Το χωνάκι της δεκάρας ήταν πολύ μικρό, ό,τι έπρεπε για ένα παιδικό χεράκι, και σου το σέρβιραν βγάζοντας με τη σπάτουλα το παγωτό από το δοχείο και βάζοντάς το πάνω στο χωνάκι.
Eco’s ‘How to eat ice cream’
Ο απολογισμός διατρέχει τον κίνδυνο να στερείται ηθικού διδάγματος σ' έναν κόσμο όπου ο πολιτισμός της κατανάλωσης φαίνεται να έχει προβάλει ακόμα και τους ενήλικες και τους υπόσχεται ολοένα και κάτι περισσότερο, από το ρολογάκι που περιλαμβάνεται στη συσκευασία ως το μενταγιόν-δώρο για όποιον αγοράσει το περιοδικό.
Όπως οι γονείς εκείνων των αμφιδέξιων λαίμαργων παιδιών που θαύμαζα, ο πολιτισμός της κατανάλωσης παριστάνει ότι δίνει περισσότερα, αλλά στην πραγματικότητα προσφέρει για τέσσερις πεντάρες αυτό που αξίζει τέσσερις πεντάρες.
Θα πετάξετε το παλιό σας ραδιόφωνο για ένα καινούργιο που υπόσχεται και autoreverse, αλλά κάποιες ανεξήγητες αδυναμίες της εσωτερικής δομής του θα κάνουν το καινούργιο σας ραδιόφωνο να ζήσει μόνο έναν χρόνο.
Το καινούργιο σας αυτοκίνητο για την πόλη θα έχει δερμάτινα καθίσματα, δύο πλαϊνούς καθρέφτες που θα ρυθμίζονται από το εσωτερικό και ξύλινο ταμπλό, μα θ' αντέξει πολύ λιγότερο από το ένδοξο πεντακοσαράκι που, ακόμα κι όταν σταματούσε, έπαιρνε μπροστά με μια κλοτσιά.
Αλλά η ηθική εκείνης της εποχής μάς ήθελε όλους Σπαρτιάτες, ενώ η σημερινή μας θέλει όλους Συβαρίτες.
πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
Η γιαγιά μάς συμβούλευε να μην τρώμε όλο το χωνάκι, αλλά να πετάμε την άκρη του, γιατί από εκεί το είχε πιάσει ο παγωτατζής (κι όμως, εκείνο το κομμάτι ήταν το πιο νόστιμο και τραγανό και το τρώγαμε στα κρυφά παριστάνοντας ότι το είχαμε πετάξει).
Το σάντουιτς της εικοσάρας φτιαχνόταν μ' ένα ειδικό μηχάνημα, επίσης ασημί, που συμπίεζε δύο στρογγυλά μπισκότα πάνω και κάτω από έναν κύλινδρο παγωτού. Έγλειφες με τη γλώσσα το εσωτερικό, ώσπου δεν κατάφερνες πια να φτάσεις στον εσωτερικό πυρήνα του παγωτού, και τότε το έτρωγες ολόκληρο, τα μπισκότα είχαν πια μουλιάσει και κόντευαν να διαλυθούν.
Η γιαγιά δεν ήταν σε θέση να δώσει καμιά συμβουλή: θεωρητικά τα σάντουιτς έρχονταν σ' επαφή μόνο με το μηχάνημα, στην πράξη τα είχε πάρει ο παγωτατζής στο χέρι του, για να σ' τα παραδώσει, αλλά ήταν αδύνατο να εντοπίσεις τη μολυσμένη ζώνη.
Η τελετουργία αυτή μου φαινόταν τόσο συβαριτική και αξιοζήλευτη, που πολλές φορές ζήτησα να την απολαύσω.
Μάταια. Οι δικοί μου ήταν αμετάπειστοι: ένα παγωτό της εικοσάρας, ναι, μα δύο της δεκάρας, ούτε συζήτηση.
Όπως είναι ολοφάνερο, ούτε τα μαθηματικά ούτε η οικονομία ούτε η διαιτητική δικαιολογούν μια τέτοια άρνηση. Ούτε καν η υγιεινή, αν υποθέσουμε ότι στο τέλος θα πετάγονταν και οι δύο άκρες από τα χωνάκια.
Μια αξιοθρήνητη δικαιολογία βασιζόταν στο ψέμα ότι ένα παιδί που διαρκώς στρέφει το βλέμμα του από το ένα παγωτό στο άλλο στο τέλος θα σκοντάψει στις πέτρες, στα σκαλοπάτια ή στις ανωμαλίες του δρόμου. Διαισθανόμουν αόριστα ότι υπήρχαν κάποιοι σκληροί παιδαγωγικοί λόγοι, τους οποίους, όμως, δεν κατάφερνα να συλλάβω.
Τώρα, κάτοικος και θύμα ενός πολιτισμού κατανάλωσης και σπατάλης (αντίθετα με τη δεκαετία του τριάντα), καταλαβαίνω ότι τα αγαπημένα εκείνα πρόσωπα που πια έχουν χαθεί είχαν δίκιο. Δύο παγωτά της δεκάρας, αντί για ένα της εικοσάρας, δεν ήταν μια χρηματική σπατάλη, αλλά μια συμβολική.
Ακριβώς αυτός ήταν και ο λόγος που τα ήθελα: διότι δύο παγωτά υποδήλωναν μία υπερβολή. Κι ακριβώς γι' αυτό τον λόγο μου τα αρνούνταν: γιατί φαίνονταν άπρεπα, προσβολή στη φτώχεια, επίδειξη ενός ψεύτικου προνόμιου, κομπασμός για ανύπαρκτα πλούτη.
Το σάντουιτς της εικοσάρας φτιαχνόταν μ' ένα ειδικό μηχάνημα, επίσης ασημί, που συμπίεζε δύο στρογγυλά μπισκότα πάνω και κάτω από έναν κύλινδρο παγωτού. Έγλειφες με τη γλώσσα το εσωτερικό, ώσπου δεν κατάφερνες πια να φτάσεις στον εσωτερικό πυρήνα του παγωτού, και τότε το έτρωγες ολόκληρο, τα μπισκότα είχαν πια μουλιάσει και κόντευαν να διαλυθούν.
Η γιαγιά δεν ήταν σε θέση να δώσει καμιά συμβουλή: θεωρητικά τα σάντουιτς έρχονταν σ' επαφή μόνο με το μηχάνημα, στην πράξη τα είχε πάρει ο παγωτατζής στο χέρι του, για να σ' τα παραδώσει, αλλά ήταν αδύνατο να εντοπίσεις τη μολυσμένη ζώνη.
Εγώ, όμως, μαγευόμουν με το θέαμα ορισμένων συνομιλίκων μου που οι γονείς τους τους αγόραζαν όχι ένα παγωτό της εικοσάρας αλλά δύο χωνάκια της δεκάρας.Οι προνομιούχοι αυτοί παρήλαυναν περήφανα μ' ένα χωνάκι στο δεξί χέρι και ένα στο αριστερό και, στρίβοντας επιδέξια το κεφάλι, έγλειφαν πότε το ένα και πότε το άλλο.
Η τελετουργία αυτή μου φαινόταν τόσο συβαριτική και αξιοζήλευτη, που πολλές φορές ζήτησα να την απολαύσω.
Μάταια. Οι δικοί μου ήταν αμετάπειστοι: ένα παγωτό της εικοσάρας, ναι, μα δύο της δεκάρας, ούτε συζήτηση.
Όπως είναι ολοφάνερο, ούτε τα μαθηματικά ούτε η οικονομία ούτε η διαιτητική δικαιολογούν μια τέτοια άρνηση. Ούτε καν η υγιεινή, αν υποθέσουμε ότι στο τέλος θα πετάγονταν και οι δύο άκρες από τα χωνάκια.
Μια αξιοθρήνητη δικαιολογία βασιζόταν στο ψέμα ότι ένα παιδί που διαρκώς στρέφει το βλέμμα του από το ένα παγωτό στο άλλο στο τέλος θα σκοντάψει στις πέτρες, στα σκαλοπάτια ή στις ανωμαλίες του δρόμου. Διαισθανόμουν αόριστα ότι υπήρχαν κάποιοι σκληροί παιδαγωγικοί λόγοι, τους οποίους, όμως, δεν κατάφερνα να συλλάβω.
Τώρα, κάτοικος και θύμα ενός πολιτισμού κατανάλωσης και σπατάλης (αντίθετα με τη δεκαετία του τριάντα), καταλαβαίνω ότι τα αγαπημένα εκείνα πρόσωπα που πια έχουν χαθεί είχαν δίκιο. Δύο παγωτά της δεκάρας, αντί για ένα της εικοσάρας, δεν ήταν μια χρηματική σπατάλη, αλλά μια συμβολική.
Ακριβώς αυτός ήταν και ο λόγος που τα ήθελα: διότι δύο παγωτά υποδήλωναν μία υπερβολή. Κι ακριβώς γι' αυτό τον λόγο μου τα αρνούνταν: γιατί φαίνονταν άπρεπα, προσβολή στη φτώχεια, επίδειξη ενός ψεύτικου προνόμιου, κομπασμός για ανύπαρκτα πλούτη.
Δύο παγωτά έτρωγαν μόνον τα κακομαθημένα παιδιά, εκείνα που στα παραμύθια τιμωρούνταν πάντα δίκαια, όπως ο Πινόκιο που περιφρονούσε τις φλούδες και τα κοτσάνια.Και οι γονείς, που ενθάρρυναν αυτή την αδυναμία, σαν μικροί νεόπλουτοι, μάθαιναν τα παιδιά τους στο ανόητο θέατρο του "θέλω-μα-δεν-μπορώ" ή μάλλον, θα λέγαμε σήμερα, στο να εμφανίζονται στο check in της τουριστικής θέσης κρατώντας μια Gucci-μαϊμού αγορασμένη από τα κοριτσάκια στην πλαζ του Ρίμινι.
Ο απολογισμός διατρέχει τον κίνδυνο να στερείται ηθικού διδάγματος σ' έναν κόσμο όπου ο πολιτισμός της κατανάλωσης φαίνεται να έχει προβάλει ακόμα και τους ενήλικες και τους υπόσχεται ολοένα και κάτι περισσότερο, από το ρολογάκι που περιλαμβάνεται στη συσκευασία ως το μενταγιόν-δώρο για όποιον αγοράσει το περιοδικό.
Όπως οι γονείς εκείνων των αμφιδέξιων λαίμαργων παιδιών που θαύμαζα, ο πολιτισμός της κατανάλωσης παριστάνει ότι δίνει περισσότερα, αλλά στην πραγματικότητα προσφέρει για τέσσερις πεντάρες αυτό που αξίζει τέσσερις πεντάρες.
Θα πετάξετε το παλιό σας ραδιόφωνο για ένα καινούργιο που υπόσχεται και autoreverse, αλλά κάποιες ανεξήγητες αδυναμίες της εσωτερικής δομής του θα κάνουν το καινούργιο σας ραδιόφωνο να ζήσει μόνο έναν χρόνο.
Το καινούργιο σας αυτοκίνητο για την πόλη θα έχει δερμάτινα καθίσματα, δύο πλαϊνούς καθρέφτες που θα ρυθμίζονται από το εσωτερικό και ξύλινο ταμπλό, μα θ' αντέξει πολύ λιγότερο από το ένδοξο πεντακοσαράκι που, ακόμα κι όταν σταματούσε, έπαιρνε μπροστά με μια κλοτσιά.
Αλλά η ηθική εκείνης της εποχής μάς ήθελε όλους Σπαρτιάτες, ενώ η σημερινή μας θέλει όλους Συβαρίτες.
πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι