Σελίδες

Sunday, 21 March 2021

Πότε θα αποφασίσεις να πεις "μέχρι εδώ";

Καταπίνεις λόγια, καταπίνεις συμπεριφορές, καταπίνεις μούτρα, φωνές, θυμούς, παρεξηγήσεις… 
Μαζεύεις, μαζεύεις, μαζεύεις και ξυπνάς μια μέρα και είσαι έτοιμος να σκάσεις.

Και δώστου τα ψυχοσωματικά, και δώστου οι καταθλίψεις, 
και δώστου οι ψυχολόγοι, οι νευρολόγοι, οι ψυχίατροι, οι εξετάσεις…

Και σε ρωτώ;
Που θα πάει όλο αυτό;
Μέχρι πότε;
Πότε θα αποφασίσεις να πεις "μέχρι εδώ"; Πότε θα σηκώσεις ανάστημα; Πότε θα σηκώσεις και εσύ κεφάλι;
Ξέρεις τι συνειδητοποιώ;
Πολλές φορές, οι λάθος άνθρωποι κάθονται απέναντί από τους ψυχολόγους στο ντιβάνι…
Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Η απώλεια των παιδικών αναμνήσεων ξεκινάει στην ηλικία των επτά ετών

Τα παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών που ταξιδεύουν με τους γονείς τους, είναι σχεδόν βέβαιο ότι, όταν μεγαλώσουν, δεν θα θυμούνται ούτε το ταξίδι με το πλοίο, ούτε τη βόλτα με το αεροπλάνο ή το ηλιοβασίλεμα.
Αυτό οφείλεται σε ένα φαινόμενο, γνωστό ως παιδική ή βρεφική αμνησία, κάτι που σημαίνει ότι οι περισσότεροι από τους ανθρώπους χάνουν όλες τις πρώτες αυτοβιογραφικές αναμνήσεις τους. 
Αυτό είναι ένα ψυχολογικό αίνιγμα, διότι όταν τα παιδιά είναι 3 ετών ή νεότερα, είναι σε θέση να συζητήσουν αυτοβιογραφικά γεγονότα από το παρελθόν τους. 
Αυτό δεν δείχνει ότι πριν την ηλικία των 3 ετών δεν υπήρξαν ποτέ μνήμες, αλλά ότι ξεχνιούνται μεταγενέστερα.

Στο μεγαλύτερο μέρος της έρευνας στον τομέα αυτό είχαν συμμετάσχει μέχρι τώρα, ενήλικες και παιδιά όπου καλούνταν να αναπολήσουν τις πρώιμες αναμνήσεις τους. 
Για μια νέα μελέτη η Patricia Bauer και η Μαρίνα Larkina ακολούθησαν μια διαφορετική προσέγγιση. Κατέγραψαν μητέρες που μιλούσαν στα 3 ετών παιδιά τους για έξι γεγονότα του παρελθόντος, όπως οι επισκέψεις στο ζωολογικό κήπο ή για την πρώτη ημέρα στον προνηπιακό σταθμό. 
Οι ερευνητές συνάντησαν ξανά τις ίδιες οικογένειες μετά από λίγα χρόνια. 
Μερικά από τα παιδιά ρωτήθηκαν και πάλι από έναν ερευνητή, όταν ήταν στην ηλικία των 5 ετών και άλλα παιδιά που ήταν στην ηλικία των 6 ή 7, 8 ή 9. Με αυτό τον τρόπο οι ερευνητές ήταν σε θέση να χαρτογραφήσουν τις διαφορές στην απώλεια των αναμνήσεων μέσα από την παιδική ηλικία.

Οι Bauer και Larkina αποκάλυψαν επίσης ένα παράδοξο: στις ηλικίες 5 έως 7, τα παιδιά θυμούνται πάνω από το 60% των γεγονότων που θα συζητούσαν σχετικά στην ηλικία των 3 ετών. Ωστόσο, η ανάκλησή τους για αυτά τα γεγονότα ήταν ανώριμη, με την έννοια ότι περιέχει λίγα αξιολογικά σχόλια και λίγες αναφορές του χρόνου και του τόπου. 
Σε αντίθεση, τα παιδιά ηλικίας 8 και 9 ετών, θυμήθηκαν λιγότερα από το 40% των γεγονότων που είχαν συζητηθεί στην ηλικία των 3 ετών, αλλά αυτές οι αναμνήσεις έμοιαζαν με τον πιο ενήλικο τρόπο ανάκλησης σχετικά με το περιεχόμενό τους. Οι Bauer και Larkina δήλωσαν ότι ο τρόπος με τον οποίον θυμόμαστε και ξεχνάμε ως ενήλικες αναπτύσσεται περίπου στην ηλικία των 7 ή αμέσως μετά. 
Υπέθεσαν επίσης ότι η ανώριμη μορφή ανάκλησης που εντοπίζεται στις ηλικίες 5 έως 7 θα μπορούσε πραγματικά να συμβάλει στην λήθη της αυτοβιογραφικής μνήμης.

Οι ερευνητές δήλωσαν ότι το έργο τους "παρέχει πειστικές αποδείξεις ότι τα περιστατικά της παιδικής αμνησίας που εστιάζουν μόνο σε αλλαγές στην ανάμνηση δεν μπορούν να εξηγήσουν το φαινόμενο. Οι συμπληρωματικές διαδικασίες που εμπλέκονται στην λήθη είναι επίσης μέρος της εξήγησης".

Τέλος, ένα άλλο σημαντικό εύρημα ήταν ότι ο τρόπος που οι μητέρες υιοθετούσαν όταν μίλαγαν με τα τρίχρονά παιδιά τους, συνδέεται με το επίπεδο της ανάκλησης από αυτά τα παιδιά αργότερα. Ειδικότερα οι μητέρες που χρησιμοποιούσαν περισσότερες επεξηγηματικές ερωτήσεις όπως "πες μου περισσότερα ή "τι συνέβη", έτειναν να έχουν παιδιά που μεταγενέστερα ανακαλούσαν περισσότερες πληροφορίες από τις πρώιμες αναμνήσεις τους.

Πηγή: Bauer PJ and Larkina M (2013). The onset of childhood amnesia in childhood: A prospective investigation of the course and determinants of forgetting of early-life events. Memory (Hove, England) PMID: 24236647

psychologynow.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Τα παιδιά καταλαβαίνουν την κοινωνική προκατάληψη μέσω των μη λεκτικών σημάτων

Τα ευρήματα της μελέτης, υπογραμμίζουν την ανάγκη για τους γονείς και άλλους ενηλίκους να γνωρίζουν τα μηνύματα - λεκτικά ή μη- που μεταφέρουν στα παιδιά για το πώς αισθάνονται για τους άλλους ανθρώπους.

Οι περισσότεροι ευσυνείδητοι ενήλικες αποφεύγουν να είναι μεροληπτικοί ή να κάνουν διακρίσεις στα σχόλιά τους, όταν είναι παιδιά παρόντα.

Όμως, μια νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον δείχνει ότι, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορούν να μάθουν την προκατάληψη ακόμα και μέσω μη λεκτικών σημάτων που εμφανίζονται από τους ενήλικες, όπως ένας συγκαταβατικός τόνος της φωνής ή ένα βλέμμα αποδοκιμασίας.

Η έρευνα δημοσιεύθηκε πριν ένα μήνα στο επιστημονικό περιοδικό Psychological Science και διαπίστωσε ότι τα παιδιά μπορούν να «καταλάβουν» την κοινωνική προκατάληψη βλέποντας αρνητικά μηνύματα που εκφράζονται από τους ενήλικες και είναι πιθανό να γενικεύσουν την μαθημένη προκατάληψη σε άλλους.

 Αυτή η έρευνα δείχνει ότι τα παιδιά μαθαίνουν την προκατάληψη από τα μη λεκτικά σήματα στα οποία εκτίθενται και ότι αυτό θα μπορούσε να είναι ένας μηχανισμός για τη δημιουργία της φυλετικής προκατάληψης και άλλων προκαταλήψεων που έχουμε στην κοινωνία μας

Αυτό δήλωσς η επικεφαλής συγγραφέας Allison Skinner, μια μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μάθησης & Εγκεφαλικών Επιστημών του UW η οποία συνεχίζει λέγοντας ότι «Τα παιδιά αντιλαμβάνονται περισσότερα από ό,τι νομίζουμε και δεν χρειάζεται να τους πείτε ότι μια ομάδα είναι καλύτερη από μια άλλη γιατί καταλαβαίνουν το μήνυμα σας από το πώς ενεργείτε».

Η έρευνα περιέλαβε μια αρχική ομάδα 67 παιδιών ηλικίας 4 και 5 ετών, με ίσο αριθμό αγοριών και κοριτσιών. Τα παιδιά είδαν ένα βίντεο στο οποίο δύο διαφορετικές γυναίκες ηθοποιοί, έδιναν θετικά σήματα σε μία γυναίκα και αρνητικά σήματα σε μία άλλη. Όλοι οι άνθρωποι στο βίντεο ήταν της ίδιας εθνικότητας, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να συμπεριληφθεί η φυλετική προκατάληψη στα αποτελέσματα.

Οι ηθοποιοί χαιρέτησαν και τις δύο γυναίκες με τον ίδιο τρόπο και εκτέλεσαν τις ίδιες δραστηριότητες και με τις δύο τους (για παράδειγμα έδωσαν σε κάθε μια ένα παιχνίδι), αλλά τα μη λεκτικά σήματα των ηθοποιών διέφεραν όταν αλληλεπιδρούσαν με μια γυναίκα σε σχέση με την άλλη. Η ηθοποιός μίλησε στη μια γυναίκα με θετικό τρόπο, χαμογελώντας, κλίνοντας προς το μέρος της, χρησιμοποιώντας ένα ζεστό τόνο φωνής και στην άλλη αρνητικά, κατσουφιάζοντας, χωρίς να στρέφεται προς το μέρος της και μιλώντας με ψυχρό τόνο.

Στα παιδιά έγιναν στη συνέχεια μια σειρά από ερωτήσεις, όπως ποια ηθοποιός τους άρεσε καλύτερα και με ποια θα ήθελαν να μοιραστούν ένα παιχνίδι με σκοπό να διαπιστώσουν εάν οι απαντήσεις τους ευνόησαν την γυναίκα που δέχθηκε τα θετικά μη λεκτικά σήματα σε σχέση με την αποδέκτη των αρνητικών μη λεκτικών σημάτων.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ένα σταθερό μοτίβο των παιδιών που ευνοούσαν την γυναίκα αποδέκτη των θετικών λεκτικών σημάτων. Συνολικά, το 67% των παιδιών ευνόησαν την αποδέκτη των θετικών μη λεκτικών σημάτων περισσότερο από την άλλη γυναίκα, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχαν επηρεαστεί από την προκατάληψη που παρουσιάστηκε από την ηθοποιό.

Οι ερευνητές αναρωτήθηκαν επίσης αν τα μη λεκτικά σήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ομαδική προκατάληψη. Για να φτάσουν σε αυτό το ερώτημα, επιστράτευσαν επιπλέον 81 παιδιά ηλικίας 4 και 5 ετών. Τα παιδιά είδαν τα ίδια βίντεο με την προηγούμενη μελέτη και στη συνέχεια, ένας ερευνητής τα γνώρισε στους «καλύτερους φίλους» των ανθρώπων απ’ το βίντεο. Οι «φίλοι» περιγράφηκαν ως μέλη της ίδιας ομάδας, με τον κάθε έναν να φορά το ίδιο χρώμα μπλούζας με το φίλο του. Τα παιδιά στη συνέχεια ρωτήθηκαν να εκτιμήσουν κατά πόσο ευνοούσαν τον ένα φίλο αντί του άλλου.

Εντυπωσιακά, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα παιδιά προτίμησαν τους φίλους της γυναίκας αποδέκτη των θετικών μη λεκτικών σημάτων, όπως και στο προηγούμενο στάδιο της έρευνας, αντί των φίλων της άλλης γυναίκας. Στο σύνολό τους, λένε οι ερευνητές, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι προκαταλήψεις εκτείνονται, πέρα από τα άτομα, και στα μέλη των ομάδων με τα οποία σχετιζόμαστε.

Η Skinner επεσήμανε ότι πολλά παιδιά προσχολικής ηλικίας ζουν σε αρκετά ομοιογενή περιβάλλοντα, με περιορισμένη ικανότητα να βιώσουν θετικές αλληλεπιδράσεις με τους ανθρώπους από διαφορετικούς πληθυσμούς. Έτσι, ακόμη και μια σύντομη έκθεση σε προκατειλημμένα μη λεκτικά σήματα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτές τις αναπτυσσόμενες γενικευμένες προκαταλήψεις. Οι προσομοιώσεις που δημιουργήθηκαν για τη μελέτη, αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό δείγμα από το σύνολο των ερεθισμάτων στα οποία τα παιδιά εκτίθενται στην πραγματική ζωή, είπε η Skinner.

«Τα παιδιά είναι πιθανό να εκτίθενται σε μη λεκτικές προκαταλήψεις που παρουσιάζονται από πολλούς ανθρώπους, προς πολλά διαφορετικά μέλη της ομάδας στόχου», είπε. «Είναι αρκετά αποκαλυπτικό ότι η σύντομη έκθεση σε προκατειλημμένα μη λεκτικά σήματα μπόρεσε να δημιουργήσει μια προκατάληψη μεταξύ των παιδιών στο εργαστήριο».

Τα ευρήματα της μελέτης, ολοκλήρωσε, υπογραμμίζουν την ανάγκη για τους γονείς και άλλους ενηλίκους να γνωρίζουν τα μηνύματα - λεκτικά ή μη- που μεταφέρουν στα παιδιά για το πώς αισθάνονται για τους άλλους ανθρώπους.


Πηγή: University of Washington
Έρευνα: Psychological Science
Απόδοση: Κωνσταντίνος Μπλέτσος, Ψυχολόγος υποψ. Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου

psychologynow.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι