Εκτός από γονείς είμαστε και παιδιά γονιών που μας χρειάζονται.
Που πέρασαν, ξόδεψαν, αφιέρωσαν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους σε εμάς, κοντά μας, δίπλα μας, φροντίζοντάς μας, μεγαλώνοντάς μας, αγαπώντας μας για να μείνουν τελικά, στο πιο δύσκολο κομμάτι αυτής της ζωής, μόνοι τους.
Αλλά.
Μεγαλώνουν, καταλαβαίνεις;
Γερνάνε μόνοι τους. Και συνήθως, πολύ διακριτικά, για να μη φορτώνουν με περισσότερα άγχη τις ήδη δύσκολες και κουραστικές ζωές μας. Αρρωσταίνουν σιωπηρά. Μελαγχολούν τα βράδια. Θυμούνται ιστορίες και πάνε για ύπνο σε ένα σπίτι που κάποτε χωρούσε τέσσερα, πέντε ή έξι άτομα. Και αυτό, όσο και να το συνηθίσεις, όσο και αν το δεχτείς, γιατί έτσι πρέπει να γίνεται, γιατί τα παιδιά πρέπει να φεύγουν από τις εστίες τους, γιατί δεν γέννησες για να γηροκομηθείς, θα είναι πάντα θλιβερό, καθώς διακόπτει περίπου είκοσι χρόνια καθημερινής επαφής και άντε να μάθεις, ξαφνικά, να ζεις, σχεδόν, ξεκρέμαστος σε μια καθημερινότητα που πασχίζεις να θυμηθείς πώς γέμιζες κάποτε.
Και πες άντε. Όταν είσαι πενήντα, εξήντα, βία εβδομήντα τα κουτσοβολεύεις. Δουλεύεις μέχρι να βγεις στη σύνταξη. Έχεις φίλους. Έχεις ενδιαφέροντα. Μεγαλώνεις εγγόνια. Περνάνε τα χρόνια. Σε ευλογεί ο Θεός και ζεις στα εβδομήντα πέντε, στα ογδόντα ή στα ενενήντα σου όταν πια δεν ακούς, δεν βλέπεις, δεν περπατάς και περιμένεις πάνω από το τηλέφωνο την αγαπημένη φωνή που θα σου πει: το απόγευμα θα είμαι εκεί. Έρχομαι.
Και ξανανιώνεις. Έρχεται.
Έρχεται;
Αν μόνο ήξερες πώς σε περιμένουν…
Πηγή: themamagers.gr