«Έλα να δεις» - Η αριστουργηματική ταινία του Έλεμ Κλίμοφ είναι ένα
συγκλονιστικό έπος των φρικαλεοτήτων των ναζί και αποτελεί μια βίαιη καταδίκη
του πολέμου.
«Έλα να δεις», αντιναζιστικό αριστούργημα!!!
«Δεν μετανιώνω που έκανα αυτήν την ταινία.
Κάποιος πρέπει να κάνει τη διαφορά πού και πού,
ώστε να γίνει κάτι αξιόλογο!
Εδώ βρίσκεται το μυστικό της καλής δουλειάς.
Να μπορείς να προσφέρεις στον κόσμο κάτι πραγματικά σοβαρό,
πραγματικά, μεστό νοήματος!»
Έλεμ ΚλίμοφΤο ουσιαστικό της «κατόρθωμα» της συγκλονιστικής ταινίας του Έλεμ Κλίμοφ, είναι αυτό της απεικόνισης της αληθινής φύσης και ταυτότητας του ιμπεριαλιστικού πολέμου, μέσα από το βλέμμα ενός αγροτόπαιδου που βρίσκει ένα όπλο και το σκάει από το σπίτι του για να ενταχθεί στις γραμμές των Παρτιζάνων που πολεμούν ναζιστές και ντόπιους συνεργάτες τους. (Το σενάριο με αρχικό τίτλο «Kill Hitler» συνέγραψε με τον Κλίμοφ, ο Αλεξάντερ Αντάμοβιτς που νεαρός πολέμησε με τους Λευκορώσους παρτιζάνους).
Το «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» αποπνέει, κυριολεκτικά, παγερό θανατικό και απέραντη ερημιά, που αγγίζει κάθε μορφή ζωής και καταγράφει το κτηνώδες μίσος του φασισμού προς την ανθρώπινη ύπαρξη και την ομορφιά της ζωής...
Η ταινία έχοντας αποτινάξει από πάνω της κάθε ίχνος, χολιγουντιανού τύπου, πατριωτισμό, με γελοία μεγαλόστομους διαλόγους, με «ηρωικές» πράξεις και «καθαρτικό» χάπι εντ, μας βυθίζει καταλυτικά στην απόλυτη αλήθεια της θηριωδίας του ναζισμού, μας καθιστά κοινωνούς της ανθρώπινης απόγνωσης, του τρόμου της απάθειας, αλλά ταυτόχρονα, του υπεράνθρωπου «υπέρ πάντων» αγώνα για την επιβίωση και την τελική μεγάλη νίκη της ζωής πάνω στο θανάτο...
Ό,τι αγάπησε ο Φλόρια, και ο κάθε Φλόρια, το εξοντώνει ο πόλεμος, φρικιαστικές οι μνήμες που καθρεφτίζονται στο άδειο βλέμμα που κοιτάζοντάς μας κατάματα μας προειδοποιεί να κρατήσουμε στη δική μας μνήμη άσβεστο αυτό που είδαμε, άσβεστο το μίσος για το φασισμό...
Το αριστούργημα του Κλίμοφ καθηλώνει με την ομορφιά των εικόνων του, που λειτουργούν πολυεπίπεδα, καθιστώντας την ταινία ένα άχρονο κι αξέχαστο επίτευγμα.
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας,
Βραβείο FIPRESCI Φεστιβάλ Μόσχας 1985
«Αυτό που είδα θα μείνει χαραγμένο μέσα μου για πάντα. Είναι ένα αριστούργημα». Σον Πεν
Δίχως επαγγελματίες ηθοποιούς, κινηματογραφημένο πολύ κοντά στα
πραγματικά μέρη της γερμανικής εισβολής στη Λευκορωσία και με μια ιστορία
τρομακτικά όμοια με αυτήν που έζησε τότε ο σεναριογράφος του Άλες
Αντάμοβιτς, το εμβληματικό φιλμ του Έλεμ Κλίμοφ αποτελεί ένα διαχρονικό
κειμήλιο τέχνης, ένα ντοκουμέντο ιστορίας και εφαλτήριο ανθρώπινου
αναστοχασμού.
Η ευθύτητά του υπερβαίνει τις συμβάσεις του πολεμικού (ή
αντιπολεμικού, όπως προτιμά κανείς) δράματος, αποτυπώνοντας ως πειστήριο
ενοχής την χωρίς διέξοδο πραγματικότητά του και διεισδύοντας βαθιά μέσα
σου, χαράζει πολλές φορές χωρίς λόγια την ανελέητη βιωματική εμπειρία ενός
πολέμου.
Με ρεαλιστική, ωμή βαρβαρότητα, περιπλεγμένη πάνω σε ένα εφιαλτικό
συνειδησιακό υπόστρωμα (που ίσως τελικά αποδεικνύεται πιο τρομακτικό από
τα διαμελισμένα πτώματα και την καμένη σάρκα) η ταινία συνυφαίνει μια
σειρά από εικόνες και ήχους που απαθανατίζουν τον αδιάλλακτο τερματισμό
της ζωής και τη βίαιη πορεία προς το θάνατο.
Όσο περισσότερο ψάχνεις για
ελπίδα, για μια χαραμάδα απ’ όπου θα μπορείς να ανασάνεις, τόσο
περισσότερο αυτή γελά μαζί σου, καταφέρνοντας το ένα χτύπημα μετά το άλλο.
Οι σκηνές μοιάζουν να αποφεύγουν εσκεμμένα τα όποια τεχνικά τρικ, σχεδόν
εξαναγκάζοντας τον θεατή να μην αντικρίσει τίποτε βολικό, τίποτε εύκολο.
Μόνο την αλήθεια...
Το φιλμ του Ελεμ Κλίμοφ αποτελεί ένα συγκλονιστικό έπος των φρικαλεοτήτων
των ναζί και συνιστά απόλυτη καταδίκη του πολέμου.
Η ιδέα, σε ό,τι αφορά το οπτικό αποτέλεσμα ήταν εξαρχής να μοιάζει
όσο το δυνατόν περισσότερο με ντοκιμαντέρ. Η εικόνα έπρεπε να εκπέμπει
α-χρωματική αίσθηση, η κάμερα - συχνά στον ώμο - έπρεπε να δημιουργεί την
εντύπωση της υποκειμενικότητας στην παρατήρηση και την κίνησή της, στην
καρδιά των γεγονότων και τα ειδικά εφέ να μη φαντάζουν κίβδηλα.
Τα
κοστούμια σε αποχρώσεις σκούρες, ώστε να μην ξεχωρίζουν τα χρώματα. Τα
πάντα βρίσκονταν σε αυστηρή αρμονία. Ακόμα και οι εκρήξεις που είναι
αυθεντικές στις σκηνές με τους ναζί. Δημιουργήθηκε μια τέτοια ατμόσφαιρα
που οι ηθοποιοί ένιωθαν στο μεδούλι τους πραγματικό τρόμο. Πολλά απ' αυτά
πραγματοποιούνταν για πρώτη φορά στην ιστορία του σινεμά.
Λευκορωσία 1943, οι Γερμανοί ναζί καταστρέφουν ολοσχερώς 618 χωριά,
καίγοντας ζωντανούς τους κατοίκους τους, κυρίως γυναικόπαιδα και
ηλικιωμένους.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σκοτώθηκαν 2.2
εκατομμύρια Λευκορώσοι.
Η αριστουργηματική ταινία του Έλεμ Κλίμοφ είναι ένα συγκλονιστικό
έπος των φρικαλεοτήτων των ναζί αποτελεί μια βίαιη καταδίκη του πολέμου. Η
ταινία ακολουθεί ένα 12χρονο αγόρι, τον Φλόρια (που τον υποδύεται
υποδειγματικά ο Aleksei Kravchenko). Στο επίκεντρο της ιστορίας ο 12χρονος
Φλόρια που ξεθάβει ένα χαμένο όπλο και κατατάσσεται στον Κόκκινο Στρατό
ανυπομονώντας να ζήσει σαν παρτιζάνος. Όμως, η φαντασίωσή του γρήγορα
διαλύεται, όταν έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
Οι συμπολεμιστές του τον αφήνουν πίσω για να τον προστατεύσουν κι
απομένει μόνος. Συναντά την Γκλάσα (Olga Mironova), μια όμορφη έφηβη, που
επίσης έχει μείνει μόνη της. Μαζί επιστρέφουν στο χωριό του Φλόρια, όπου
ανακαλύπτουν ότι όλοι οι κάτοικοι και η οικογένεια του Φλόρια έχουν
σφαγιαστεί. Ο Φλόρια συνεχίζει την περιπλάνηση και ξεκινά μια νέα
αποστολή: να βρει τροφή για τους αβοήθητους κατοίκους ενός γειτονικού
χωριού.
Στον δρόμο του θα βρεθεί στο μέσο μιας σφαγής και θα δει τους Ναζί
να στοιβάζουν τους κατοίκους ενός χωριού σε μια αποθήκη και να την
πυρπολούν, αφανίζοντας μαζί και την αθωότητα του Φλόρια, που αρχίζει
εμφανώς να γερνά. Καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με την κτηνωδία, τα μαλλιά
του ασπρίζουν και ρυτίδες εμφανίζονται στο πρόσωπό του.
Το σενάριο είναι του Αντάμοβιτς που είχε υπηρετήσει στον Β’
Παγκόσμιο κι είχε βιώσει την καταστροφική λαίλαπα που άφησαν οι ναζί στη
Λευκορωσία, αναφέρει πραγματικά γεγονότα, όπως η καταστροφή του χωριού
Κατίν. Ο Κλίμοφ άντλησε επίσης υλικό από τα παιδικά του χρόνια, όπου
αναγκάστηκε να εκκενώσει την πόλη, με μια βάρκα με τη μητέρα του και το
βρέφος αδελφό του κατά τη μάχη του Στάλινγκραντ. «Οι φλόγες ανέβαιναν ως
τον ουρανό, ακόμα και το ποτάμι καιγόταν (Βόλγας). Ήταν νύχτα, βόμβες
εκρήγνυνταν παντού και οι μητέρες προσπαθούσαν να καλύψουν τα μάτια των
παιδιών τους με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους. Συμπεριέλαβα στην ταινία όλα
όσα ήξερα, παρόλο που δεν είχα δει τίποτα». Αυτή η ταινία ήταν το κύκνειο
άσμα του Κλίμοφ και η προσωπική του μαρτυρία.
Το αριστούργημα του Κλίμοφ καθηλώνει με την ομορφιά των εικόνων του,
που λειτουργούν πολυεπίπεδα, καθιστώντας την ταινία ένα άχρονο κι αξέχαστο
επίτευγμα.
Προς τιμήν των 618 χωριών που καταστράφηκαν ιδρύθηκε στο Κατίν
ένα μνημείο που λειτουργεί ως και σήμερα. Διαβάζουμε την επιγραφή:
«Καλέ μας φίλε, θυμήσου: αγαπήσαμε τη ζωή και την πατρίδα μας κι
εσένα. Καήκαμε ζωντανοί μέσα στις φλόγες. Κάνουμε έκκληση σε σένα: οι
κραυγές κι ο πόνος μας να γίνουν θάρρος και δύναμη, για να επικρατήσει
ειρήνη και γαλήνη σ’ αυτή τη γη. Ώστε να μη χαθεί ποτέ ξανά ζωή στην
πύρινη λαίλαπα».
Το 1943 η ναζιστική λαίλαπα ισοπέδωσε πυρπολώντας τα 628 χωριά -
μεταξύ άλλων το Κατίν - κι έκαψε ζωντανούς γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους,
το ένα τέταρτο δηλαδή του πληθυσμού. Αυτό είναι ένα μόνο μέρος της
πληθώρας των αδιανόητων φρικαλεοτήτων και βιαιοπραγιών που οδήγησαν στο
θάνατο 2 εκατομμύρια 200 χιλιάδες Λευκορώσων, με τις μνήμες από το
ολοκαύτωμα ακόμα ολοζώντανες! Οι εικόνες καταστροφής στην ταινία είναι από
τις πιο μεγαλειώδεις μαζικές σκηνές του σύγχρονου κινηματογράφου, ενώ
επιτυγχάνεται ένα τέτοιο επίπεδο ασυνήθους έντασης μέσα από το ορμητικό
μοντάζ και τις δυνατές τόσο σε οπτικό όσο και σε ακουστικό επίπεδο εικόνες
που αφήνουν στο θεατή μια σχεδόν φυσική αίσθηση ερήμωσης. Η απεικόνιση της
βίας βγαίνει από τα σπλάχνα της ταινίας με τον ίδιο τρόπο που αυτή
προσεγγίζει και το υπερρεαλιστικό στοιχείο, κάτι που την καθιστά
στιλιστικά πειραματική...
Ο Αμερικανός ηθοποιός Σον Πεν μιλώντας για την ταινία του Κλίμοφ
αναφέρει ότι πριν κάποια χρόνια ο πατέρας του, βετεράνος σε περισσότερες
από 36 αποστολές στο Βερολίνο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, του τηλεφώνησε
και του είπε να αφήσει στην άκρη ό,τι κι αν έκανε για να πάει στο
Πανεπιστήμιο του Λος Αντζελες (UCLA), γιατί το τμήμα μιας σχολής είχε
προγραμματίσει την προβολή μιας ρώσικης ταινίας, ενός κάποιου σκηνοθέτη
ονόματι Κλίμοφ την οποία επ' ουδενί έπρεπε να χάσει. Στον πατέρα μου -
λέει ο Πεν - δεν άρεσαν οι πολεμικές ταινίες, αφενός για τις ανακρίβειές
τους και αφετέρου για τη ρομαντική θεώρηση των μαχών. Η ταινία όμως αυτή,
το «ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ» - συνεχίζει ο Πεν - ήταν μια εξαιρετική αντιπολεμική
μαρτυρία που θα μείνει χαραγμένη μέσα μου όχι μόνο λόγω της
κινηματογραφικής της ποιότητας, αλλά κυρίως για την ποιότητα της ανθρωπιάς
της.
Ο Έλεμ Κλίμοφ μιλά για την ταινία του
«Γεννήθηκα στο Στάλινγκραντ. Ως παιδί, φυσικά, είχα δει όλους τους
βομβαρδισμούς. Μας θυμάμαι να διασχίζουμε τον Βόλγα, να περνάμε τα
Ουράλια, η μητέρα μου, ο αδερφός μου βρέφος κι εγώ. Διασχίσαμε τον Βόλγα
στο Στάλινγκραντ. Ηταν Οκτώβρης του 1942. Καθόμαστε σ' ένα υπόστεγο στο
φέρι. Το Στάλινγκραντ βρισκόταν δεξιά του Βόλγα. Ηταν μια μακριά πόλη,
τότε είχε μήκος 60 χιλιόμετρα και πέρα από 'κεί απλώνονταν η στέπα και τα
βουνά. Σήμερα, υποθέτω πως θα είναι πολύ μακρύτερη, ίσως 120 χλμ. Θεέ μου,
μια πόλη μακριά, σαν σωλήνας! Τότε είχε τυλιχτεί ολόκληρη στις φλόγες. Και
το ποτάμι, κι αυτό ακόμα είχε πάρει φωτιά. Η φωτιά απλωνόταν 1,5 χλμ.
Είχαν βομβαρδίσει ένα σταθμό παροχής πετρελαίου, που είχε καταρρεύσει στο
ποτάμι και το νερό είχε πάρει φωτιά. Μας βομβάρδιζαν συνεχώς, το νερό
έβραζε, εξαιτίας όλων αυτών. Οι μανάδες μας, μας κάλυπταν με τα κορμιά
τους. Εριχναν πάνω μας κουβέρτες, μαξιλάρια και τους εαυτούς τους, πάνω
απ' όλα αυτά. Φυσικά κρυφοκοιτούσα, γιατί ήμουν περίεργος. Ηταν μακριά,
μέχρι τα Ουράλια. Ο πατέρας μου έμεινε στο Στάλινγκραντ, να πολεμήσει.
Είναι φυσικό να είμαι φορτισμένος με πολύ ισχυρές αναμνήσεις εκείνης της
κόλασης. Γιατί, ήταν μια εκδρομή στην κόλαση! Ζει μέσα μου πάντα! Ετσι
θεώρησα ότι ήταν για μένα ένα πρέπει, να γυρίσω μια ταινία για τον πόλεμο.
Αυτός ήταν ένας από τους λόγους.
«Ένας άλλος λόγος ήταν ότι ο κόσμος ήταν τότε στο χείλος της καταστροφής.
Οι άνθρωποι το ξεχνούν αυτό τώρα. Τότε όμως, το νιώθαμε στο πετσί μας ότι
την επόμενη μέρα θα ξεσπούσε ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Ο Ψυχρός Πόλεμος
είχε φτάσει σε σημείο που το παραμικρό ολίσθημα θα μπορούσε να επιφέρει
παγκόσμια καταστροφή».
«Κι ο τρίτος λόγος ήταν η ταινία μου "Αγωνία". Είχα απογοητευτεί από
μένα, με την ταινία μου. Είχα εξαιρετικό πρωτογενές υλικό, θαυμάσιο
επιτελείο, έναν εξαίρετο μουσικοσυνθέτη τον Σνίτκε, καλό διευθυντή
φωτογραφίας, σχεδιαστή παραγωγής, ηθοποιούς. Δεν στάθηκα ικανός να εκφράσω
όλες αυτές τις εξαιρετικά πολύπλοκες συναισθηματικές καταστάσεις, τις
οποίες ήθελα να διερευνήσω. Δεν ήμουν έτοιμος γι' αυτό. Και μου βγήκε ένα
σύμπλεγμα κατωτερότητας. Ηθελα να βρω υλικό που θα με βοηθούσε να
αποκαταστήσω τον εαυτό μου, στα μάτια μου. Σε πολλούς αρέσει η ταινία
"Αγωνία", αλλά εγώ την κοίταξα πολύ επικριτικά. Υπήρχαν τρεις λόγοι,
λοιπόν, που έψαχνα για κάτι, που είχε σχέση με τον πόλεμο και μ' ένα είδος
φόβου, ενός γεγονότος της Αποκάλυψης, σ' αυτόν τον κόσμο».
«Με λίγα λόγια, τυχαία, βρέθηκε στα χέρια μου ένα μυθιστόρημα του
Αντάμοβιτς, τον οποίον δεν γνώριζα τότε. Γνώριζα, όμως, τον Βασίλι
Μπάικοφ, γιατί η Λαρίσα Σεπίτκο, η σύζυγός μου, είχε κάνει μια εκπληκτική
ταινία, ένα πραγματικό αριστούργημα, την "Ανάληψη", διασκευή για την οθόνη
του "Σοτνίκοφ" του Μπάικοφ. Γνωριστήκαμε με τον Αντάμοβιτς και τον
συμπάθησα πολύ... Ολη του η οικογένεια ήταν αντάρτες. Ηταν έφηβος τότε και
τα θυμόταν όλα. Ετσι, αρχίσαμε να γράφουμε το σενάριο μαζί. Δεν κάναμε
προσαρμογή, ακολουθήσαμε το πνεύμα του βιβλίου»...
Άρχισαν να γράφουν μαζί το σενάριο και έτσι προέκυψε ο πρώτος τίτλος
«Σκότωσε τον Χίτλερ».
«Μ’ αυτό εννοούσαμε: Σκότωσε τον Χίτλερ μέσα σου γιατί έχουμε όλοι τους
δαίμονές μας σε κάποιον βαθμό» είπε ο Κλίμοφ αργότερα.
Θα περνούσαν πολλά χρόνια σιωπής ώσπου να φανερωθεί ο τίτλος «Έλα να
δεις» και να αρχίσουν τα γυρίσματα στη Λευκορωσία. .
«Αρχίσαμε τα γυρίσματα στη Λευκορωσία... Στην ουσία, τα λευκορωσικά
γονίδια θυμούνταν το ολοκαύτωμα. Γιατί το ένα τέταρτο του πληθυσμού πέθανε
εκεί. 628 χωριά κάηκαν ολοσχερώς, μαζί με τους κατοίκους τους. Οι φασίστες
διέπραξαν πάρα πολλές φρικαλεότητες εκεί. Η ψυχή μας βάζει ένα όριο σ'
αυτά τα πράγματα. Ολοι οι Λευκορώσοι θυμούνται τα πάντα! Αλλος ήταν παιδί
τότε, άλλος είχε ακούσει την ιστορία από τους γονείς του. Δεν χρειάζεται
να εξηγήσει κανείς στους Λευκορώσους τι συνέβη και πώς...»
Αρχίσαμε, διηγείται ο Έλεμ Κλίμοφ, τα ιδιαίτερα χρονοβόρα και δύσκολα για
τον μικρό πρωταγωνιστή γυρίσματα στη Λευκορωσία. Η διαδικασία των
γυρισμάτων υπήρξε ιδιαίτερα χρονοβόρα γιατί ο Αλιόσα Κραβτσένκο, το παιδί
που πρωταγωνιστούσε, ήταν τότε μόλις 13 χρόνων και δεν είχε τις
συναισθηματικές άμυνες ενός επαγγελματία. Ο μικρός ερασιτέχνης ηθοποιός θα
μπορούσε να καταλήξει στο ψυχιατρείο, λόγω των εμπειριών απόγνωσης που
βίωσε κι όχι μόνο στη σκηνή που πνίγονταν στο βάλτο. Ο βάλτος ήταν
πραγματικός, ο αέρας γεμάτος αναθυμιάσεις με διοξείδιο του άνθρακα να
αιωρείται. Μια φορά, μια ρουκέτα εξερράγη στον αέρα ενώ ένα αλεξίπτωτο
έπεφτε την ίδια ώρα. Και όλο αυτό, έπρεπε να το μοντάρουμε σε μια σεκάνς.
Ηταν και εκείνη η τρομαγμένη αγελάδα που παραλίγο να μας λιώσει όλους...».
Ο μικρός Φλόρια εκμυστηρεύτηκε ότι το χειρότερο γι' αυτόν ήταν οι σκηνές
στον ξύλινο αχυρώνα, εκεί που είχε στοιβαχθεί ολόκληρο το χωριό. «Εκεί
μέσα έζησα τη χειρότερη εμπειρία. Κόντεψα να τρελαθώ».
Μετά το «Ελα να δεις» ο Κλίμοφ δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει και
πράγματι δεν ξαναγύρισε ποτέ ταινία. «Πέρασα μια πολύ μεγάλη δοκιμασία, το ίδιο και οι συνεργάτες μου, το
επιτελείο της ταινίας. Ηξερα καλά ότι έπρεπε να προστατεύσω εκείνο το
παιδί για να μην τρελαθεί. Μ’ έναν υπνωτιστή εξελίξαμε ένα σύστημα
άμυνας με συνεχόμενα τεστ. Ξέραμε πόσο κοντά είναι ένα παιδί στο
υποσυνείδητό του, πώς να του μεταδώσουμε τη γνώση, πώς να το χαλαρώσουμε
και να το απαλλάξουμε από το βαρύ φορτίο. Ηταν πολύ αγχωτικό! Δόξα τω
Θεώ, δεν συνέβη αυτό που φοβόμασταν. Ο Λιόσα ήταν ένα παιδί με γερά
νεύρα και με πάρα πολύ ταλέντο».
«Μετά όμως, απ' αυτήν την ταινία δεν μπορούσα πλέον να δουλέψω. Για
μένα ήταν κάτι τόσο συγκλονιστικό»!
Με τον ένα ή άλλο τρόπο, τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν.
«Ήταν μεγάλη έκπληξη για μένα ότι εκατομμύρια άνθρωποι τόσο εδώ όσο και
στο εξωτερικό την είδαν» - αναφέρει ο Κλίμοφ.
Και συνεχίζει: «Σε πολλές χώρες αγοράστηκε και προβάλλεται ακόμα. Τα
βραβεία και οι διακρίσεις που έλαβε δεν αποτελούν παράγοντα που συνέβαλε
στη δημοτικότητά της. Και αν οι άνθρωποι είχαν πιο γερά νεύρα, το κοινό
της ταινίας θα ήταν απείρως μεγαλύτερο. Το φιλμ είναι αρκετά συγκρατημένο
παρότι θα μπορούσαμε να είχαμε δείξει περισσότερες και οδυνηρότερες
φρικαλεότητες, αληθινές και ακριβείς, γιατί το θέμα αυτό είναι ιερό, ώστε
να τολμήσει κανείς να το παραχαράξει. Ομως, κανείς δεν θα άντεχε να τις
δει αυτές τις εικόνες και η δουλειά μας θα πήγαινε πρακτικά χαμένη.
Υπάρχει απόλυτη κατανόηση για τις γυναίκες που εκφράζουν το φόβο τους και
για τις περιπτώσεις ακόμα, στη Ρωσία και την Ουγγαρία, που θεατές
''έφυγαν'' από την αίθουσα μέσα σε ασθενοφόρο. Ωστόσο, η ζωή της ταινίας
συνεχίζει την πορεία της στις οθόνες πλήθους χωρών...»
Σκηνοθεσία: Elem Klimov,
Σενάριο: Ales Adamovich, Elem Klimov
Με τους: Aleksei Kravchenko, Olga Mironova, Liubomiras Lauciavicius
Μουσική: Oleg Yanchenko, Μοzart
📽
...7 Trailer και Soundtracks της ταινίας 📽
https://www.youtube.com/watch?v=HfCFwbuYgyY
https://www.youtube.com/watch?v=VOUDVceRO68
https://www.youtube.com/watch?v=Ypn0tlAeRuQ
https://www.youtube.com/watch?v=L-Ro0SZf438
https://www.youtube.com/watch?v=6HCTIUx1Arc
https://www.youtube.com/watch?v=aGdltVLfbmc
https://www.youtube.com/watch?v=fqKDg5pPzsg
📽... Και ολόκληρη η ταινία με επιλογή γλωσσικών υποτίτλων στο
YouTube 📽
https://www.youtube.com/watch?v=UkkJZweYaLI
Μας το έστειλε ο Panos
Το
Χαμομηλάκι