλα ήταν έτοιμα.
Τα χριστόψωμα μυρωδάτα και ροδοκόκκινα, το απλό φαγητό για το μεσημέρι έτοιμο και τώρα περίμεναν τον πατέρα να γυρίσει από το χωράφι.
Τα κορίτσια περίμεναν με ανυπομονησία το δένδρο που έφερνε ο πατέρας κάθε παραμονή Χριστουγέννων και που δεν ήταν ποτέ ίδιο.
Ότι έβρισκε έκοβε χωρίς να καταστρέψει.
Τον άκουσαν να έρχεται κι έτρεξαν έξω να τον βοηθήσουν.
Τα κορίτσια είδαν ένα κυπαρίσσι να περπατά με τα πόδια του πατέρα τους, τον είχε σκεπάσει ολόκληρο.
Ήταν ωραία και αστεία μαζί εικόνα.
Η κυρά Ελένη ερχόταν από πίσω με ένα μάτσο μανουσάκια και το σακούλι που έπαιρνε πάντα στο χωράφι ο μπαμπάς γεμάτο καλούδια.
Τα καλούδια μπορεί ανάλογα με την εποχή να τα έφερνε από το χωράφι, αλλά μπορεί κι από τον μπακάλη του χωριού.
Πάντως τα κορίτσια δεν θυμούνται ποτέ τον πατέρα να έρθει στο σπίτι
🏡
με άδεια χέρια.
Είναι κουβαλητής ο άντρας μου έλεγε με περηφάνια η κυρά Ελένη.
Η Μαρία και η Βαγγελίτσα άρχισαν να πηδάνε από τη χαρά τους, να τρέχουν και να ξεφωνίζουν.
Το δεντράκι στήθηκε στο μέρος που είχε ετοιμάσει η μαμά και τα μανουσάκια μπήκαν στο βάζο.
Το σπίτι
🏡
μοσχοβολούσε ακόμη πιο πολύ.
Το βράδυ όλοι μαζί στόλισαν το δέντρο, ο μπαμπάς δηλαδή για να λέμε την αλήθεια καθόταν σε μια καρέκλα κοντά στη σόμπα κι έλεγε τα κάλαντα.
Μα λίγο είναι να στολίσεις το δέντρο και να ακούς ζωντανή μουσική;
Έβαλαν βαμβάκι για χιόνι, χρυσόχαρτο στα κούμαρα, έφτιαξαν με χρωματιστό χαρτί στολίδια με το ψαλίδι.
Η μαμά ήταν μοδίστρα και είχε ωραίες ιδέες.
Τέλος στόλισαν και μια γιρλάντα που η μαμά είχε φυλάξει από πέρυσι.
Ο μπαμπάς έβαλε το αστέρι στην κορυφή, όλοι έκαναν ένα βήμα πίσω να το καμαρώσουν.
—
Και του χρόνου να μας έχει ο Θεός καλά, να ‘χουμε υγεία και καλή προκοπή κορίτσια.
Πήγαν για ύπνο εκείνο το βράδυ όλοι γεμάτοι χαρά.
Και σήμερα τα κορίτσια, γιαγιάδες πια, αναπολούν αυτή την παραμονή των Χριστουγέννων στο φτωχικό τους σπίτι
🏡
στο χωριό.
Μπορεί το κρύο του Δεκέμβρη να έμπαινε από τις χαραμάδες της παλιάς πόρτας μα δεν άγγιζε ούτε το σώμα ούτε την ψυχή τους.
Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι δεν έλεγαν περιττά και ψεύτικα λόγια, ούτε είχαν ανάγκη περιττά στολίδια για να χαρούν και να νοιώσουν γεμάτη τη καρδιά
💓
τους αγάπη και χαρά, ασφάλεια και σιγουριά.
Άρια Β.Γ.
Το Χαμομηλάκι