Σελίδες

Friday, 14 April 2023

Η Δίψα του Χριστού!!

..........................................
«Διψώ»
Τι διψά ή ψυχή του Χριστού μας;
Διψά δικαιοσύνη.
Εκείνος είπε «Μακάριοι οι διψώντες την δικαιοσύνην» (Ματθ. 5,6). Ποιος άλλος αγάπησε το δίκαιο όσο ό Χριστός; και όμως έπεσε πρώτο θύμα της αγριωτέρας αδικίας. Ή καταδίκη του μένει αιώνιο στίγμα της ανθρωπινής δικαιοσύνης. «Δικαιοσύνη μάθετε, οι ενοικούντες επί της γης» (Ήσ. 26,9). Άλλα που δικαιοσύνη; Πάνω απ' το Σταυρό σήμερα ρίχνει το θείο βλέμμα στη γη της αδικίας κι ακούω τη φωνή του: «Διψώ». Διψά δικαιοσύνη, άλλ' οί άρχοντες των λαών βουλώνουν τ' αυτιά τους χειρότερα από τους Ιουδαίους. Άγγλος πολιτικός είπε, ότι επικρατεί όχι ό νόμος της δικαιοσύνης, άλλ' ό νόμος της ζούγκλας, ό ισχυρός καταβροχθίζει τον αδύνατο. Το άνθος του δικαίου μαράθηκε από το λίβα της αδικίας.

«Διψώ»
Διψά τι; Ειρήνη.
Εκείνος είπε «Μακάριοι οι ειρηνοποιοί» (Ματθ. 5,9) και διέταξε την Εκκλησία του να εύχεται «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου». Ειρήνη διψά ή μεγάλη καρδιά του. Και αντί ειρήνης βρίσκει ταραχή, θόρυβο. Τα έθνη ετοιμάζονται για πόλεμο, τροχίζουν τα μαχαίρια τους πάνω στην ακονόπετρα του μίσους, τρέχουν ακάθεκτοι στο δρόμο του αίματος. Δe βρίσκει ό Χριστός αυτό πού ποθεί, και εξακολουθεί να φωνάζει στον μαινόμενο κόσμο: Διψώ την ειρήνη!

«Διψώ»
Τι διψά; Διψά αγάπη.
Άλλα που αγάπη; Τα λουλούδια της αγάπης σπανίζουν πια στον εγωιστικό μας κόσμο. Το μίσος απλώνεται, ψυγείο κατήντησε ή γη, παγωνιά επικρατεί. Και ό Χριστός βλέπει τα παγόβουνα των καρδιών και φωνάζει: Κόσμε, διψώ αγάπη!
..........................................
ολόκληρη η ομιλία εδώ: vassileia

Μενέλαος Λουντέμης - Τα καρφιά

Ακούω τα πέταλα, ακούω τα καρφιά.
Γέμισαν οι νύχτες μου καρφιά
κι οι μέρες μου βελόνια.
Παντού ακούονται καρφιά
να καρφώνουν σταυρούς
να καρφώνουν κρεμάλες.
Με καρφιά είναι σπαρμένοι οι δρόμοι.
Καρφιά μου ‘στειλαν στα γενέθλιά μου
αντίς για λουλούδια γιορτινά.
Καρφιά γέμισαν το μαξιλάρι μου
αντίς για πούπουλα απαλά.

Καρφιά μπήξανε στα όνειρά μου
και στον τυραγνισμένο μου ύπνο.
Από άγρια σουβλερά καρφιά
κρέμονται κι οι μέρες μου
με σπάγκους από νερό.

Με τα ίδια καρφιά κάρφωσαν
κι όλους τους ανώνυμους της Ιστορίας
καθώς και τους διαλεχτούς της.

Απ' αυτά τα καρφιά κρέμασα κι εγώ
τους μαύρους μου εφιάλτες
και πήρα στον ώμο μου τη σκάλα
για να ξεκρεμάσω τους αθώους
και να καρφώσω τους ληστές.

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Της Παναγιάς το κλάμα

Δημοτικό τραγούδι*
 
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και του Χριστού τον τάφον,
η Παναγιά εκάθητο μόνη και μοναχή της,
Την προσευχή της έκανε για τον μονογενή της.
'κούει βρονταίς, ΄κούει στραπαίς και οντηραίς μεγάλαις·
άγια βώδια σφάζουσιν ή πρόβατα συζεύγουν;
Χύνει να δη την πόρτα της να δη την γειτονιά της.
Θωρεί πάνω, θωρεί κάτω, θωρεί, ψυχή δεν βλέπει·
θωρεί τον ουρανόν θαμβόν και τ' άστρα βουρκωμένα
το φεγγαράκι τάγλαμπρόν στο αίμα βουτηγμένον.
Και πάλι κι ανατήρησε θωρεί τον άϊ-Γιάννη,
θωρεί τον και κατέβαινε κλιαμένον και δαρμένον,
κι εκράτει μεσ' την χείρα του μανδήλι ματωμένον
κι εκράτει και στην άλλη του μαλλιά της κεφαλής του
κι εκράτει και στα νύχια του κρέας του μαγουλού του.
Κι η Παναγιά τον ερωτά κι η Παναγιά του λέγει:
- Άϊ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του Γυιού μου,
δεν είδες το παιδάκι μου και τον μονογενή μου;
- Δεν έχω στόμα να σου πω, χείλη να σου μιλήσω
και σιδερένια σωτικά να σου το μολογήσω.
Θωρείς το κείνο το βουνό, το υψηλό, το μέγα
πούχει την μαύρη γη κορφή, τον ουρανόν παντέρα;
Εκεί τον έχουν οι 'βριοι εξόγκωνον δεμένον
σαν κλέπτη τον επιάσανε, σαν πόρνο τον κρατούσι
σαν να χωρίζη αντρόγυνο εκεί τον τυρανούσι.
Βγάζουν τον χρυσοσκούφιον και βάζουν του αγκαθένιο.
Βγάζουν το χρυσοζώναρον και βάζουντου τον βάτον.
Βγάζουν τα χρυσοπάπουτσα και βάζουν του τσαρούχια.
Η Παναγιά σαν άκουσε λιγοθυμιά της ήλθε.
Σταμνιά νερό την 'πηρετούν τρία κανιά τον μόσχον
και έξη το ροδόσταμον ώστε που να συμφέρη.
Κι η Παναγιά συνέφερε κι αυτόν τον λόγον είπεν:
- Ας έλθ' η Μάρθα, η Μαρία και του Λαζάρου η μάνα
και του Προδρόμου
(1) η αδελφή και η άλλη Αλισάβη,
και πάμε να τον πάρωμεν προτού μας τον σταυρώσουν
και πριν του βάλουν τα καρφιά και μας τον θανατώσουν.
Στρατί, στρατί, το πιάσανε, στρατί το μονοπάτι,
και το στρατί τους έβγαλε σ' ένα μικρό βρυσάκι,
κι εδίψασεν η Παναγιά 'σκύψεν να πιη λιγάκι·
'κούει χαλκιά κι ηχάλκευε χαλκιά με τα παιδιά του,
χαλκιά με τη γυναίκα του και με τη φαμιλιά του
- μωρή μωρέ ατσίγγανε, ήντανε αυτά που κάνης,
- βριοί μου παραγγείλασι περόνια να τους κάμω.
Εκείνοι μούπαν τέσσερα και εγώ τους κάνω πέντε
τα δυο στα δυο του γόνατα, τα δυο στα δυο του χέρια
και τ' άλλο το φαρμακερό να μπήξουν στην καρδιά του
να τρέξη αίμα και νερό να λιγωθή η ψυχή του.
- Μωρή μωρέ ατσίγγανε ψωμί να μην χορτάσης
ουδέ την τραχηλίτσα σου ποτέ να μην αλλάξης:
μωρή μωρέ ατσίγγανε δείξε μου τον υιόν μου.
Για δείξε μου τον γιόκα μου και τον μονογενή μου.
Θωρείς εκείνο το βουνό το υψηλό το μέγα
πούχει την μαύρη γην κορφή τον ουρανόν παντέρα;
Εκεί τον έχουνε οι 'βριοί εξόγκωνον δεμένον.
Ώραις η Παναγιά 'κλαίεν, ώραις και μοιρολόγα
στρατί, στρατί τον πιάσανε, στρατί το μονοπάτι·
το μονοπάτ' τους έβγαλεν εις του ληστού την πόρταν
βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
τα έρημα παράθυρα σφιχτά μανταλωμένα,
κι έδεσε τα χεράκια της την πόρτα παρεκάλει:
- Άνοιξε πόρτα του βριού και πόρτα του Πιλάτου!
Κι η πόρτα απ' τον φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Μπαίνει πάνω η Παναγιά καθίζει στο κρεββάτι.
- Παρακαλώ σε Μωϋσή, δείξε μου τον υιόν μου.
- Θωρείς τον κείνον τον χλωμόν, κείνον τον κιτρινιάρην;
Εκείνος ειν' ο γιόκας σου και ο μονογενής σου,
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε λιγοθυμιά της ήλθε:
- Φέρτε μαχαίρι να σφαγώ κρημνόν για να κρημνίσω
κι ένα ποτάμι θάλασσα για να ψυχομαχήσω.
Χριστός απολογήθηκεν όπου 'ταν σταυρωμένος.
- Μάνα μου σαν πνιγής εσύ, πνίγονται κι άλλαις μάναις
άμε, μάνα στο σπίτι μας και στο αρχοντικό μας
και πίνε άδολο κρασί κι αφράτο παξιμάδι,
να φαν μανάδες με παιδιά, παιδιά δίχως μανάδες
και τα καλά τ' αντρόγυνα με τους καλούς των άνδρες,
μάνα το μέγα Σάββατο που παίζουν οι καμπάναις
τότε και σύ μανούλα μου θα 'δης χαραίς μεγάλαις.





* Τραγουδιέται από μαυροφόρες γυναίκες, στην Κάλυμνο, στην αγρυπνία της Μεγάλης Παρασκευής.

1. Η παράδοσις συγχέει εδώ τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην με τον Πρόδρομον. 
 
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι